Τον Ιούνιο του 2010, κατέβηκα ένα βράδυ στο Σύνταγμα, μόνος. Ήθελα να βρεθώ με τους πολλούς. Καθώς κοίταζα λοιπόν τα δρώμενα, το μπλουζάκι που φορούσα τυχαία έγινε η αιτία να μου μιλήσει ένας συμπαθητικός νέος. Σταμπαρισμένος στο μακό ο Χαλκ, ο αγαπημένος μου υπερήρωας. Πάντα θυμωμένος και μόνο θυμωμένος ο Χαλκ, αδιάφορος αν κάνει το καλό. Και όταν σώζει τον κόσμο τον σώζει από τύχη. Απλά τσαντίλας. Δεν ξέρω τί φαντάστηκε ο νέος αγανακτισμένος όταν μου πρωτομίλησε, αναγνωρίζοντας χαμογελαστός τον υπερήρωα πάνω μου. Μου πρότεινε μια μικρή ξενάγηση στις ομάδες της πλατείας και μου έδειξε τα πηγαδάκια με τις συστηματικές συζητήσεις ανά θεματικές ενότητες. Ευγενικός και ενθουσιώδης, μιλούσε για άμεση δημοκρατία. Αφού τον άκουσα και χάρηκα την παρέα του, ευχήθηκα καλή τύχη στα εγχειρήματα και στις προσδοκίες του. Παρά το θυμό μου όλα αυτά έδειχναν παλιμπαιδισμός. Δεν του φανέρωσα τη δυσπιστία μου, ήταν νέος, δεν ήθελα να απαξιώσω τον ενθουσιασμό του, είχε μπροστά χρόνια και την ελπίδα ανάγκη. Αλλά είχα τις απόψεις μου για την άμεση δημοκρατία, την επίγνωση ότι δεν δένει, ότι είναι ανεπαρκής και ασύμβατη με τον τρόπο που είναι οργανωμένη η ζωή μου, η καθημερινή μου ζωή, και – τουλάχιστον ως τότε – οι αξιώσεις μου από αυτή. Όπως είχαν διαμορφωθεί ή έστω όπως μου έχουν επιβληθεί αυτές οι αξιώσεις. Παρά το θυμό μου, η δική μου ελπίδα βρισκόταν στο να κρατηθούμε από αυτό που χανόταν και στο οποίο πίστευα. Η Ελλάδα στον κόσμο κι εγώ πολίτης του κόσμου, Έλληνας. Αλλά όχι σαν το Τσε Γκεβάρα με μια κιθάρα, να τα κάψω κι ας καώ. Με τίποτα.
Από τα ανθρώπινα έργα το γοητευτικότερο η γέφυρα. Δένει το κομματιασμένο τοπίο, το φέρνει κοντά δίχως να το ακυρώνει, το κάνει προσβάσιμο, σε ισορροπία με τα δικά μας. Μια γέφυρα, γιατρικό στο χάος και στα χάσματα. Μεγάλη τεχνογνωσία η κατασκευή της, γνώση της δύναμης των στοιχείων, της αντοχής του βράχου, της λάσπης του βυθού, του βάρους των ανθρώπων. Η Willa Cather στο πρώτο της μυθιστόρημα, στο «η Γέφυρα του Αλεξάνδρου», μιλάει για τον Bartley Alexander ένα φιλόδοξο μηχανικό, έμπειρο στην κατασκευή γεφυρών. Δυσαρεστημένος από τη χρήση υποδεέστερων υλικών στο φέροντα οργανισμό μιας μεγάλης γέφυρας στον Καναδά, την κατασκευή της οποίας είχε αναλάβει, αποδέχεται τη μοίρα του όταν η γέφυρα καταρρέει συμπαρασύροντάς τον στο θάνατο μαζί με πολλούς εργάτες. Προσπάθησε να τη σώσει και ανέλαβε την ευθύνη.
Ο Alexander δεν ήταν τυχαίος, η ανάθεση του εγχειρήματος σε αυτόν είχε γίνει γιατί υπήρχε μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του και της υπόλοιπης κοινωνίας. Επικεφαλής αυτός, πιστοποιημένο ότι αυτός κατείχε την τεχνογνωσία.
Οι περισσότεροι, έχοντας βιώσει την ενσωμάτωση στην παγκόσμια πραγματικότητα, δεν θα θέλαμε να ζούμε αποκομμένοι. Επωφελούμαστε, το χαιρόμαστε. Σε ένα σύνθετο κόσμο δεν είναι όλοι για όλα, υπάρχουν διαδικασίες, όπως ο συμμετοχικός σχεδιασμός, που στέλνουν τα σήματα στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Για το πού θα χαραχτεί ένας καινούργιος αυτοκινητόδρομος – για παράδειγμα. Διαδικασίες που προσδιορίζουν χάσματα, παντού και σε όλους, που πρέπει να κλείσουν. Αλλά δεν είναι οι όλοι, οι πολλοί, που θα αναλάβουν να χτίσουν τις γέφυρες. Ένας σύνθετος κόσμος για να λειτουργήσει θέλει την πίστη ότι ακούγεται η φωνή των πολλών, ότι καταγράφονται οι ανάγκες τους από ειδικούς με την εντολή να δράσουν, να χτίσουν ή να ενισχύσουν δομές με στόχο την κάλυψη των αναγκών. Μεγάλος κόσμος, μεγάλη η επιθυμία μας γι’ αυτόν. Για να είναι διαχειρίσιμα τα μεγέθη των δισεκατομμυρίων χρειάζονται ικανοί τεχνοκράτες και πολιτικοί που θα δίνουν εντολή σύμφωνα με τις ανάγκες των πολλών.
Έτσι πιστεύαμε.
Η εμπιστοσύνη έχει χαθεί. Ειρωνεία, σε εποχή που η επικοινωνία και η κινητικότητα θεωρούνται μεγάλες αξίες, να λείπει η εμπιστοσύνη.
Άμεση δημοκρατία. Ακούγεται όμορφο και ευγενές, σίγουρα λειτουργική στα σχολικά συμβούλια, εξαιρετική άσκηση για τους μαθητές. Αλλά αυτοδιαχείριση παραγωγής; Τι ακριβώς σημαίνει; Ντόπια πρώτη ύλη; Γιατί αν σημαίνει ότι θα φορέσουμε πέδιλα από ανακυκλωμένο ελαστικό αυτοκινήτου, οι περισσότεροι θα τα επιστρέψουν δίχως ν’ ανοίξουν το πακέτο.
Και τα δημοψηφίσματα όμορφα και ευγενή. Αλλά κάπου απλουστευτικά, κάπου βλέπουν στη Γη μια τέλεια σφαίρα, δίχως να διακρίνουν λεπτομέρειες, το πλήθος μπλεγμένων ατελειών που κάνει τη ζωή εξαιρετικά περίπλοκη. Το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος για τα μεγάλα και σπουδαία θα αδικήσει πολλούς, όσους δεν θα πιάσει η ανάλυση του ραντάρ του. Υπάρχουν περιπτώσεις που ένα ζήτημα μπορεί να τεθεί με σωστό τρόπο σε δημοψήφισμα, όταν είναι αρκετά εξειδικευμένο, όταν η στόχευση δεν θα φέρει αστοχία. Αλλά και σ’ αυτές τις περιπτώσεις αναγκαία η τεχνογνωσία, η σωστή ανάλυση του ζητούμενου, η κατανόηση δίχως παρερμηνεία από τους πολλούς. Ξανά λοιπόν το ζήτημα της χαμένης εμπιστοσύνης.
Πριν 25 περίπου χρόνια ο Christopher Lasch, μιλώντας για την αμερικανική κοινωνία, αναφέρθηκε στις ελίτ, στην αναδυόμενη νέα πλουτοκρατία που έκανε θρησκεία το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του καπιταλισμού με τη στήριξη τεχνοκρατών και μεγαλοστελεχών πολυεθνικών, μοντέλο που χαρακτηρίζει πλέον όλες τις δυτικές δημοκρατίες. Οι σχέσεις εμπιστοσύνης καταρρεύσαν όταν ο νέος ελιτισμός καπηλεύτηκε και αιχμαλώτισε τις διαδικασίες της δημοκρατίας προς ίδιο όφελος, όχι αντιμαχόμενος κοινωνικά κινήματα αλλά ιδιοποιούμενος τα αποτελέσματα του αγώνα, κλαδεύοντάς τα. Η αναγκαία τεχνογνωσία συνέργησε προς όφελος της ιδιοποίησης και οι ψηφοφόροι, κυρίως από τις μεσαίες τάξεις που διαμεσολαβούσαν στις διεκδικήσεις, είδαν την οικονομική ψαλίδα να διευρύνεται, το χάσμα να απλώνεται, ολοένα δυσκολότερο να καλυφθεί. Αδύνατον να στεριώσει στατικά κοινωνική γέφυρα τέτοιου μεγέθους. Η ελίτ βλέπουν με συγκατάβαση τη δυσαρέσκεια, πατρονάροντας, έχοντας αναπτύξει «υπερευαισθησία» που με ευκολία βάζει ταμπέλα δημαγωγού και λαϊκιστή σε όποιον εκφράζει δυσφορία. Πόσοι δημοκρατικοί στις ΗΠΑ μιλούν με σνομπισμό για τους φτωχούς λευκούς αναφερόμενοι σε αυτούς ως white trash, αρνούμενοι κάθε ταξικό προσδιορισμό ενώ εξακολουθούν συμπονούν όλους τους αφροαμερικανούς ως θύματα, ανεξαρτήτως οικονομικής ταυτότητας;
Η εμπιστοσύνη στον τρόπο λειτουργίας των θεσμών ανύπαρκτη. Η απροθυμία, η άρνηση, η απόρριψη απλώθηκαν επιδημία. Και είναι αρρώστια.
Διέκρινα τις ουτοπικές προσδοκίες. Παρά το Χαλκ μου, δεν θόλωσε η κρίση μου, ήξερα πόσο ψηλά θα έβαζα τον πήχη. Ανέλπιδος, αλλά δίχως θυμό και αυταπάτη το 2015, με παρηγοριά τουλάχιστον ότι η αντίδραση της πατρίδας μου δεν ακολούθησε ακροδεξιά πυξίδα. Δεν μετάνιωσα τη ψήφο μου, σε πείσμα της συμφωνίας για συγκυβέρνηση με γελοίους, σε πείσμα της απόφασης για δημοψήφισμα που θεώρησα καταστροφική.
Και τώρα καθώς ο θυμός εξακολουθεί να εξωθεί τα πράγματα σε αέναη αιώρηση, σε ταλάντωση απογοήτευσης – μπρος πίσω, αυτό που με λυπεί περισσότερο είναι ότι πολλοί της γενιάς μου, ενώ στέκονται αξιοπρεπώς έξω από το άρρωστο κλίμα, αντιδρούν με σαρκασμό και ειρωνεία. Κι αυτό είναι το μόνο κουράγιο τους. Αν το χιούμορ λυτρώνει, αν με αυτό ξεκολλάς προς τα μπρος, ο σαρκασμός είναι καύκαλο, ένας άκαμπτος εαυτός, μουδιασμένος.
Αυτό που ζητώ είναι λίγος αέρας, ελπίδα για εμπιστοσύνη που θα ξαναθεμελιώσει γέφυρες. Το καύκαλο θα σε προστατεύει από την κατάρρευση, από τη μετάλλαξη του νεοφιλελευθερισμό σε νεοφασιμό. Αλλά σα βγεις, αλήθεια που μετά θα ζήσεις;
Τους πολωμένους με το θυμό τους έχω ξεγραμμένους. Στενοχωριέμαι για τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου που τα μαραζώνει ο σαρκασμός. Όταν είναι η ώρα να πεινάσουν για εμπιστοσύνη.
Εμπιστοσύνη που θα στηρίξει όλα αυτά που ακόμα υπάρχουν και δεν χάθηκαν.