Είναι συνηθισμένο για ευκατάστατους Αμερικανούς μεσοαστούς να περνούν τις διακοπές τους γυρνώντας με τροχόσπιτο. Κάποιοι όταν συνταξιοδοτηθούν αποφασίζουν να μείνουν μόνιμα στο τροχόσπιτο, ακολουθώντας από Νότο σε Βορρά και πάλι πίσω τις εποχές, περνώντας συχνά το χειμώνα τα νότια σύνορα της χώρας. Το όπου πέτρα και πατρίς μάλλον ακούγεται κακοτυχία στο αυτί του Έλληνα αλλά για τον Αμερικανό που έχει φετίχ την ιδέα της ελευθερίας, πρωτίστως σε ατομικό επίπεδο, δεν είναι δύσκολο να ακουστεί ως ευλογία. Όσο λιγότεροι οι δεσμοί, τόσο καλύτερα.
Σε άρθρο στο Atlantic με τίτλο “η Αμερική δίχως Θεό”, o Σέιντι Χαμίντ κάνει αναφορά στον Πορτογάλο πολιτικό Μπρούνο Μακάες ο οποίος ανέφερε ότι στην Αμερική βρίσκεται η μόνη από τις σύγχρονες κουλτούρες που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα ως εχθρό που πρέπει να ηττηθεί. Ο Χαμίντ σχολιάζει ότι αυτό μπορεί να είναι κάτι το αρνητικό αλλά, από την άλλη πλευρά, να αποτελεί εφαλτήριο προς την ανανέωση και τη δημιουργικότητα. Το δεύτερο γίνεται φανερό στο βιβλίο της Τζέσικα Μπρούντερ “Nomadland” και στον τρόπο με τον οποίο κάποιοι από τους χαρακτήρες που περιγράφει ανταποκρίθηκαν στο χτύπημα της οικονομική κρίσης. Ανανέωση, δημιουργικότητα – με στήριγμα το μύθο καταλήγουν για αρκετούς σε προσωπικό θρίαμβο ανεξαρτησίας.
Η καταστροφή από τα ρίσκα του οικονομικού φιλελευθερισμού, ο καταποντισμός των συνταξιοδοτικών πακέτων και της αξίας της ακίνητης περιουσίας οδηγούν σοκαρισμένους μεσοαστούς, άφραγκους, με υποτυπώδεις συντάξεις και υπέρογκα χρέη, σε συνεχή αναζήτηση προσωρινής απασχόλησης. Πολλές οι αληθινές προσωπικές ιστορίες στο ψηφιδωτό του βιβλίου. Επιβίωση σε εποχιακά πόστα κάτω από σκληρές συνθήκες, ιδιαίτερα για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας. Σε αχανή κέντρα διακίνησης της Amazon, σε λασπωμένους χώρους επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων, σε συνεργεία καθαρισμού κατασκηνώσεων. Από τετράμηνο σε τετράμηνο, απασχόληση σε κύκλο ή με πυξίδα τις φήμες για το πού βρίσκεται το αξιοπρεπές μεροκάματο των επόμενων μηνών. Επιβίωση από νύχτα σε νύχτα, ξεγελώντας σεκιουριτάδες και αστυνομία σε πάρκινγκ πολυκαταστημάτων που λειτουργούν 24/7, για το ελάχιστο ασφάλειας και υγιεινής.
Το ενδιαφέρον βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο κάποιοι από τους αληθινούς ήρωες της Μπρούντερ ντύνουν με μύθο την προσωπική τους ιστορία και την αναγεννούν σε θρίαμβο προσωπικής ανεξαρτησίας. Vandwellers ο αυτοπροσδιορισμός που προβάλλουν με περηφάνια πολλοί από τους σύγχρονους Αμερικανούς νομάδες. Η μαζική διατήρηση του μύθου τους, της αναγέννησης στην ελευθερία, πραγματοποιείται μέσω ετησίων μαζώξεων των Vandwellers, όπως αυτή στο Quartzsite στη μέση του πουθενά της δυτικής Αριζόνας.
Ελευθερία η οποία συχνά συνδυάζεται με αυτό το τόσο αμερικανικό spiritual quest. Το αφήνω στα εγγλέζικα καθώς η “πνευματικότητα” αποτελεί εκ γενετής κατάκτηση της ελληνικής μας ταυτότητας, έτσι μας μαθαίνουν τουλάχιστον από παιδιά, ακόμα και του πλέον άθεου ή εθνομηδενιστή Έλληνα – όσο κι αν τη σνομπάρει. Η έλλειψή της, ή μάλλον η πεποίθηση για την έλλειψή της και στη συνέχεια η αναζήτησή της, συνιστά αιτία νεύρωσης ολοένα και περισσότερων Αμερικανών.
Ο μύθος όμως έχει τα όριά του, την αποκλειστικότητα χρήσης, την κόκκινη γραμμή. Η Μπρούντερ επισημαίνει ότι οι πλειοψηφία των Vandwellers είναι βεβαίως λευκοί και σχολιάζει το αυτονόητο. Σε χρόνια που άοπλοι Αφροαμερικανοί πυροβολούνται από την αστυνομία κατά τη διάρκεια απλού ελέγχου των οχημάτων τους, το να ζεις στο όχημά σου είναι εξαιρετικά διακινδυνευμένο για όποιον πιστεύει ότι μπορεί να γίνει θύμα προκαταλήψεων για προδιαγεγραμμένες συμπεριφορές βασισμένες στη φυλετική ταυτότητα – racial profiling. Παρόλα αυτά ο μύθος βαστά γερά καθώς έχει αποτυπωθεί στην κοσμοαντίληψη των περισσοτέρων Αμερικανών – η πραγματικότητα πρέπει να ηττηθεί.
Έβλεπα τις προάλλες μια ταινία βρετανικής παραγωγής. Ψυχικό νόσημα, δυσπραγία, λούμπεν κατάσταση. Η απόλυτη ειλικρίνειά της, ο κυνισμός της, έκανε την παρακολούθηση ασφυχτική και αβάσταχτη.
Στον αντίποδα ο κινηματογράφος του ανοιχτού ορίζοντα, του μύθου και του Όσκαρ, του ηττημένου πραγματικού.