Ας βάλουμε κάτω τις πολώσεις μας να μετρηθούν: ήταν η πόλωση των πρώτων εκλογών του 15 περισσότερο ουσιαστικά πολιτική και είναι αυτή των πρώτων εκλογών του 19 λιγότερο πολιτική, πιο απολίτικη, ή εν πάση περιπτώσει άλλου τύπου πια; Κι αν ναι, τι τύπου; Σίγουρα κανείς πια δεν παίζει με τα χρώματα της ριζοσπαστικότητας (κανείς από τους δύο βασικούς πόλους δηλαδή, αφού οι κατά δήλωσή τους ριζοσπάστες παίζουν στο περιθώριο). Αν οι πρώτες εκλογές του 15 διεξήχθησαν με την πόλωση να αφορά το μνημόνιο, αν στις δεύτερες εκλογές του 15 ήταν όλοι μουδιασμένοι, όλοι ακόμη από την επήρεια του σοκ, όλοι προσπαθούσαν να ξαναβρούν τα βήματά τους στη σκιά του δημοψηφίσματος του Ιουλίου και της συνθηκολόγησης μια εβδομάδα μετά, τι μεσολάβησε από τον Σεπτέμβρη του 15 ως σήμερα για να δικαιολογεί την τόση πόλωση;
Ίσως συνέβη το εξής: όταν κατακάθησαν ηττημένοι όλοι οι μαξιμαλισμοί και διαψευσμένες όλες οι καταστροφολογίες, άρχισε να διαφαίνεται ότι πολιτικές διαφορές μπορούν να υπάρχουν και μετά το τέλος της ριζοσπαστικότητας, πολιτικές διαφορές μπορούν να υπάρχουν ακόμη και μεταξύ κομμάτων που εφάρμοσαν μνημόνια. Ρίζες δεν θα σπάσουν, τα μούτρα μας σπάσαμε όταν πήγαμε να τις αγγίξουμε λίγο, άντε οριακά να σπάσουν μερικά αυγά για την ομελέτα, αλλά ακόμη και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα κόμματα, οι ιδεολογίες, ο τρόπος άσκησης της πολιτικής καθώς και μερικές κατευθυντήριες προγραμματικές αποφάσεις βάσει κάποιων αδρών έστω ιδεολογικών γραμμών, παραμένουν διαφορετικά.
Είναι όμως η σημερινή πόλωση απότοκος των υπαρκτών αυτών διαφορών μεταξύ κομμάτων που εφάρμοσαν μνημόνια; Είναι απομεινάρι της πόλωσης του άξονα μνημόνιο – αντιμνημόνιο του 2010-15; Είναι κάτι μικτό; Γιατί παραμένουμε τόσο θυμωμένοι; Είναι γινάτι; Είναι τοξικότητα για την τοξικότητα; Είναι μια φούσκα κι ένας τρόπος να περνάς τον χρόνο σου από μια ηλικία και πάνω; Είναι φαινόμενο των σόσιαλ μίντια (μιας υποκατηγορίας τους έστω), είναι φαινόμενο της σοσιαλμιντιοποίησης της κομματικής κόντρας; Σίγουρα πάντως έχει ως σημαντικό συστατικό της τον ετεροκαθορισμό: τάσσομαι με τον ένα πόλο πολύ λιγότερο ως ναι στον ΣΥΡΙΖΑ και πολύ περισσότερο ως όχι στη Νέα Δημοκρατία – και τανάπαλιν. Στον δικό μου πόλο υπάρχουν πολλά με τα οποία δεν θέλω να ταυτιστώ, πολλά τα οποία μπορώ να του καταλογίσω, πολλά τα οποία δεν θέλω να επιβραβεύσω, αλλά να που υπάρχει κι ο απέναντι πόλος: πόσο με απωθεί, πόσο με θυμώνει, πόσο με τρομάζει η προοπτική του, πόσο με απειλεί η ρητορεία του κι η πρακτική του.
Μα είναι τόσο καινοφανή φαινόμενα αυτά; Προφανώς και όχι. Ένα μέρος του λαού πάντα καλούνταν να μην ξεχάσει τι σημαίνει Δεξιά, ένα άλλο μέρος του λαού πάντα κατά βάθος καλούνταν να διαφυλάξει την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια από τον κίνδυνο των «κομμουνιστών». Το δεύτερο αυτό μέρος του λαού αντιλαμβάνεται ως ιδεολογικό του σπίτι πάντως μια ατζέντα που έχει να κάνει με τα εθνικά θέματα, την ασφάλεια, την ανομία, τις πάσης φύσεως φοβικότητες και στο πεδίο της οικονομίας άντε να τάσσεται γενικά και αόριστα υπέρ της «ελεύθερης αγοράς». Εκείνο που δείχνει να μην εννοεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν σχεδιάστηκε προκειμένου να κερδίσει τις καρδιές των ανθρώπων, άρα και την προτίμηση των ψηφοφόρων. Ο νεοφιλελευθερισμός όταν δηλώνεται ευθαρσώς ως πολιτικό πρόγραμμα θα έχει ποσοστά Δράσης. Εκείνο που δείχνει να μην εννοεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν εφαρμόζεται με μοχλό τη δημοκρατία, αλλά με μοχλό τις «αγορές». Με μοχλό την «πραγματικότητα». Άσε τις νέες συλλογικές συμβάσεις να επιτρέπουν επταήμερη εργασία, Κυριάκο. Μην το διαφημίζεις κιόλας. Μην το τραγουδάς. Μην λες τι ωραία ιδέα. Μην λες τι ωραία ιδέα είναι τα δημόσια νοσοκομεία να μην είναι και τόσο δημόσια πια. Δεν φαίνονται ωραίες ιδέες «στους πολλούς», που λέει κι ο αντίπαλός σου.
Γιατί αν το πάρουμε και αντίστροφα, ωραίες ιδέες, οι οποίες μάλιστα άρεσαν και στους πολλούς, είχαν κι άλλοι. Κανείς δεν μπορεί να στερήσει ποτέ από τον Γιάνη Βαρουφάκη τη λαμπρότητα των ωραίων ιδεών του. Κι η κινηματογραφική οθόνη είναι κατά κάποιον τρόπο δικαιωματικά ο φυσικός χώρος ανάδειξης αυτών των ιδεών, είναι κατά κάποιον τρόπον ο χώρος που ο καρπός τους μπορεί να ανθίσει και να μεταλαδαμπευτεί. Ο Γιάνης Βαρουφάκης από την αρχή της υπουργικής του θητείας, ή μάλλον πριν καν αυτή ξεκινήσει, φερόταν ως κινηματογραφικός ήρωας. Ταινία με πρωταγωνιστή τον Ευκλείδη Τσακαλώτο δεν θα κάνει ποτέ κανείς. Θέση στο σινεμά θα αξιωθεί μέσω του Γιάνη, μέσω της ταινίας για τον Γιάνη. Ίσως και ο χαρακτήρας του εκεί να σκιαγραφηθεί με γκρίζα χρώματα, ίσως στο σινεμά να είναι ένας απ’ αυτούς που λάκισαν, ένας απ’ αυτούς που δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να σπάσουν ρίζες.
Ήθελε όντως να πάει σινεμά ο ελληνικός λαός το 2015; Μα απ’ τον Γενάρη ως τον Ιούλιο πήγε. Κι αυτούς τους μήνες εκτός από σινεμά πήγε και πολιτικά κάπου. Πήγε, αυτό δεν μπορεί να του το αρνηθεί κανείς. Σίγουρα δεν μπορεί να του το αρνηθεί όταν ψήφισε όπως ψήφισε στο δημοψήφισμα. Μακάρι να ήταν η ζωή σινεμά, να τελείωνε η ταινία εκεί. Η ζωή συνεχίστηκε. Ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ επανεξελέγη, οι αδούλωτοι αντιμνημονιακοί έφυγαν απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ και πέρασαν στο χρονοντούλαπο, ο Γιάνης έγινε ταινία, ο Ευκλείδης έμεινε κι έκανε όλη τη δουλειά, πολιτικές διαφορές εξακολουθούν να υπάρχουν έστω και μέσα στα μνημόνια, στα μνημόνια που προς το παρόν ψιλοτέλειωσαν, σε αυτές τις ευρωεκλογές κανείς δεν μιλάει για την Ευρωζώνη, σε αυτές τις ευρωεκλογές που είμαστε πολωμένοι ενόψει των εθνικών, γιατί ακόμη κι αν δεν είμαστε πάρα πολύ με τον ΣΥΡΙΖΑ είμαστε πάρα πολύ εναντίον της Νέας Δημοκρατίας, γιατί ακόμη κι αν δεν είμαστε πάρα πολύ με τη Νέα Δημοκρατία είμαστε πάρα πολύ εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ.