H σήμερον ως αύριον και ως χθές
14-11-2020

Αδύνατον να λησμονήσω την απαρχή της πανδημίας, που προσωπικά βίωσα με ένα παροδικό αίσθημα ασφυξίας. Πρώτα καπελώθηκα από τους ιατροφιλοσόφους του περασμένου χειμώνα, όταν συμπεριφέρονταν καθησυχαστικά, αλλά και ηττοπαθώς. Ακόμη και τον Τσιόδρα θυμάμαι, που δεν του κάθονταν καλά το ενδεχόμενο να φορά μάσκες ο τοπικός πληθυσμός. Οι πρώτες μέρες έμοιαζαν επικές, με εκδρομείς των Αγίων Τόπων να κολλάνε το ιό και να εκστρατεύουν στην Πελοπόννησο να την πατήσουν, ενώ οι μισοί αρμόδιοι ήταν αδύνατον να αντιληφθούν το βάρος που έπεφτε στους ώμους τους.

Για πολύν κόσμο της εξουσίας, η πανδημία ήταν επαχθής, γι αυτό και τους βόλευε ο μύθος πως ο covid υστερούσε στις ζέστες, επειδή το ηθικό κουμάντο ήταν στην επικυριαρχία της Τουριστικής Πανδημίας, ενός αυτοάνοσου που η Ελλάς υπέθαλπε μισόν αιώνα.

Τώρα, η δυάλα δεν κρύβεται. Κόγκολος έμεινα όταν ο πρωθυπουργός στη Βουλή έκανε λογαριασμό πόσο έχασε η χώρα, ενώ είχε αρκετά δις μπαγιόκο εάν όλα πήγαιναν καλά. Υπό αυτό το πνεύμα γινόταν οι λογαριασμοί: με 30 εκατομμύρια τουρίζμο θα βγάζαμε μια καθαρή εικοσάρα – λεφτά που είναι έγκλημα να χαθούν. Μόνο τα μπικικίνια είχαν στο μυαλό.

Από την αίσθηση του σαράφη και του λογιστή, δεν αποκολλήθηκε κανένας πολιτικός, όπως υπό γρανιτένια πυραμίδα ασκούσε ο Μητσοτάκης το δικαίωμα να έχει το πιο πρόσφατο διάγγελμα σε όλα. Και το μόνο που μπορώ να ψελλίσω είναι πως η κούνια που τον κούναγε δεν υπάρχει από καιρό.