Στο μυαλό μου η περίπτωση Μορικόνε αποδείκνυε πάντα τρία πράγματα:
1) Ότι (όπως συνέβη πχ και με την περίπτωση Θάνου Μικρούτσικου) μπορεί ένα έργο να κατοικεί στις πιο ψηλές κορυφές ας πούμε και ταυτόχρονα να έχει όχι απλά μαζική απήχηση, αλλά να είναι φαινόμενο μαζικής απήχησης και ταυτόχρονα μέρος της προσωπικής ταυτότητας του καθενός μας.
2) Ότι μπορείς να φτιάχνεις αριστουργήματα χωρίς να φοβάσαι να παίξεις, να γελάσεις, να γεμίσεις αυτό που φτιάχνεις με παραβάσεις από τους κανόνες, παρεκκλίσεις από τις νόρμες, βγάλσιμο της γλώσσας στην σοβαροφάνεια, ότι μπορείς να αντλείς έμπνευση από κάθε ήχο, ότι η μεγάλη τέχνη μπορεί να έχει και ως πρώτη ύλη την ευφορία μαζί με το δέος, ότι η ευφορία μπορεί να φτάνει σε επίπεδα δέους.
3) Ότι μερικές φορές η σπουδαία κινηματογραφική μουσική δεν είναι απλά μέρος της ταινίας που ντύνει, παίρνει την ταινία που ντύνει και την εκτοξεύει κάπου πολύ πολύ πιο πέρα από την εικόνα, τον λόγο, την ιστορία, όντας ταυτόχρονα εικόνα, λόγος, ιστορία, όλα κι άλλα τόσα.
H περίπτωση Μορικόνε
06-07-2020