Το FaceApp υπήρξε η αφορμή για να εξεταστούν διεξοδικά, ξανά, πολλά από τα ζητήματα της παραχώρησης προσωπικών δεδομένων. Αλλά η υστερία με την εφαρμογή έφερε στην επιφάνεια και άλλα εξίσου ενδιαφέροντα θέματα. Όπως αυτή την εμμονή νέων και μεσηλίκων με το γήρας. Γιατί, πραγματικά, να θες να δεις και να ποστάρεις μια φωτογραφία που σε αναπαριστά 30 χρόνια μεγαλύτερο; Πέρα από την απλή περιέργεια υπάρχει και κάτι άλλο. Όλοι το έχουμε παρατηρήσει αυτό. Η τριαντάχρονη που γέρασε, ο μετά βίας σαραντάχρονος που τώρα έγινε σοφός αλλά η ζωή, δυστυχώς, γλίστρησε μέσα από τα χέρια του επειδή φόρεσε γυαλιά πρεσβυωπίας. Το ψευδό-μοιρολόι γι’ αυτό το ψευδό-γήρας δεν είναι νέο φαινόμενο. Υπήρχε και στα προδιαδικτυακά χρόνια αλλά παρέμενε σε αυστηρούς οικογενειακούς ή άντε φιλικούς κύκλους. Και είναι ψευδό-γήρας γιατί μόνο όταν είναι ψεύτικο διατυμπανίζεται και διαλαλείται απλόχερα. Όπου ακούς «με πήραν τα χρόνια» και «γεράσαμε», ο χορός καλά κρατεί. Ο “γέρος” ή η “γριά” έχουν μεν μεγαλώσει αλλά αισθάνονται και είναι ακόμη ακμαιότατοι. Πώς το γνωρίζω; Πάμε πάλι: μόνο όταν νιώθεις δυνατός δέχεσαι να θίγεις επανειλημμένα την ηλικία σου και μάλιστα επισημαίνοντας τα αρνητικά της. Είδατε εσείς κάποιον εξηντάχρονο ή εβδομηντάχρονο να ποστάρει φωτογραφία από το FaceApp; Και βέβαια δεν είναι μόνο η ηλικία που χαίρει τέτοιας αντιμετώπισης. Η μανιέρα αυτή, το ψευδό-μοιρολόι, διαχέεται και σε άλλες εκφάνσεις της ζωής μας. Όπως σε σχέση με την οικονομική κατάσταση κάποιου. Μόνο όποιος δεν έχει πρόβλημα διαβίωσης, μυξοκλαίγεται ότι δεν του φτάνουν τα λεφτά να πληρώσει το ρεύμα, το αέριο, ή διαλαλεί ότι τη βγάζει με ψωμί κι ελιά γιατί έχει στον τραπεζικό του λογαριασμό 14 ευρώ. Δεν διατείνομαι ότι αυτά δεν συμβαίνουν. Διατείνομαι ότι όταν συμβαίνουν, σπανίως τα ακούμε. Γιατί ο φτωχός δεν έχει χρόνο για μοιρολόι γιατί είναι φτωχός, ρε άνθρωπε. Γιατί περισσότερο τον καίει να βγάλει το μεροκάματο από το να μυξοκλαίγεται για τη δεινότητα της θέσης του. Γιατί κανένας δεν αναφέρει διαδικτυακά ή δια ζώσης τη δεινότητα της θέσης του, εκτός κι αν το λέει η περδικούλα του, κάτι που επαληθεύεται όταν θα δεις, για παράδειγμα, τον φτωχό να ποστάρει άστεγος ή τον καρκινοπαθή να πεθαίνει στον “αέρα”. Αλλά αυτές είναι εξαιρέσεις. Τα σχόλια των περισσοτέρων για τη φτώχεια τους καταλήγουν να πληκτρολογούνται από ξαπλώστρες θερέτρων ανάμεσα στις βουτιές σε γαλαζοπράσινα νερά και στις γουλιές παγωμένης Corona από κουβαδάκι σαμπανιέρα. Έτσι είναι: όταν η ζωή σού δίνει λεμόνια, πίνεις Corona. Με τον ίδιο τρόπο, η γκρίνια και τα χωρατά των περισσότερων με τα γηρατειά καταλήγουν σε φωτογραφίες από τη συμμετοχή τού “υπερήλικα” στον τελευταίο μαραθώνιο.
Η μανιέρα αυτή όμως, πέρα από τη χαριτωμενιά της, έχει και πιο ενδιαφέρουσες προεκτάσεις. Η εμμονή με τη γήρας ή τη φτώχεια δεν κρύβει από πίσω της μόνο μια απλή υπερβολή ή αυτόν τον διακαή πόθο αναζήτησης προσοχής που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «attention whoring». Η εμμονή αυτή συνιστά ένδειξη ύπαρξης και ενός υποστρώματος βαθύτερων ανησυχιών. Ο νεόγερος βρίσκεται στο στάδιο που αρχίζει και καταλαβαίνει ότι μεγαλώνει, γιατί ναι μεν λέμε και από μια άποψη είναι αλήθεια ότι «πεθαίνουμε από την ημέρα που γεννιόμαστε», αλλά πρακτικά, οι περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι όντως μεγαλώνουν κάπου στην τέταρτη δεκαετία της ζωής τους. Και επειδή στα τριάντα-κάτι, ακόμη έχεις τις δυνάμεις σου, αλλά αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι δεν θα τις έχεις για πάντα, επιδίδεσαι σε ένα ξέφρενο σερί μηρυκασμού και συχνά διακωμώδησης της πραγματικότητας που δύναται να λειτουργεί και ως ένα άτυπο ξόρκι ή ως ένα φυσικό ηρεμιστικό, μια βαλβίδα ανακούφισης τόσο απέναντι στην απτή καθημερινότητα της γήρανσης όσο και προς το επερχόμενο σκοτάδι. Σκοτάδι φυσικά που κανένας νεόγερος δεν αντιλαμβάνεται στις αληθινές του διαστάσεις. Αν ρωτήσετε γνήσιους ηλικιωμένους, που ακόμη έχουν σώας τας φρένας και την όρεξη να επικοινωνούν, για το πώς είναι να είσαι στα χρόνια τους, θα σας χαμογελάσουν με νόημα και θα αλλάξουν τη συζήτηση. Όχι γιατί σας αγνοούν ή θα ήθελαν να σας χλευάσουν και για λόγους ευγένειας δεν το κάνουν, αλλά γιατί (θα έπρεπε να) γνωρίζουν ότι η ζωή αυτή συνεχίζεται και παραμένει βιώσιμη επειδή κανένας, κατά βάθος, δεν ακούει κανέναν: κανένας δεν μπορεί να συμβουλέψει κανέναν για τίποτα. Γιατί οι συμβουλές που δίνονται αφειδώς είναι σχεδόν πάντα μόνο για το θεαθήναι, σχεδόν πάντα μόνο για την ικανοποίηση τού εγώ τού πομπού τους.
Με την ίδια λογική, η εμμονή με τη φτώχεια αποκαλύπτει επίσης ένα υπόστρωμα βαθύτερων ανησυχιών. Ο νεόπτωχος, μπορεί να μην είναι άπορος και πένης αλλά απέχει παρασάγγας από τον εχέτη. Η γκρίνια αλλά και η σκωπτική διάθεση απέναντι στην οικονομική του κατάσταση λειτουργεί και πάλι καταπραϋντικά .
Υπάρχει ένα φαινόμενο, που οι ψυχολόγοι ονομάζουν «χρονικό ίλιγγο» (temporal vertigo). Φαινόμενο που έχει να κάνει με την αντίληψη και κυρίως διαχείριση από μέρους μας όλων των ηλικιών που έχουμε ζήσει και όλων των “εαυτών” που έχουμε υπάρξει στο παρελθόν. Ο χρονικός αυτός ίλιγγος φαίνεται ξεκάθαρα σε αυτή την πλευρά του εαυτού μας που ανθίσταται στις πραγματικότητες του σώματος. Αυτή την πλευρά που διατυπώνει διαρκώς αυτή την αίσθηση που συνοψίζεται στο γνωστό μάντρα (mantra) «δεν νιώθω γέρος» καθώς όλο και γηραιότερες εκφάνσεις του εαυτού μας εμφανίζονται στο προσκήνιο. Είναι ο χρονικός ίλιγγος που κατά βάθος μας επιτρέπει να παριστάνουμε τους γέρους ενώ δεν είμαστε (καθώς αρχίζουμε να ψιλλιαζόμαστε ότι κάτι δεν πάει και τόσο καλά). Απλώς η αίσθηση, μέσα μας, σε νεαρότερες ηλικίες ακούγεται κάπως σαν «δεν νιώθω μεγάλος». Και είναι αυτή ακριβώς η αίσθηση που έσπρωξε εκατομμύρια ανθρώπους στη χρήση της εφαρμογής που δίνει τη δυνατότητα να κοιτάξει κάποιος 30 ή 40 χρόνια στο μέλλον σε έναν ακόμη υπό προετοιμασία εαυτό. Όποιος έχει 30 ή 40 χρόνια, ακόμη και θεωρητικά, έκανε χρήση της εφαρμογής. Οι υπόλοιποι γνωρίζουν.