Με τη φωτογραφία άρχισα να ασχολούμαι συστηματικά από τα είκοσι έξι. Ξεκίνησα με φιλμ, γρήγορα το γύρισα στη διαφάνεια. Το σλάιντ ήταν φθηνότερο, μπορούσε επίσης ν’ αρχειοθετηθεί ευκολότερα. Αυτό εννοώ λέγοντας συστηματική ενασχόληση με τη φωτογραφία –την αρχειοθέτηση. Δεν ξεκίνησα με καλλιτεχνική αξίωση από τον εαυτό μου, ούτε καν με μια ελάχιστη ελπίδα για κάτι τέτοιο. Άλλο ζητούσα. Ένα τρόπο να καταγράφω συστηματικά τη ζωή μου, τις στιγμές της στις οποίες έδενα τις μέρες της, τα χρόνια. Αρχειοθετούσα με χρονική σειρά, σημείωνα στο πλαίσιο ημερομηνία και αύξοντα αριθμό, έγραφα μια μικρή περιγραφή και τον προσανατολισμό. Είμαι σίγουρος ότι αν είχα στη διάθεσή μου τότε GPS θα σημείωνα και συντεταγμένες. Στη συνέχεια, με τη ψηφιακή φωτογραφία, έγινε οικονομικότερη η ενασχόλησή μου, αποτελεσματικότερη η αρχειοθέτηση και η αναζήτηση (αν και ο μεγάλος αριθμός φωτογραφιών δεν επιτρέπει δυστυχώς μια λεπτομερή περιγραφή κάθε φωτογραφίας).
Το σημαντικό για μένα ήταν οι μέρες, η μέτρηση και η αποτύπωσή τους.
Κοιτάζω το μέλλον, εκεί θα ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου. Ασχημάτιστο και άοσμο. Κοιτάζω τις φωτογραφίες, το παρελθόν, εκεί που θα εξακολουθώ να ζυγίζω στο μέλλον τη ζωή μου.
Τίποτα δεν ήρθε όπως όπως το είχα σχεδιάσει, πολλά τα μικρά γλιστρήματα και κάποιες λίγες μεγάλες ανατροπές. Η στατιστική και η πιθανότητες έδρασαν και το ρέμα μας τραβά αλλού από εκεί που γράψαμε τότε που με το μολύβι, το χάρακα και τη ξύστρα χαράξαμε πορεία.
Αλλά τί ακριβώς είχα σχεδιάσει, ποιο ήταν το μεγάλο πλάνο, υπήρχε κάτι ξεκάθαρο, ορισμένο από ευδιάκριτες, παχιές και στέρεες γραμμές; Ήταν κάτι τέτοιο αυτό που πρόβαλε το μυαλό μου για το μέλλον ή ένα ευχολόγιο, ένα κουβάρι επιθυμιών, συχνά αντικρουόμενες, τις οποίες έδενα τη μία με την άλλη, στις μέρες και στα χρόνια;
Από μικρός ξυπνούσα νωρίς. Πρέπει να ήμουν επτά χρονών όταν καλοκαιριάτικα με είχε δει, με το χάραμα, μια αγρότισσα έξω στα χωράφια να περιπλανιέμαι. Είχα γλιστρήσει έξω από το σπίτι την ώρα που όλοι ήταν ακόμα στον ύπνο. Πήγα καρφωτός στη μάνα μου κι αυτή καχύποπτη με ρώτησε τί έκανα εκεί έξω μόνος. Ήταν ειλικρινής απάντησή μου -για να δω τον ήλιο να βγαίνει από το βουνό- αλλά δεν έπεισα τη δυσπιστία της. Και κλείνοντας τα 40, τη μέρα των γενεθλίων μου που έπεφτε Κυριακή, ξύπνησα ξημέρωμα, βγήκα από το διαμέρισμα στο Παγκράτι δίχως να το καταλάβει ο σύντροφός μου και πήρα με το αυτοκίνητο κάτω τη Βουλιαγμένης για να φτάσω σε ένα από τα λιμανάκια, έριξα βουτιά, αυτό, και γύρισα αμέσως μετά σπίτι. Αφού ξέπλυνα την αρμύρα, τον ξύπνησα θυμίζοντας ότι ήταν τα γενέθλιά μου και ότι ήταν Κυριακή. Τον ρώτησα ποιο ήταν το πλάνο.
Υπάρχει, λένε, μια καμπύλη της ευτυχίας η οποία δείχνει το πόσο ικανοποιημένος είναι κάποιος από τη ζωή του με το πέρασμα των χρόνων. Η καμπύλη είναι παραβολική, μοιάζει με U, αρχίζει να φθίνει πριν πιάσουμε τα τριάντα και πιάνει τον πάτο πριν κλείσουμε την τέταρτη δεκαετία μας. Μετά επιστρέφουμε στο να νιώθουμε ευτυχισμένοι, μέχρι τα γεράματα, μέχρι τα 80, παρά τις ματαιώσεις που εισπράξαμε οι περισσότεροι από μας. Όλα αυτά βέβαια υπό τον όρο ότι δεν έχουμε βιώσει κάτι ανατρεπτικό -πόλεμο, αρρώστια, επώδυνη φτώχια, καταστροφή, μεγάλο και σκληρό θανατικό. Η έρευνα έδειξε με παραλλαγές παρόμοια αποτελέσματα σε ογδόντα χώρες: θλίψη αφού ενηλικιωθούμε και η αίσθηση ότι τα πράγματα καλυτερεύουν αφού περάσουμε τα πενήντα.
Πιθανόν, δεν έχω λόγο να το αμφισβητήσω. Ίσως όμως να υπάρχει τρόπος ν’ αποφύγει κάποιος την καρπαζιά στο κεφάλι, την πατητή που θα τον στείλει στο βυθό της θλίψης μετά τα σαράντα. Εφόσον υπάρχει τύχη, υγεία και οικονομική άνεση, ίσως το κλειδί κρύβεται στο να μην είμαστε φιλόδοξοι και, ταυτόχρονα, να μην είμαστε τεμπέληδες. Να το εκφράσω αντίστροφα: να υπάρχει ένα δίπολο φιλοδοξίας και τεμπελιάς που ο ένας πόλος να είναι ο διακόπτης ασφαλείας του άλλου. Να αγαπάμε αυτό που έχουμε και να ‘χουμε τη δύναμη ώστε τα πόδια μας να μας σηκώνουν, να μας πηγαίνουν με νεύρο σε όσα οφείλουμε στη μέρα, στις μέρες, δίχως γκρίνια. Και να χρωστάμε σε πολλά, πολλές οι καβάτζες, μέσα σε αυτές να χρωστάμε και στον εαυτό μας. Και ο κόσμος να είναι έξω από το παράθυρό μας, όμορφος μέσα στην ατέλειά του και τη στενοχώρια μας, ομορφότερος μέσα στην αδικία του και την οργή μας. Και να χρωστούμε κάτι και σε αυτόν.
Βγάζω τα ντοσιέ με τις διαφάνειες, ανοίγω αρχεία στον υπολογιστή. Ό,τι έχει συμβεί, ακόμα και το τυχαίο, έχει αποκρυσταλλωθεί σε μια μοναδική πραγματικότητα, δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, κι εκεί κρυμμένη μια ισορροπία που θα την αποκαλύψει το πλήρωμα των ημερών. Μέρη από τα οποία περάσαμε και ζήσαμε, άνθρωποι που χάσαμε, που μας άφησαν ή που αφήσαμε, οριστικά. Ο πόνος της αναχώρησης και της απώλειας με το χρόνο δένει, οι ψηφίδες των ημερών συμπληρώνουν την αρμονία ενός ψηφιδωτού παρά την διαφορά του με τα αρχικά πλάνα.
Νιώθω τυχερός. Δεν βλέπω τις μέρες ως πληθώρα αναμμένων κεριών μπροστά μου, αυτή τη σειρά από χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Διπλή η ευτυχία μου, ατενίζοντας πίσω δεν βλέπω μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων, μια σκοτεινή γραμμή που φθίνει. Βλέπω μια γραμμή από δέντρα που μακραίνει, καθένα του κάποτε ένα μικρό βλαστάρι που το ‘θρεψαν και το μεγάλωσαν οι μέρες, οι ρίζες τους βάθυναν κι ενώθηκαν, άρπαξαν και μπλέχτηκαν με τη ζωή μου. Δέντρα που θα πεθάνουν από γεράματα, πιθανά σκληρά γεράματα, ο χρόνος δυσκολεύει καθώς λιγοστεύει. Ή θα πεθάνουν όρθια από χτύπημα απρόσμενης βίας.
Αλλά δέντρα. Όχι κεριά που τα λιώνει η θλίψη, ευτυχώς.
Οι μέρες σε σειρά και κάθε μέρα η μέρα της μαρμότας. Έστω. Αλλά την πορεία της ακολουθούν χίλιες σκέψεις που συγκλίνουν σε υπόγειους χειμάρρους, μέσα σε δαιδαλώδη λαγούμια, συμπαρασύροντας τους άλλους χίλιους και ανεκπλήρωτους εαυτούς μας σε θλίψη, σε χαρά και σε ό,τι άλλο ανάμεσα, κάτω από τα φαινομενικά δρώμενα, τα άκαμπτα, τα επιβαλλόμενα, τα επαναλαμβανόμενα.
Το κεφάλι πάντα πάνω από το νερό και την ορμή του -ναι!- να η ευχή μου, Bloomsday Κυριακή πάλι αυτήν την Κυριακή, και όσο κι αν παραμιλάμε τα ίδια για πολιτική και σεισμούς και το τέλος του κόσμου, άσε μας να χαρούμε λιγάκι πρώτα κι ο Θεός ας βοηθά τον κόσμο…