15 Χρόνια Facebook
02-02-2019

Ένα από τα πολλά που παρατηρώ στο φέισμπουκ είναι και ο αριθμός των ανθρώπων που διακόπτουν το τσιγάρο. Τι το διαφορετικό έχει αυτό σε σχέση με το παρελθόν; Ο αριθμός. Αυτό είναι το διαφορετικό. Μπορεί οι άνθρωποι που ακολουθούμε στα σόσιαλ μίντια να μην συνιστούν κάποιο προσεκτικά κατασκευασμένο τυχαίο δείγμα, έτσι ώστε να μπορεί να συνάγει κάποιος ασφαλή συμπεράσματα, αλλά είναι ένα δείγμα ανθρώπων που λίγο πολύ τείνουν να βρίσκονται κοντά στη δική σου ηλικιακή ομάδα, και, κυρίως, ένα δείγμα ανθρώπων, ικανό να διαλύσει τις όποιες ψευδοφαντασιώσεις μπορεί να έχει κάποιος σχετικά με τη μοναδικότητά του. Εξηγούμαι: δεν έχεις πετύχει εσύ κάποια μεγάλη νίκη επειδή κατάφερες να κόψεις το τσιγάρο. Πάρα πολλοί άλλοι συνομήλικοί σου και μη, το έχουν καταφέρει. Απλώς στο παρελθόν δεν είχες τη δυνατότητα να τους απαριθμήσεις έτσι εύκολα. Αλλά γιατί σκαλώνω σε κάτι τόσο τετριμμένο; Η ανακοίνωση διακοπής του τσιγάρου συνιστά ίσως μια ιδανική κατηγορία ανάρτησης που σε εισάγει σε μια πιο ρεαλιστική και αυθεντική χρήση του μέσου. Ας κοιτάξουμε λίγο πιο προσεκτικά το περιεχόμενο μιας τέτοιας ανάρτησης. (Δεν θα σταθώ στην τυπολογία της, υπάρχουν εξάλλου αμέτρητοι τρόποι να μιλήσει κανείς για κάτι, στέκομαι στο περιεχόμενο.) Η δήλωση «έκοψα το τσιγάρο» συνιστά εισαγωγή στην πραγματικότητα για πολλούς λόγους: 1) Μεγάλωσες τόσο που το τσιγάρο αποτελεί πια χειροπιαστή απειλή. Η πλήρης κατανόηση της απειλής είναι καίριας σημασίας. 2) Νιώθεις την ανάγκη να το ανακοινώσεις. 3) Η ανακοίνωση σου προσδίδει δύναμη γιατί διατυμπανίζεις ότι επιτέλους εκλογικεύτηκες. Άφησες πίσω ένα κομμάτι φαντασιώσεων για χάρη μιας πεζής πραγματικότητας. Οι τρεις αυτοί λόγοι σε εισάγουν ανώδυνα στην πραγματικότητα τόσο του μέσου όσο και της ίδιας σου της ζωής. Η απάντηση στο γιατί αναρτήσεις του είδους συγκεντρώνουν αυξημένο αριθμό λάικ θα πρέπει να αναζητηθεί και στα λημέρια αυτού του εναγκαλισμού με την αλήθεια και τη ζωή.

Το φέισμπουκ συμπληρώνει στις 4 Φεβρουαρίου 15 χρόνια ζωής. Η πρωτόλεια πλατφόρμα που ξεκίνησε στο Χάρβαρντ με σκοπό να βελτιώσει τα face books των πανεπιστημίων, που συγκέντρωναν φωτογραφίες και βιογραφικά στοιχεία για τους σπουδαστές τους, εξαπλώθηκε με καταιγιστικούς ρυθμούς, εμπλουτίστηκε με πολλά καλούδια, και έφτασε να κυριεύσει τον κόσμο. Ο ιδρυτής του έγινε ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο και η ζωή των χρηστών τής πλατφόρμας άλλαξε, κατά πάσα πιθανότητα, για πάντα. Πολλά άρθρα θα γραφτούν τις επόμενες ημέρες ανά τον κόσμο για να αποτυπώσουν αυτή την ξέφρενη πορεία. Άρθρα σαν κι αυτό, που επικεντρώνεται σε μερικά από τα πολύ ενδιαφέροντα θέματα σχετικά με τη χρήση της πλατφόρμας. Ο αρθρογράφος καταπιάνεται με το ποσοστό των χρηστών που λένε ψέμματα για τις ζωές τους, μιλάει για την περίφημη κατάρρευση του τείχους που στο παρελθόν διαχώριζε την ιδιωτική από τη δημόσια σφαίρα, και αναφέρεται και στη σχεδόν πλήρη απουσία απεμπλοκής μας από τον online κόσμο της κοινωνικής δικτύωσης. Δεν θα σας ζαλίσω με τα νούμερα: αριθμός χρηστών, ώρες χρήσης ανά ηλικιακή ομάδα, κέρδη. Όλα αυτά μπορείτε να τα βρείτε πανεύκολα, ακόμα και στο άρθρο που έχω επισυνάψει. Θα σας μεταφέρω επιγραμματικά μερικές πρωτοπρόσωπες παρατηρήσεις από τη χρήση της πλατφόρμας, που ως τέτοιες, δηλαδή πρωτοπρόσωπες, εξ ορισμού στερούνται όποιου κύρους θα μπορούσε να τις κάνει να αξιώσουν το μεγαλείο γενικεύσεων.

Νιώθω τώρα τελευταία ότι παρελαύνουν από το χρονολόγιό μου, όλο και περισσότερες αναγγελίες θανάτων. Αυτό έχει να κάνει τόσο με τις ηλικίες των “φίλων” που έχω, όσο και με μια αλλαγή που διακρίνω στον τρόπο χρήσης του μέσου. Το πρόβλημα δεν είναι ότι πέθαινε κόσμος πριν το φέισμπουκ, αυτό όλοι το ξέραμε και είχαμε, λίγο πολύ, συμβιβαστεί. Το μέγα πρόβλημα είναι ότι συνεχίζει να πεθαίνει κόσμος και με το φέισμπουκ. Πέρα όμως από την ειρωνεία, (ακόμη και) το φέισμπουκ έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται ως κάτι που μοιάζει περισσότερο με ημερολόγιο, παρά με αυτό που ήταν στα πρώτα και δεύτερα χρόνια του. Το φέισμπουκ, εικάζω, έχει αρχίσει να περιγράφει αληθινές ζωές. Και αυτό έχει συμβεί όχι γιατί κάπως, ένα πρωί, κάποιοι αποφάσισαν να ανοιχτούν. Έχει συμβεί γιατί πολλοί χρήστες πέρασαν από το στάδιο που πίστευαν ότι θα μπορούσαν να γίνουν διάσημοι ή τουλάχιστον “διάσημοι”, και τώρα, όσοι απέμειναν στην πλατφόρμα, ασπάζονται μια πιο ρεαλιστική – αυθεντική χρήση του μέσου. Πεποίθησή μου είναι ότι αν δεν ασπαστεί κάποιος τη ρεαλιστική-αυθεντική χρήση, νομοτελειακά θα φύγει από την πλατφόρμα προς άγραν άλλων μέσων. Αναλογιστείτε πόσες φορές ακούτε από κάποιον που απενεργοποιεί τον λογαριασμό του στο φέισμπουκ, τη φράση «θα κρατήσω το Τουίτερ και το Ίνσταγκραμ». Το φέισμπουκ, μέσα από αυτό το πρίσμα της στροφής προς την αυθεντικότητα, παρουσιάζει μια ιδιότυπη ταξικότητα: έχει κατ’ αρχήν απήχηση σε ανθρώπους που έχουν κάποια ζωή να παρουσιάσουν, δηλαδή ανθρώπους με κάποια οικονομική επιφάνεια που τους εξασφαλίζει τουλάχιστον πληθώρα εύκολων εικόνων (τοπία, πιάτα από λουκούλλεια και μη γεύματα, αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, σκάφη, ανεμόπτερα, κλπ) αλλά όχι απλά και μόνο ως εικόνες, αλλά και συνοδεία στοιχειωδών αφηγημάτων. Κάποιος που έχει την οικονομική δυνατότητα να ταξιδεύει αρκετές φορές τον χρόνο, ακόμη και για επαγγελματικούς λόγους (σκεφτείτε για παράδειγμα τη γοητεία ενός Γουίλι Λόμαν με φέισμπουκ), έχει πολύ υλικό προς επίδειξη. Από την άλλη πλευρά, το φέισμπουκ έχει επίσης απήχηση σε ανθρώπους που έχουν τη δυνατότητα να κατασκευάζουν περιεχόμενο. Ανθρώπους που ακόμα κι αν στερούνται την ευκολία τού να αποτυπώνουν τον κόσμο καθώς περνάει μπροστά από τα μάτια τους, μπορούν να κατασκευάζουν περιεχόμενο που προσομοιάζει αυτόν τον κόσμο. Έτσι κάπως τους προσφέρεται η δυνατότητα να “ανταγωνιστούν” την πρώτη κατηγορία. Υποστηρίζω ότι η διάκριση της πρώτης από τη δεύτερη κατηγορία, γίνεται, σε βάθος χρόνου, και από πλευράς αριθμού λάικ, δυσδιάκριτη. Ίσως τελικά, σε μια δεύτερη ανάγνωση, κάτι αποκαλύπτει αυτό για την ταξικότητα που προανέφερα: ότι πάντα ήταν έτσι, και ένα ρεαλιστικότερο φέισμπουκ θα τείνει να είναι καθρέφτης του παλιού κόσμου. Άνθρωποι με κλίσεις και ταλέντο πάντα πλαισίωναν ανθρώπους με οικονομική επιφάνεια που είχαν την κλίση και το ταλέντο να διακρίνουν την ήρα από το στάχυ. Το φέισμπουκ έχει προσφέρει τα μάλα στον εκδημοκρατισμό αυτής της συναναστροφής. Δεν απαιτείται πλέον να είσαι ένας μαικήνας αντάξιος των Μεδίκων, των Γκουγκενχάιμ, ή του Σταύρου Νιάρχου για να κάνεις “παρέα” με καλλιτέχνες και καλλιτεχνίζοντες, και, από την άλλη πλευρά, δεν απαιτείται να είσαι ο Νόελ Κάουαρντ, ο Σόμερσετ Μωμ, ή ο Τρούμαν Καπότε για να παράγεις περιεχόμενο που θα κεντρίζει την προσοχή μιας χούφτας χρηστών. Φυσικά, όπως ίσως αντιλαμβάνεστε, αναφέρομαι κυρίως σε ένα φέισμπουκ μέσης ηλικίας. Το Instagram, το Twitter, το Snapchat, προσφέρονται για πιο αποσπασματικές και θραυσματικές απεικονίσεις της ζωής του χρήστη, και αντίστοιχα καλύπτουν ανάγκες προβολής που εικάζω βρίσκονται στην καρδιά τρυφερότερων ηλικιακά και συναισθηματικά ομάδων.

Θα κλείσω με μια μικρή αναφορά σε ένα από τα σημεία που έθιξε ο αρθρογράφος του κειμένου που ανέφερα παραπάνω. Τη μομφή που σκιαγράφησε γι’ αυτή τη διαρκή απουσία απεμπλοκής από τον online χαρακτήρα της κοινωνικής δικτύωσης: το ότι έχουμε απολέσει τον χρόνο με τον εαυτό μας. Θεωρώ ότι η κοινωνική δικτύωση διδάσκει κάτι πολύ βασικό για τον κόσμο μας. Διδάσκει χορογραφία για την εκμάθηση του ενάρετου αυτού βηματισμού που συνιστά τη χρυσή τομή στις αποστάσεις που απαιτείται να παίρνουμε απέναντι στα πράγματα: τους γονείς, τους εραστές, τους φίλους, τους συναδέλφους. Στον αντίποδα της κατηγορίας κολληματικής προσήλωσης που προάγει το μέσο για ευνόητους οικονομικούς λόγους του, προσήλωση που χαρακτηρίζει τόσο παιδιά, εφήβους, όσο και ενηλίκους, βρίσκεται η μοναδική δυνατότητά του να ενορχηστρώνει για χάρη μας ένα τόσο ευρύ πεδίο σχέσεων, ευσύνοπτα και χρηστικά. Όποιος έχει φορέσει γυαλιά οράσεως ξέρει ότι για να δεις σωστά δεν χρειάζεται ούτε να κολλήσεις τους φακούς στα μάτια σου, αλλά και ούτε να τους ακροβατείς στην άκρη της μύτης σου.

 

Ετικέτες: facebook