Πατρίδας σημάδι και απόσπασμα
19-07-2019

“One man’s weed is another man’s vegetable,” a Papago might say. And he might be both men at the same time.

Gary Paul Nabhan, “Gathering in the Desert”

Ύστερα από μεγάλη ξηρασία οι πρόγονοι των Αζτέκων, των αυτοαποκαλούμενων Μέχικα, εγκατέλειψαν την Αζτλάν, το «μέρος των ερωδιών», τη μυθική κοιτίδα τους σε λίμνη με αγριοπούλια και δασωμένες όχθες. Η Αζτλάν δεν γνώριζε μέχρι τότε θάνατο. Οι έκπτωτοι Αζτέκοι περιπλανιόντουσαν απάτριδες στο Μεξικό, πλιατσικολογώντας. Ελπίδα ο οιωνός, η προφητεία του Χουιτζιλοχπόστλι, θεού του πολέμου, του ήλιου και της ανθρωποθυσίας. Στα διακόσια χρόνια είδαν τον αετό με το φίδι στο ράμφος να στέκεται σε φραγκοσυκιά στις όχθες της λίμνη Τεξκόκο. Εκεί ίδρυσαν νέα πατρίδα, την Τενοτστιτλάν. Και ξεκίνησαν αιματηρούς πολέμους.

Στα ερείπια της Τενοτστιτλάν έχτισαν οι Ισπανοί κονκισταδόρες την πόλη του Μεξικού.

Γνώρισμα πατρίδας η φραγκοσυκιά, μεσογειακό καλοκαίρι και μεσημέρι όταν το ‘σκαγα από τον ύπνο στο σπίτι για τα παλιά πέτρινα μονοπάτια με τους ερειπιώνες και τις φραγκοσυκιές. Σκονισμένες και ζαρωμένες από το στέγνωμα, τρεις φορές το μπόι μου, αραχνιασμένες. Αποτύπωμα στο νου μου, σκληρό και άνυδρο, βαθύτερο από το μπάνιο και το μεσημεριανό καρπούζι. Διάφορα τα ονόματα αλλά μια η πατρίδα.

Φραγκοσυκιά, αραποσυκιά, μπαρμπαροσυκιά. Καλύτερο το ινδιανοσυκιά, ινδική συκή εξάλλου το όνομά της σύμφωνα με το φυτολογικό λεξικό του Γενναδίου. Δεν θα άρεσε στους Ιθαγενείς Αμερικανούς. Πολιτικά ορθό το άκομψο ιθαγενοαμερικανοσυκιά. Οι Αζτέκοι την αποκαλούσαν τενοτστιτλί, κακόηχο για μας και για να υπάρξει χρήση θα πρέπει να εξευρωπαϊστεί σε κάτι ελκυστικότερο, όπως όταν το Κουανάγουακ (στη γλώσσα Νάχουατλ των Αζτέκων) έγινε Κουερναβάκα. Συμβιβαστικό το όμορφο Οπουντία από το Opuntia, το όνομα του βιολογικού γένους της φραγκοσυκιάς. Για το συγκεκριμένο είδος που εξαπλώθηκε στη Μεσόγειο, την Opuntia ficus-indica, ας κρατηθεί το φραγκοσυκιά καθώς το αραποσυκιά και μπαρμπαροσυκιά θα φέρουν ενστάσεις, το ίδιο και το κυπριακό παπουτσοσυκιά. Αγνοώ τα περιορισμένου ενδιαφέροντος φαραοσυκιά και μαυροσυκιά.

Οι φραγκοσυκιές, όπως όλα τα κακτοειδή, είναι φυτά ιθαγενή των Αμερικανικών ηπείρων – πριν τους Ευρωπαίους, πριν πατήσει εκεί άνθρωπος. Οικογένεια Cactaceae με προγόνους στους αμερικανικούς τροπικούς που απλώθηκε στις ερήμους των δύο ηπείρων και παραπέρα, βόρεια και νότια. Ιδιαίτερα προσαρμοσμένη σε ξηρές και θερμές συνθήκες μέσω της απώλειας ή σμίκρυνσης του φυλλώματος, ικανότητας φωτοσύνθεσης από τον πράσινο βλαστό και αποθήκευσης μεγάλης ποσότητας νερού.

Ένα φυτό τόσο χαρακτηριστικό του ελληνικού τοπίου, ιδιαίτερα στα νότια και στα ξερά, με μόνο πέντε αιώνες ιθαγένειας που μετοίκισε δια της βίας. Την έφεραν στη Μεσόγειο οι Ισπανοί, πιστεύεται το 1565. Οι κάτοικοι της νότιας Ευρώπης θεώρησαν ότι έφτασε από τα βόρεια της Αφρικής, εκεί που εξαπλώθηκε ταχύτατα εντελώς στα νερά του (στα ξερά του μάλλον).

Εξαιρετική η αντοχή της, ακόμα και σε κρύα κλίματα. Όταν την πήγαν στην Αυστραλία, εξαπλώθηκε με τόση επιθετικότητα ώστε χρειάστηκε να εισάγουν έντομο από τη Νότια Αμερική, η προνύμφη του οποίου τρέφεται με τη σάρκα της, για να περιορίσουν τη εξάπλωσή της. Οι Αυστραλοί έχτισαν μνημείο στο σωτήρα τους Cactoblastis cactorum, το μοναδικό μνημείο αφιερωμένο σε έντομο.

Το φραγκόσυκο, ο χυμός του και η μαρμελάδα του…Τα «φύλλα» της φραγκοσυκιάς από τα οποία φτιάχνονται νοπαλίτος που θυμίζουν αμπελοφάσουλα στη γεύση – οne man’s weed… Η κόκκινη βαφή που φτιάχνουν στο Μεξικό από άλλο έντομο που ζει παρασιτικά στην Οπουντία, το cochineal, τον κόκκο τον κακτόφιλο ή το βαφικό. Ο Dactylopius coccus αφού συλλεχθεί και αποξηρανθεί, αλέθεται και η βαφή, η κοκκινίλλη, έχει τη μορφή σκόνης, όπως η βαφή των αυγών. Η εκμετάλλευσή της ήταν από τα κίνητρα των Ισπανών να φέρουν τη φραγκοσυκιά στον Παλαιό Κόσμο όπου διατήρησαν για τρεις αιώνες το μονοπώλιο… Οι φράχτες από φραγκοσυκιές. Αρκεί να χώσεις μερικά από τα φύλλα στο χώμα και μετά θεριεύουν.

«Μη με φωνάξεις να σε βοηθήσω στο κλάδεμα», μου είπε φίλη όταν δήλωσα την πρόθεσή μου, «θα χάσεις τον έλεγχο, θα μαζεύει σκουπίδι και ποντίκι και άντε να τον καθαρίζεις». Κι όταν άρχισα να φτιάχνω τον κήπο μου τέλος καλοκαιριού ξεκίνησα με φύτεμα φραγκοσυκιάς για φράκτη σε μερικά σημεία. Δεν πέρασαν τρεις βδομάδες και το λίγο που έχωσα στο λεπτό χώμα, πάνω από γρανίτη, μπουμπούκιασε. Με ελάχιστη βροχή.

«Τι να το κάνεις», είχε πει τότε κάποιος ντόπιος, «αγριάδες».

Και όντως θέριεψαν, σχεδόν στο μπόι μου, αλλά δεν ενόχλησαν. Κάθε φυτό του στη θέση του, τα ξηρόφυτα πάνω στα βράχια, το μικρό στεγνό οροπέδιο, ο ξερόκηπος. Όχι μόνο φραγκοσυκιές αλλά διάφοροι κάκτοι, μικροί, και αγαύες.

Αλλά κάπου το δίκιο του αυτό το «αγριάδες».

Όταν μια από τις φραγκοσυκιές που φύτεψα μεγάλωσε, κομμάτι της έγειρε, η μισή σχεδόν, από το ίδιο της το βάρος, χειμώνα και πρησμένη με νερό. Έκοψα το κομμάτι που κατάρρευσε και το ‘συρα βαρύ σε εγκαταλειμμένο χωράφι, αφήνοντάς το πάνω στο χώμα, στην άκρη δίχως να το φυτέψω.  Έβγαλε ρίζες, βρήκε το προς τα πάνω του και τώρα στέκεται κι ανθίζει δίχως να προδίδει ότι ήταν ένα έκθετο, παρατημένο.

Έντεκα χρόνια πριν το «Όπλα, μικρόβια και ατσάλι» του Jared Diamond, ο Alfred Crosby στο «Οικολογικός Ιμπεριαλισμός, η βιολογική εξάπλωση της Ευρώπης, 900 – 1000» (1986) υποστήριξε ότι η κύρια αιχμή του αποικισμού δεν ήταν η πολιτισμική και η πολιτική κατάκτηση αλλά η οικολογική επέκταση των Ευρωπαίων, όταν με τις ασθένειες, τα παράσιτα και τα ζιζάνια που μετέφεραν ανέτρεψαν οριστικά την σχέση των κοινωνιών που κατέκτησαν με το φυσικό περιβάλλον. Συνέβη και το αντίστροφο με τα ξενικά είδη που εισήχθησαν στην Ευρώπη. Χάραξε τη μνήμη μου η φράση από το βιβλίο του Crosby ότι η ευρωπαϊκή κατάκτηση ξανάφτιαξε τη μεγα-ήπειρο της Πανγαίας από τα κομμάτια της, σύροντας τα το ένα κοντά στο άλλο, πίσω στις ραφές. Οι επιπτώσεις δυσμενείς για το παγκόσμιο περιβάλλον και για τους νικημένους.

Εκτός τόπου οι φραγκοσυκιές της Μεσογείου, οι οικείες στο βλέμμα των γενεών που ακολούθησαν τη δια βίας επανασυναρμολόγηση της Πανγαίας. Η περίπτωση της επιθετικότητας της Οπουντίας στην Αυστραλία είναι ενδεικτική όπως και η αντοχή της όταν πέταξα το κομμάτι της έξω από τον κήπο μου.

Πρωταρχικός ο βιολογικός χαρακτήρας της παγκοσμιοποίησης, σέρνει τον πολιτισμικό, με το κόστος αποκατάστασης πλέον τάξεις μεγέθους συγκριτικά με το κόστος αναχαίτισης της πολιτισμικής διάβρωσης που συνεχίζει να φέρνει η παγκοσμιοποίηση.

Θολή μια πατρίδα όταν οι οιωνοί που την προμήνυσαν σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Πολλές πατρίδες, άκυρες, ξεθώριασε το αποτύπωμα.

Συγγενής με την Οπουντία ο κάκτος τσόγια, ταξινομημένος σε ξεχωριστό γένος, το Cylindropuntia, εξαιτίας του κυκλικού σχήματος των «φύλλων». Ύπουλο πλάσμα με «φύλλα» που αποκόπτονται εύκολα, με αγκάθια που γραπώνουν δέρμα για την αποτελεσματική εξάπλωσή του. Αλλά είναι όμορφος ο διάολος, ομορφότερος ο teddy-bear cholla, ο τσόγια αρκουδάκι, με τα πολλά και λεπτά αγκάθια, τρίχινα και πυκνά. Μου χάρισε πανέμορφη στιγμή στο Joshua Tree National Park, στη Μοχάβε της Καλιφόρνιας, που βρέθηκα ηλιοβασίλεμα σε κατάφυτη απ’ αυτόν έκταση, η πλάτη μου γυρισμένη στον ήλιο που έδυε. Για λίγα λεπτά είδα την έρημο στα ανατολικά να αρπάζει φωτιά, γύρω από κάθε κάκτο φωτοστέφανα.

Εκατοντάδες, χιλιάδες άκαυτες βάτοι, μνήμη φλόγας, προειδοποίηση και απαντοχή.