Λούκα Σινιορέλι, Ο Εμπεδοκλής επισκοπών το Σύμπαν, Καθεδρικός του Ορβιέτο
Για το παπούτσι του Εμπεδοκλή – 4
23-05-2019

Περίληψη προηγουμένων και προειδοποίηση

(Συνεχίζεται ο λόγος για τον Εμπεδοκλή και τη μπρεχτική του επιφάνεια στο ποίημα  του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Το παπούτσι του Εμπεδοκλή».)

 Λαβή για τη μπρεχτική σύλληψη του Εμπεδοκλή, το αγωνιώδες ψάξιμο της σημασίας των λέξεων που σαν νεροφαγωμένα φωνήεντα αγάλματα επέστρεψαν την ψυχή τους στην αμορφία της άπλαστης λάσπης του λόγου—,  με τα εμπεδόκλεια λόγια, «στέγασαν στην άφωνη  καρδιά» το αποσβολωμένο νόημα και στέκουν κατάντικρυ δυσανάγνωστα σιωπηλές.   Πρώτος όρος της επιβίωσης ως το κατώφλι της νεκροφάνειας, της αθανασίας ή της επιφάνειας του σοφού,  είναι οι νηστικοί από νόημα γραμματικοί, φιλόσοφοι, ποιητές, επιστήμονες και παντοδίφες που στέγασαν με τη σειρά τους στο ενδιαίτημα του λόγου τους τα απορφανισμένα ποιητικά του κέρματα γενεαλογώντας πολύκλαδα μυστήρια καταγωγής. Υπόκειται αυτή η αρχή σαν τρυφερό κρυπτόγραμμα, ένας χαιρετιστήριος αναγραμματισμός, σ’ ένα παροδικό επεισόδιο του Παπουτσιού, όταν η συντροφιά του Εμπεδοκλή μένει από λέξεις και αποζητάει τη ζωντανή σοφία του. Σύμπτωση ή σύμπτωμα,  ένα νήμα συνδέει τα έκτοπα ποιητικά κέρματα του Εμπεδοκλή με το φτωχό κεραμίδι του εξόριστου Μπρεχτ:

Μότο στη συλλογή της Μαργκαρέτε Στέφιν από ποιήματα του Μπρεχτ

Αυτό, λοιπόν, είναι όλο, και—ξέρω—δεν είναι αρκετό.  / Μπορεί, ωστόσο, να σας πει πως είμαι εδώ ακόμα. / Μοιάζω με κείνον που τριγύριζε κρατώντας ένα κεραμίδι, / στον κόσμο για να δείξει πώς ήτανε το σπίτι του. /    

(Steffinische SammlungMotto. 1940. Μεταφρασμένο από τον Μάριο Πλωρίτη)                                                                                

 

Ονοματοπλάστης—δεύτερος στη σοφία έρχεται, μετά τον αριθμό, αυτός που έδωσε όνομα στα πράγματα, λέει ο Αιλιανός, πως έλεγε ο Πυθαγόρας.  Ο Εμπεδοκλής έκρουε τα μπρούντζινα κύμβαλα των αισθήσεων, σάλπιζε το αυγινό νόημα στις πρωινές πύλες της μέρας, γίνονταν φως, παρεξέκλινε θεληματικά προς την άποιο ύλη, το σκοτάδι της σημασίας, έφευγε και επέστρεφε με ορμή στα περάσματα των ύμνωνυμνοπόλος, υμνολόγος, μάγος της ακουστικής μορφής, ταξιθέτης γραμματικών κλίσεων- κάμψεων της σημασίας του ρήματος  κατά τη σωματική αντοχή, τριγυρισμένος από σκοτεινές γλώσσες, σκοτεινόμαυρες πύρινες γλώσσες-διάκενες μυστηριώδεις ψυχαγωγίες, υποσχόμενος και πράκτης, πραγματολόγος, βγάζοντας απ’ το λόγο, νέον λόγο, τούτον εδώ:  ειλιποδακριτόχειρα, αδρομελέστεροι, ανδρόπρωρα, αμφίστερνα, αμφιπρόσωπα, απόσκοπος μύθος, μήλα υπέρφλοια, ουλοφυείς τύποι,— ολόκληρα φανερώματα—, θαλασσονόμοις βαρυνώτοις,—κόγχες θαλασσοβόσκητες βαρύνωτες, βούκινα και λυρικές σκληρόδερμες χελώνες, διάμορφα και άνδιχα πάντα πέλονται, ιδιόμορφα και χωρισμένα είναι όλα —, εινάλιοι καμασήνες-θαλασσινά μπαστούνια=πέρκες, υδατοθρέμμονες, ιχθύσιν υδρομελάθροις,—υδρόβια και υδροδίαιτα, όλα ψάρια, κέμματα κέρματα, ψάχνοντας τα ίχνη του αγριμιού που τα μέλη του άφησαν στο απαλό χορτάρι, πτεροβάμοσι κύμβαις, φτεροβάδιστα  πουλιά, περιστέρες που προχωρούν με κωλοτούμπες—συ νόωι δέρκευ, βλέπε με το μυαλό, κότος, πλάδη, νείκος, μάθη, εμπεδόφυλλα-εμπεδόκαρπα, αειθαλή και αεικάρπιμα, Εμπεδόκλεια και ξακουστά στον άσπετον αιώνα και δια παντός: Δικές του αυτόχθονες λέξεις άπαξ-γλώσσες με άτροπους αρμονικούς. Τα επίθετά του δεν είναι η καλλιγραφία που τον οδηγεί να τ’ αποδίδει στα πράγματα για να λάμψουν με δυνατά χρώματα αλλά επειδή έκαστο ποιεί ουσίας τινός ή δυνάμεως δήλωμα ονόματα με θεϊκή επιφάνεια και προσωποποιά. Μονότροπη κοσμολαγνεία. Ήταν γιατρός.  Ήταν μηχανικός. «Εμπεδοκλέους έχθρα» επί όσων μισούν επίμονα. Τη σχολή του Εμπεδοκλή που θέσπιζε δυο αντίθετες πρώτες αρχές για τα πράγματα αγάπησε ένας «Βουδδάς» που πριν λεγόταν Τερέβινθος και μαθητής του ήταν ο τρισκατάρατος Μάνης. Έλεγε, ο Εμπεδοκλής, πως τέσσερα είναι τα ριζώματα όλων των πραγμάτων: ο Δίας ο λαμπρός ,— φωτιά, η Ήρα η ζωοδότρια,— γη, ο Αϊδωνεύς, —αέρας, και η Νήστις,— νερό, που από τα δάκρυά της αναβρύζει θνητή πηγή ζωής, θνητό κρούνωμα της Κόρης στα σκοτεινά βασίλεια του Άδη. Κι ακόμα, Γέννηση δεν υπάρχει για κανένα απ’ όλα τα θνητά, κι ούτε τέλος με τον καταραμένο θάνατο, παρά μόνον ανάμειξη και χώρισμα των αναμιγμένων στοιχείων, κι αυτό οι άνθρωποι συνηθίζουν να το λένε φύση. Τίποτα δε γεννιέται, τίποτα δεν πεθαίνει, ατέρμονη ζωή. Το δόγμα του περιλάμβανε μετενσωματώσεις: Γιατί κάποτε εγώ ήμουν αγόρι και κορίτσι, θάμνος και πουλί και άφωνο ψάρι, που πηδούσε έξω απ’ το νερό. Είπε Έκλαψα και θρήνησα σαν αντίκρισα έναν ασυνήθιστο τόπο. Και ο αέρας της νύχτας είναι σκοτεινός, της νύχτας της έρημης, της τυφλής που όσο αφαιρεί απ’ τη δύναμη των ματιών να βλέπουν, το επιστρέφει με την ακοή. Μαζί με τον Πυθαγόρα θεωρούσε τη σιωπή είδος ομιλίας. Ο Εμπεδοκλής ήταν γιος του Μέτωνα, άλλοι λεν του Αρχίνομου κι άλλοι του Ξένετου. Είχε και αδελφό που τον έλεγαν Καλλικρατίδη. Μαθήτεψε στον Παρμενίδη και ήταν εραστής του. Άλλοι λεν πως ήταν μαθητής του Τηλαύγη, του γιού του Πυθαγόρα. Ακραγαντίνος, φιλόσοφος φυσικός και εποποιός. Ήταν μαθητής του ο Γοργίας ο ρήτορας. Άλλοι θεοί συμφωνούσαν να γίνει κι ο Εμπεδοκλής θεός κι άλλοι όπως η Αθηνά και οι Μούσες, διαφωνούσαν. Εχθρεύονταν κάθε εξουσία. Του πρότειναν βασιλικό αξίωμα και αρνήθηκε. Περί φύσεως και Καθαρμοί είναι τίτλοι που άλλοι έδωσαν στα ποιήματά του. Είπε: Το ίδιο είναι οι τρίχες, τα φύλλα, και τα πυκνά φτερά των πουλιών και τα λέπια που φυτρώνουν πάνω σε στιβαρά μέλη. Είπε για τους συμπατριώτες του: Οι Ακραγαντίνοι αφήνονται σε  τόση πολυτέλεια,  σα να πρόκειται να πεθάνουν αύριο και τα σπίτια τους που φτιάχνουν είναι σα να μην πρόκειται να πεθάνουν ποτέ.  Ο Αριστοτέλης, Περί Ψυχής,  λέει: Οι παλαιότεροι υποστήριζαν ότι η νόηση και η αίσθηση είναι το ίδιο πράγμα, όπως ακριβώς έχει πει και ο Εμπεδοκλής. Και στο Μετά τα φυσικά:  O Εμπεδοκλής λέει πως όταν αλλάζουν οι συνήθειες, αλλάζει και η σκέψη των ανθρώπων—«προς παρεόν γαρ μήτις αέξεται ανθρώποισιν». Ο σχολιαστής στις Φοίνισσες του Ευριπίδη: «”Μη σπείρε τέκνων άλοκα”, μη σπέρνεις παιδιά στην αυλακιά: Ο Εμπεδοκλής ο φυσικός [φιλόσοφος] αλληγορώντας λέει για  “σχιστούς λειμώνας… Αφροδίτης”—ανοιχτά λιβάδια της Αφροδίτης, όπου γίνεται η σύλληψη των παιδιών. Ο Ευριπίδης όμως λέγοντας το ίδιο μ’ αυτόν απέφυγε και το αισχρό νόημα κτλ.». Ο Ρούφος ο Εφέσιος στο Περί ονομασίας των του ανθρώπου μορίων: το δε βρέφος περιέχεται χιτώσι, τωι μεν λεπτώι και μαλακώι· αμνίον αυτόν Εμπεδοκλής καλεί. Τη λεπτή και μαλακή μεμβράνη που περιβάλλει το βρέφος ο Εμπεδοκλής την αποκαλεί αμνίον. Ο Πλούταρχος στα Συμποσιακά προβλήματα V10, 4, 685F, λέει πως κανένα από τα ζώα της στεριάς και του αέρα δεν θα μπορούσες να πεις πως είναι τόσο γόνιμο όσο όλα τα ζωντανά της θάλασσας. Γι’ αυτό ο Εμπεδοκλής στο ποίημά του λέει: Φύλον άμουσον άγουσα πολυσπερέων καμασήνων—αυτή οδηγεί το άμουσο γένος των πολύσπερμων ψαριών. Αλλού: Με τη θέληση της Τύχης απέκτησαν φρόνηση τα πάντα. Είπε για τον εαυτό του «Είμαι φυγάς θεόθεν και πλάνης»—είμαι εξόριστος απ’ το θεό και πλάνητας. Ο Πλούταρχος στα Αίτια φυσικά 39 ρωτάει: «Γιατί το νερό στην επιφάνεια φαίνεται άσπρο και στο βάθος μαύρο; Μήπως επειδή το βάθος είναι η μητέρα του σκοταδιού, ώστε να αμβλύνει και να εξασθενίζει τις ακτίνες του ήλιου, πριν κατεβούν εκεί;  Ο Εμπεδοκλής λέει “το μαύρο χρώμα στο βάθος του ποταμού οφείλεται στη σκιά, / και το ίδιο μπορεί να δει κανείς και στα σπηλαιώδη βάθη”». Είπε «τότε που εκείνοι δεν είχαν κανένα θεό ούτε τον Άρη ούτε την ταραχή της μάχης / ούτε τον Δία βασιλιά ούτε τον Κρόνο ή τον Ποσειδώνα / παρά βασίλευε η Κύπρις / ο βωμός δεν ποτιζόταν με ανόσιες σφαγές ταύρων, / αλλά το μεγαλύτερο κρίμα για τους ανθρώπους ήταν τούτο: / να ξεριζώνεις τη ζωή και να τρως τα ευγενή μέλη των ζώων /». Και «το θείον είναι ιερή σκέψη κι ανέκφραστη και μόνη, / που όλον τον κόσμο διαπερνάει με γρήγορες σκέψεις». Να νηστεύεις απ’ το κακό—νηστεύσαι κακότητος. Είπε τα γεράματα εσπέρα της ζωής ή δυσμάς βίου. Το σταφύλι αμπελοβάμονα βότρυ. Ο Αριστοτέλης στα Μετεωρολογικά Β3,357 a 24: Επίσης είναι γελοίο να πιστεύει κάποιος πως, αν πει ότι “ιδρώτα της γης είναι την θάλατταν—ότι η θάλασσα είναι  ιδρώτας της γης”,  έχει πει κάτι σαφές, όπως π.χ. κάνει και ο Εμπεδοκλής, αφού η έκφρασή του αυτή ίσως είναι ικανοποιητική για την ποίηση (γιατί η μεταφορά είναι ποιητικό πράγμα), αλλά δεν αρκεί για να γνωρίσουμε τη φύση.  Ο ίδιος, Περί ποιητικής 1, 1447b 17: Τίποτα κοινό δεν έχουν Όμηρος και Εμπεδοκλής εκτός απ’ το μέτρο· έτσι το  σωστό είναι τον πρώτο να τον λέμε ποιητή , ενώ τον δεύτερο μάλλον φυσιολόγο (φυσικό φιλόσοφο) παρά ποιητή. Λακτάνιος, Institutio divina II 12, 4: Ο Εμπεδοκλής, που δεν ξέρεις αν πρέπει να τον κατατάξεις ανάμεσα στους ποιητές ή τους φιλοσόφους, επειδή έγραψε για τη φύση σε στίχους, όπως ο Λουκρήτιος και ο Βάρρων. «Ποιητές λοιπόν μπορούν να λέγονται κι εκείνοι που οι Έλληνες τους ονομάζουν “φυσικούς”, αφού ο Εμπεδοκλής, ο φυσικός φιλόσοφος έφτιαξε ένα έξοχο ποίημα» ο Κικέρωνας, De oratore I 50, 217.

(Συνεχίζεται)

Ετικέτες: Μπρεχτποίηση