Δεν θυμάμαι πότε πρωτοάρχισαν οι δημοσιογράφοι στις ραδιοφωνικές εκπομπές τους να απαγγέλλουν και διαφημιστικά σποτάκια. Σίγουρα όχι πολύ παλιά. Και σίγουρα στην αρχή, κάθε που ήταν να το κάνουν, μας εξηγούσαν ότι τώρα «μπαίνουμε σε διαφημιστικό περιβάλλον» ή κάτι παρόμοιο. Τώρα δεν λένε καν αυτό, περνώντας καρφί από τον πολιτικό σχολιασμό στη διαφήμιση, από το πολιτικό προϊόν στο εμπορικό. Εκείνο που βασικά αναρωτιέμαι όμως, δεν αφορά τους δημοσιογράφους, αλλά τις εταιρίες που διαφημίζονται, οι οποίες είναι σχεδόν πάντα πολυεθνικές και όχι τίποτα λιμά. Η απορία μου λοιπόν είναι η εξής: δεν αντιλαμβάνονται ότι μισθώνοντας για λογαριασμό τους τον δημοσιογράφο, δεν μισθώνουν ένα δημόσιο πρόσωπο που εκπέμπει εγκυρότητα και σεβασμό, αλλά ένα δημόσιο πρόσωπο που εκπέμπει εμπάθεια και χολή;
Υπάρχει ενδεχομένως ένα τυφλό σημείο εδώ: όταν έγινε εφικτό να αγοραστεί η αναγνωρισιμότητα των δημοσιογράφων, όταν έγινε εφικτό το διαφημιστικό μήνυμα να το λένε οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι, όταν οι αντιστάσεις σταθμών και δημοσιογράφων για τον χαρακτήρα των εκπομπών τους έπεσαν, ήταν ήδη αργά, το κύρος -αληθινό ή ψευδεπίγραφο, δεν μας αφορά εν προκειμένω- είχε φύγει ταξίδι για δουλειές.
Δεν βρισκόμαστε ούτε στη δεκαετία του ενενήντα ούτε στη δεκαετία του δύο χιλιάδες, δεν βρισκόμαστε στην εποχή που ο Νίκος Χατζηνικολάου, ή ο Πάνος Παναγιωτόπουλος, ή ακόμη – ακόμη κι αυτός ο Παύλος Τσίμας μας ενημέρωναν «έγκαιρα και έγκυρα». Δεν βρισκόμαστε σε μια εποχή «ελεύθερης» τηλεόρασης, «ελεύθερης» ραδιοφωνίας, σε μια εποχή εντός ή εκτός εισαγωγικών δημοσιογραφικής αμεροληψίας, δεν βρισκόμαστε σε έναν χώρο όπου ο δημοσιογράφος είναι ο επαγγελματίας που στέκεται ως ακριβοδίκαιος δικαστής κρίνοντας τα εκάστοτε επίδικα πολιτική διαμάχη. Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του δέκα, βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας της κρίσης και της ακραίας πόλωσης, βρισκόμαστε στην εποχή που η πόλωση που γιγαντώθηκε με διακύβευμα το μνημόνιο μεταλλάχθηκε σε μαδομούνικη πόλωση μεταξύ των δυνάμεων που εφάρμοσαν το μνημόνιο, βρισκόμαστε στην εποχή που ο δημοσιογράφος έχει πάψει προ πολλού να παριστάνει έστω εκείνον τον τύπο ο οποίος προσπαθεί να διατηρήσει μια αντικειμενικότητα, εκείνον τον τύπο που μπορεί να έχει την υποκειμενική ματιά του και την ιδεολογική του θέση, αλλά πάντως δεν χρησιμοποιεί το τηλεοπτικό ή το ραδιοφωνικό μικρόφωνο για να κάνει προπαγάνδα.
Μην παρεξηγηθώ, η προπαγάνδα μπορεί να γίνεται μια χαρά και με το πρόσχημα της αμεροληψίας. Αλλά βρισκόμαστε ακριβώς στην χρονική εκείνη στιγμή, όπου κάθε πρόσχημα έχει πεταχτεί σαν παλιά, άχρηστη, ξεπερασμένη ενοχή. Όπως εννιάμιση στους δέκα αθλητικογράφους που ψωμίζονται στα ραδιόφωνα και στα σάιτ έχουν πετάξει οποιοδήποτε πρόσχημα και μιλούν και γράφουν αποενοχοποιημένα ως αρρωστάκια οπαδοί, έτσι και οι δημοσιογράφοι του πολιτικού χώρου μιλούν και γράφουν αποενοχποιημένα ως αρρωστάκια οπαδοί του Αλέξη ή του Κυριάκου, ή έστω ως αντιδεξιά ή ως αντισύριζα αρρωστάκια.
Έτσι ο εκφωνητής που πουλάει το προϊόν σου στο ραδιόφωνο διατηρεί πια ένα πάρα, μα πάρα, πολύ συγκεκριμένο προφίλ δημοσιολογούντος: όχι μόνο έχει επιλέξει πολιτική πλευρά (την πλευρά της ιδιοκτησίας του ΜΜΕ στο οποίο εργάζεται), αλλά λυσσάει νυχθημερόν εναντίον της απέναντι πολιτικής πλευράς, η αποστολή του μπροστά στα μικρόφωνα είναι αποκλειστικά και μόνο αυτή.
Αλλά επειδή όλα αυτά είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα, εκείνο που μου προξενεί απορία δεν είναι πόσο γελοίος μπορεί να νιώθει ή να μη νιώθει ο Πορτοσάλτε, ο Τσίμας, ο Χιώτης και ο Νότης Παπαδόπουλος, όταν περνάνε απευθείας από το νιοστό επεισόδιο της πολακιάδας στη διαφήμιση της άλφα ή της βήτα πολυεθνικής. Τίποτα από όσα μπορούν να κάνουν σήμερα ή στο μέλλον ο Πορτοσάλτε, ο Τσίμας, ο Χιώτης και ο Νότης Παπαδόπουλος δεν είναι ικανό να μου προξενήσει απορία. Θα κάνουν ό,τι άλλο χρειαστεί να κάνουν, θα ζητήσουν να υπάρχουν σημαίες με σβάστικες και στα ελληνικά εμπορικά κέντρα κι όχι μόνο στα ουκρανικά, θα οδηγήσουν τανκς που θα ισοπεδώσουν το άβατο, θα συνευρεθούν με γουρούνι όπως στο εναρκτήριο επεισόδιο του Black Mirror. Εκείνο, αντιθέτως, που μου προξενεί απορία είναι ο ρόλος που βαράνε οι πολυεθνικές και οι διαφημιστικές εταιρίες με τις οποίες συνεργάζονται. Γιατί άραγε να θελήσω να αγοράσω ένα προϊόν και μια υπηρεσία που διαφημίζει ο Άρης Πορτοσάλτε και ο Βασίλης Χιώτης;
Έχουν γίνει έρευνες που λένε, ναι, θέλουμε να στοχεύσουμε στο αντισύριζα κενό; Εμείς θέλουμε τους δεξιούς πελάτες; Σε αντίθεση με το πολιτικό προϊόν, το οποίο, συστατικά θα έλεγε κανείς, για να έχει απήχηση, απαιτεί να υπάρχει απέναντί σου ο άλλος για να διαφοροποιείσαι και να φτιάχνεις τη δική σου ταυτότητα, το εμπορικό προϊόν που πουλά η διαφήμιση υποτίθεται δεν προσπαθεί να αποξενώσει κανέναν, δεν προσπαθεί να χτίσει τείχη. Η διαφήμιση προσπαθεί να τους προσελκύσει όλους κάτω από την ομπρέλα της, προκειμένου να τους πουλήσει την ευτυχία και την ηδονή πίσω από το προϊόν.
Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν τουλάχιστον αυτό. Πρόκειται για τυφλό σημείο και δύναμη της αδράνειας ή για συνειδητή επιλογή που έγινε μετά τη διενέργεια σχετικών ερευνών; Υπάρχει τάργκετ γκρουπ αντισυριζίλας; Αν είναι όμως συνειδητή επιλογή, ας διαφοροποιηθεί και το περιεχόμενο των διαφημίσεων. Αντί για την κάθε λάκτα που πουλάει ύμνους στη διαφορετικότητα, οι εταιρίες που διαφημίζονται στον Σκάι ας πουλάνε εθνικισμό, την Μακεδονία που είναι μία κι ελληνική, κακιά υπερφορολόγηση μεσαίας τάξης, καθαρισμό των πόλεων μας από την ανομία, ας φτιάχνουν χαρακτήρες που θα θυμίζουν τον Πολάκη, τον Καρανίκα και τον Μαδούρο, ας έχουν ατάκες για τα 200 δις Βαρουφάκη, ας έχουν μουσική υπόκρουση λίγο μην παραχαράσσετε την Ιστορία, λίγο Μίκη, λίγη Αφροδίτη Μάνου να παλεύει μ’ όλες τις προκαταλήψεις.