Πετυχαίνω πριν λίγες μέρες λινκ άρθρου που κάτι λέει για αύξηση του προσδόκιμου ζωής στα 145. Δεν θα μάθω ποτέ πόσο κλικ μπέιτ ήταν, γιατί επιλέγω να μην το πατήσω. Αλλά το κλικ γίνεται στο μυαλό μου: μα εκατόν σαράντα πέντε; Όταν σκεφτόμαστε συνειδητά για τα περί θανάτου, το μόνο εναλλακτικό σενάριο που μας έρχεται είναι αυτό της μη θνητότητας: τι θα γινόταν αν δεν πεθαίναμε; Όταν σκεφτόμαστε συνειδητά για την φθορά του γήρατος, το μόνο εναλλακτικό σενάριο που μας έρχεται είναι αυτό της διαρκούς νεότητας: τι θα γινόταν αν δεν γερνούσαμε;
Το εκατόν σαράντα πέντε όμως είναι σαν να δημιουργεί μια άλλη, ενδιάμεση, κατηγορία, μια κατηγορία ούτε σε απόλυτα μεγέθη τόσο μακρινή, ώστε να μην την μπορεί να τη χωρέσει στα αλήθεια ο νους, ούτε όμως σε απόλυτα μεγέθη τόσο προσεγγίσιμη, χωρίς ο νους να αναγκαστεί να ξαναδεί το πράγμα από την αρχή, χωρίς ο νους -τη στιγμή ακριβώς που τη χωρά- να μην αρχίσει να φρικάρει με τις πιθανές συνέπειές της.
Ως τα πόσα χρόνια επιθυμεί κανείς να προβάλλει τον εαυτό του στο μέλλον; Ως τα πόσα χρόνια προτιμά να τον προβάλλει; Εξαρτάται προφανώς από την ηλικία που τώρα βρίσκεται. Και εννοείται πως όσο αυτή μεγαλώνει, τόσο μεγαλώνει εκ των πραγμάτων και η προβολή: είμαστε κατεξοχήν συμφεροντολογικά όντα, κατεξοχήν συμβιβαστικά, κατεξοχήν προσαρμοστικά, όντα που όποτε παραστεί ανάγκη να νερώσουμε το κρασί μας θα το κάνουμε χωρίς να ξενερώσουμε. Αλλά δεν παύουμε να έχουμε ένα ηλικιακό όριο στο μυαλό μας. Κι αν αυτό το όριο τραβιέται λίγο και πιο πέρα και λίγο και πιο πέρα όσο αλλάζουν οι εποχές, βελτιώνονται οι συνθήκες διαβίωσης και μεγαλώνει ο μέσος όρος ζωής, μπορούμε να οριοθετούμαστε κι εμείς και να κουμπώνουμε.
Γιατί αυτό είναι το κόλπο για να τα βγάζει πέρα ο άνθρωπος μέχρι να γεράσει: ό,τι κι αν δεν λειτουργεί στο παρόν, όσο μακριά κι αν είμαστε από τα όνειρα που είχαμε κάνει κι από την ιδεατή εκδοχή του εαυτού μας, έχουμε το βλέμμα στραμμένο προς τα εμπρός, όπου θα έχουμε ελαχιστοποιήσει επιτέλους τις αρνητικές πτυχές μας, έχουμε το βλέμμα στραμμένο προς τα εμπρός, όπου η εικόνα των άλλων για εμάς θα έχει επιτέλους συντονιστεί με την αυτοεικόνα μας. Όσο κι αν κινδυνολογούμε για τα του γενικού μέλλοντος του κόσμου, στα του προσωπικού του μέλλοντος κανείς δεν βλέπει το ποτήρι μισοάδειο. Στις μελλοντικές προβολές του εαυτού μας το ποτήρι είναι ξεχειλισμένο νερό και το νερό συνεχίζει να χύνεται σαν σε πηγή.
Υπάρχουν μάλλον δύο ειδών προβολές της εικόνας μας στο μέλλον. Μπορούμε να σκεφτόμαστε και να ελπίζουμε ότι με τα δεδομένα της σημερινής εποχής, δεν είναι απίθανο να πατήσουμε τα εκατό, αλλά η προβολή ενός εαυτού που παραμένει εν ζωή είναι διαφορετική από την προβολή ενός μελλοντικού εαυτού που σε κάποιο επίπεδο ακόμα λάμπει. Ας πάρουμε ένα υποθετικό κι εντελώς τυχαίο παράδειγμα ανθρώπου που έχει μπει στα 47 του. Μέχρι τα πόσα του μπορεί να σκέφτεται τον εαυτό του με μια κάποια αισιοδοξία, σε μια κάποιου τύπου ακμή, ή εν πάση περιπτώσει όχι σε κάποιου τύπου παρακμή; Μέχρι τα 65; Αφού ο υποθετικός μας ήρωας έχει μπει στα 47, να βάλουμε άλλα είκοσι χρόνια να το στρογγυλέψουμε; Σημαίνει ότι μετά από αυτά θα μπει ψυχολογικά στην παραίτηση, την εγκατάλειψη, ότι δεν θα έχει σε κάτι να προσδοκά και κάτι να ελπίζει; Όχι βέβαια. Αλλά αν καταφέρει και φτάσει σε αυτή την ηλικία, μπορεί να δει τότε σε τι θα ελπίζει και τι θα προσδοκά. Δεν γίνεται όμως να φαντασιώνεσαι εκ των προτέρων ενθουσιασμένος τα εβδομήντα σου και τα ογδόντα σου, δεν δουλεύει έτσι το πράγμα. Δεν μπορείς να κοιτάς αενάως αισιόδοξα προς το μέλλον. Δεν μπορείς να προβάλλεις αενάως αισιόδοξα την εικόνα του εαυτού σου προς τα μπρος.
Έτσι, όταν ακούς 145, σκέφτεσαι πολύ, ρε φίλε, πάρα πολύ. Τι να κάνω ως τότε; Πάει πολύ μακριά. Και πόσα από αυτά τα χρόνια θα τα ζήσω ως γέρος και υπέργηρος; Και όχι, δεν έχει να κάνει με το αν αγαπάς τη ζωή και με το πόσο την αγαπάς. Μπορεί και πολύ να την έχεις αγαπήσει, δεν κάνει τόση διαφορά. Γιατί έχει ίσως να κάνει με το ότι αυτό που λέμε ζωή, είτε το αγαπάμε είτε δεν το αγαπάμε, είναι όχι μόνο στην πραγματικότητα αλλά και στο μυαλό μας μέγεθος πεπερασμένο, μέγεθος συγκεκριμένων διαστάσεων.
Ο υποθετικός μας ήρωας η αλήθεια είναι ότι στεναχωριέται που μεγαλώνει, καθόλου δεν χαίρεται με την επίγνωση ότι θα πεθάνει, αλλά δεν θα ήθελε να ζήσει σχεδόν έναν αιώνα ακόμα. Και ίσως -σκέφτεται τώρα που ψάχνει κατακλείδα- είναι κι αυτό μια κάποιου είδους νίκη απέναντι στον θάνατο.