Με το ίντερνετ πιστέψαμε ότι ξέρουμε τα πάντα, ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, ότι μπορούμε να ταξιδέψουμε παντού, να ζήσουμε παντού, να επιχειρήσουμε σε ό,τι μας κατέβει, να απελευθερωθούμε από τα πάντα και από κάθε είδους καταπίεση. Και φάγαμε τα μούτρα μας. Επικά και ντροπιαστικά και χωρίς επιστροφή.
Παράλληλα όμως, μας έκανε καλό με έναν πολύ παράξενο τρόπο. Το ίντερνετ μας “έγδυσε”- ναι, σε μερικές περιπτώσεις μάς έγδαρε κιόλας– αλλά αν το δούμε λίγο πιο αποστασιοποιημένα, στο τέλος, μας άφησε γυμνούς απέναντι ο ένας στον άλλον, να μοιραστούμε και επιτέλους να αποδεχτούμε την πολύ θνητή και ταπεινή μας φύση. Ακόμη και τα συναισθήματα γυμνώθηκαν. Μέχρι χθες, ζούσαμε σε έναν κόσμο αρκετά πιο άγνωστο, ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν γνωρίζαμε τόσο καλά, έναν κόσμο γεμάτο ερωτηματικά, κάστες, “ανομολόγητα πάθη” και απωθημένα μα κυρίως, προσπαθώντας να μαντέψουμε τα συναισθήματα των άλλων.
Ειδικά στις πιο προσωπικές σχέσεις, τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Δεν έδειχνε κανείς εύκολα αν κάποιος του άρεσε καθώς φοβόταν την απόρριψη. Παίζαμε σπαζοκεφαλιές. Από καψουροτράγουδα μέχρι λογοτεχνία και ποίηση, κυρίαρχο θέμα ήταν αν Εκείνη θα του το ομολογήσει ποτέ των ποτών ή αν Εκείνος θα της εκμυστηρευτεί τον έρωτά του. Και φυσικά, έφταιγε η χυλόπιτα. Μεγάλο πρόβλημα πρέπει να το ‘χαμε αυτό. Μην αντέχοντας λοιπόν την απόρριψη, λίγοι εξέφραζαν ανοικτά τους έρωτες και τις μεγάλες τους αγάπες. Γενικά, οι σχέσεις ήταν λιγότερες και βασικά πιο κρυφές ή παράνομες λόγω της απομόνωσης. Βάλε και τις ντροπές και τα πολλά κενά στην επικοινωνία καθώς δεν είχες τη δυνατότητα να ξέρεις κάθε τρία λεπτά πότε είναι ο άλλος συνδεδεμένος, πότε τρώει, πότε βαριέται, πότε κοιμάται, πότε ρίχνει λάικ δεξιά αριστερά και όσο να πεις, ένα θέμα το είχαμε.
Μετά το ιντερνετικό μπραφ περάσαμε βέβαια απότομα στο άλλο άκρο διότι όλα μας αρέσουν, σε όλα βάζουμε καρδούλα, σχεδόν εξαναγκάζεται το μπράβο, το ζήτω, το μου αρέσεις, το σ’ αγαπώ. Τα ίνμποξ γέμισαν ερωτικές εξομολογήσεις, τα γκρικ καμάκια αναγκάστηκαν να το δουλέψουν λίγο το γραπτό τους -εννοείται κατέληξαν στα ντικ πικζ και εννοείται δεν τους δουλεύουν- και ενώ πλέον στ’ αλήθεια “για όλους υπάρχει κάποιος”, είναι πανεύκολο να τον βρεις μόνο που σίγουρα θα μένει στου διαόλου την κάλτσα.
Μα πέρα απ΄τα ερωτικά, αν σκεφτεί κανείς το χθες, τα περισσότερα από όσα κάνουμε ή νομίζουμε ότι δικαιούμαστε να κάνουμε σήμερα στο διαδίκτυο, είναι εντελώς άκυρα. Ποτέ δεν θα τηλεφωνούσαμε μεσημέρια ή μέσα στην άγρια νύχτα, πόσο μάλλον με βιντεοκλήση, ποτέ δεν θα σχολιάζαμε δημόσια τη ζωή των άλλων -ναι, αρνητικά εννοώ-, ποτέ δεν θα είχαμε καν γνώμη πάνω στη ζωή των περισσοτέρων, ποτέ δεν θα τους λέγαμε στη μούρη όσα τους λέμε ηλεκτρονικά, ποτέ δεν θα μας απασχολούσαν – ή ένοιαζαν- τόσοι πολλοί, τόσο συχνά. Παντού λόγια, πολλές μεγάλες κουβέντες και εξομολογήσεις, όλα φλύαρα και πολλά, κι ενώ το παράδοξο είναι πως ήρθαμε πάλι στα ίδια, καθώς κανείς δεν είναι σίγουρος για τίποτα και όλοι είναι σε μια διαρκή προσπάθεια να μαντέψουν εάν ο περίγυρος στ’ αλήθεια εννοεί αυτά που λέει πως αισθάνεται για εκείνους, ίσως, λέω ίσως, να κάναμε ένα μικρό βηματάκι μπροστά.
Καθώς η λογοδιάρροια, η εμοτικοδιάρροια και η υπερβολή έρχονται λοιπόν να καλύψουν τα αμήχανα κενά που δημιουργούν οι άπειρες ώρες ψηφιακής επικοινωνίας και δημόσιας έκθεσης, αν το σκεφτείς, παρόλα αυτά, παρόλα τα καλά μας, τα κακά μας, τα ντροπιαστικά και περίεργά μας, παρόλα αυτά, τα λέμε. Επικοινωνούμε. Κάνουμε περισσότερες σχέσεις. Κρυβόμαστε μεν πίσω από το πληκτρολόγιο, μα πλέον δεν είναι άκυρο ή ταμπού να ρωτήσουμε, να κράξουμε, ακόμη και να την πέσουμε ένα τσικ παραπάνω. Λίγο πιο ανοιχτά. Λίγο πιο απενοχοποιημένα, με λιγότερη προσποίηση και τερτίπια καθώς δεν βλεπόμαστε, ενώ πια επικοινωνούμε με περισσότερο κόσμο από περισσότερα μέρη, από διαφορετικό υπόβαθρο και όλα αυτά λίγο πιο ανθρώπινα χωρίς να το παίζουμε τόσο τρανοί ή χωρίς να φοβόμαστε τόσο πολύ.
Παραδόξως, δεν είμαστε το τόσο σπουδαίο που νομίζαμε ότι είναι ο άνθρωπος όταν ζούσαμε κρυμμένοι πίσω από τους τοίχους μας αλλά δεν είμαστε και τα τέρατα που φοβόμασταν ότι θα βρούμε εκεί έξω. Είμαστε απλά άνθρωποι και αυτό είναι πια μέσα μας κάτι τόσο γήινο και τόσο απλό, που χωράει όλα τα σπουδαία αλλά και τις μεγαλύτερες παλαβομάρες του κόσμου. Είμαστε απ΄όλα και δεν πειράζει. Και αυτό, το συνειδητοποιούμε όλοι μαζί. Μπορεί άλλοι να πέφτουμε από τα σύννεφα και άλλοι να γουρλώνουμε τα μάτια με δέος. Το σίγουρο είναι ότι ανακαλύπτουμε τη φύση μας πάλι, μαζί.
Μεταβατική εποχή ξανά. Άλλωστε με τους ρυθμούς που τρέχει η τεχνολογία, η νόρμα είναι η μετάβαση κι αν αυτή ποτέ σταματήσει, το ανθρώπινο είδος θα έχει σβήσει. Μετά λοιπόν τα ηλεκτρονικά πειράματα, τις δανεικές προσωπικότητες, ακόμα και τις δανεικές ζωές, μετά τις ατέλειωτες selfies, τα πολύ σοφά λόγια δικά μας ή των άλλων, μετά την προσποίηση της τέλειας ζωής, μετά τον γύρο του κόσμου σε είκοσι ποστς, τους ατέλειωτους συντρόφους ή τη ζηλευτή οικογενειακή ζωή από το κάτω Στέπφορντ, τώρα λοιπόν που αγχωθήκαμε, τα είπαμε, τα δείξαμε και τα δοκιμάσαμε όλα, ίσως, λέω ίσως, ήρθε πια η ώριμη στιγμή να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε την όχι τόσο και ακριβώς γι΄ αυτό, όμορφη φύση μας. Ξαναμαναλέω ίσως.