Η γελοιογραφία, ή αν θέλετε το χιούμορ σε μορφή σκίτσου, συνιστά μια μορφή κρίσης. Μια ειδική κατηγορία κρίσης που υποτίθεται ότι προσφέρει εναλλακτική σε σχέση με την αυθεντική κρίση. Αντί να πεις στα ίσια τι σκέφτεσαι για κάτι, φτιάχνεις ένα σκίτσο. Μασκαρεύεις δηλαδή την αληθινή πρόθεσή σου με το ύφος του γελοιογραφίας, που, τυπολογικά, προδιαθέτει τους αποδέκτες της να μη δώσουν ίσως την πρέπουσα σημασία. Η αλήθεια βέβαια είναι κατάτι διαφορετική. Η γελοιογραφία, από τον επαγγελματία σκιτσογράφο προς τον έμπειρο αποδέκτη, συνιστά αυθεντική κρίση. Και μάλιστα συνιστά ρητορικό τέχνασμα για να καμφθούν οι αντιστάσεις τού αποδέκτη και να περάσει ο σκιτσογράφος τη θέση του με μειωμένες αντιδράσεις. Θα ήθελα όμως να εξηγήσω λίγο τον μηχανισμό της γελοιογραφίας, έτσι όπως τον αντιλαμβάνομαι. Η γελοιογραφία, που όπως είπα στην αρχή συνιστά υποκατηγορία χιούμορ, είναι κάτι σαν παλιρροϊκή δίνη. Κάτι σαν ρουφήχτρα. Εφόσον βρεθείς στην εμβέλειά της, θα την ακολουθήσεις μέχρι τέλους. Θα προσπαθήσεις, θες δε θες, να την κατανοήσεις. Ο μόνος τρόπος για να αντισταθείς σε μια (καλή) γελοιογραφία είναι να μην υποπέσει στην αντίληψή σου (ή να μην την καταλάβεις).
Με αυτά ως εισαγωγή ας προχωρήσω στο κυρίως θέμα: την περίπτωση του σκίτσου τού Δημήτρη Χαντζόπουλου στην Καθημερινή, που προκάλεσε αντιδράσεις μέσα στην εβδομάδα που μας πέρασε. Το σκίτσο κοινοποιήθηκε κατά κόρον, τόσο από αυτούς που το βρήκαν εύστοχο όσο και από αυτούς που το βρήκαν, ας το θέσω ευπρεπώς, άστοχο. Θεωρώ ότι και οι δύο πλευρές, το παρεξήγησαν ή, εν τη ρύμη της ανάγνωσης του σκίτσου, διάβασαν σε αυτό, λίγο ή πολύ, επιλεκτικά, αυτά που ήθελαν να δουν.
Αυτοί που το βρήκαν άστοχο, και ενοχλήθηκαν για την αντιστροφή των ρόλων που απεικονίζονται, παραμένουν δέσμιοι μιας μονοδιάστατης ανάγνωσης της πραγματικότητας που δεν επιδέχεται παραφθορές και μετατοπίσεις. Και ερωτώ: γιατί είναι προσβλητικό για τον αντιεξουσιαστικό χώρο, με τις προφανείς συνδηλώσεις του για τον αντιδικτατορικό αγώνα, να απεικονίζεται στο σκίτσο στη θέση του περιώνυμου τανκ όταν ο χώρος αυτός ευθύνεται για κατάφωρες ανομίες που έχουν μεταμορφώσει τα πανεπιστήμια σε γιάφκες και κρησφύγετα και καταφύγια μικροπωλητών, ναρκέμπορων, και κάθε λογής ημι-παράνομων; Γιατί το σκίτσο δεν προσφέρεται για μια ανάγνωση που υποδηλώνει το καθεστώς ομηρίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων από μια δράκα αντιεξουσιαστών; Γιατί αυτή η ανάγνωση δεν βρίσκεται σε σύμπνοια με τους πάλαι ποτέ αγώνες κατά της χούντας; Γιατί, δείτε το και από την άλλη, ο Χαντζόπουλος δεν συναισθάνεται την ειρωνεία του να τοποθετεί τον ματατζή στον ρόλο και στις θέσεις των φοιτητών του Πολυτεχνείου το ‘73; Δεν βλέπει άραγε την ειρωνεία ο Χαντζόπουλος στον ματατζή που μεταμορφώνεται σε αγωνιστή για την ελευθερία του πανεπιστημιακού ιδρύματος από τον αντιεξουσιαστή δυνάστη του; Ο Χαντζόπουλος, λοιπόν, αποτυπώνει το προφανές: η πραγματικότητα ξεδιπλώνεται μέσα από ένα δυσώδες αλισβερίσι ρόλων στο οποίο ποτέ δεν είναι ξεκάθαρο ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα. Ποιος είναι ο υπερασπιστής της ελευθερίας και ποιος ο εχθρός της. Και, κυρίως, πώς ο πανδαμάτωρ χρόνος δύναται να μεταμορφώσει, συντακτικά, τους απογόνους των αγωνιστών σε δυνάστες, και τους απογόνους των δυναστών σε υπερασπιστές, ακόμη και στις ίδιες γεωγραφικές συντεταγμένες που στο παρελθόν γράφτηκε ιστορία. Γιατί άραγε το σκίτσο δεν ενέχει και την προφανή ειρωνεία που υποδηλώνει η ακραία θέση ότι η κατάσταση στα πανεπιστήμια εκτραχύνθηκε τόσο που φτάσαμε στο σημείο ο ματατζής να είναι το σύμβολο του αγωνιστή για την ελευθερία επειδή, και εδώ υπεισέρχεται η ακρότητα της σχετικοποίησης, ο ματατζής έφτασε να φαντάζει τώρα αυθεντικότερη περσόνα από αυτή του θρασύδειλου αντιεξουσιαστή που κρατάει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την παιδεία και την ελευθερία, όμηρο την εύρυθμη λειτουργία του πανεπιστημιακού ιδρύματος και την πλειονότητα των φοιτητών στα ανερμάτιστα καπρίτσια του;
Η μήνις λοιπόν απέναντι στο σκίτσο δεν έχει να κάνει τόσο με το μήνυμα που θέλει να περάσει ο Χαντζόπουλος αλλά με τη φόρμα, τη σύνταξη, του μηνύματος. Ο Χαντζόπουλος βάλλεται λοιπόν γιατί βλασφημεί το ιερό τοτέμ που σηματοδοτεί την έναρξη της αντιπολίτευσης, έστω κι αν η χούντα δεν πέφτει με το Πολυτεχνείο. Και θεωρώ ότι κάποιοι από αυτούς που βρήκαν εύστοχη τη γελοιογραφία διάβασαν, μέσα από έναν θυμικό αυτοματισμό αγανάκτησης ή από εντελώς λανθασμένες, ακραίες, πεποιθήσεις, τον ματατζή ως τον ευκταίο και δια παντός υπερασπιστή της ελευθερίας και όχι ως το αναφανδόν σχετικοποιημένο «μη χείρον βέλτιστον». Τώρα, αν κάποιος θέλει να υπερασπιστεί τη γραμμή ότι η τοτεμοποίηση της ομολογουμένως εμβληματικής εικόνας, είναι απόλυτη και απαραβίαστη δεν θα με βρει συνοδοιπόρο του. Ο χιουμορίστας έχει υποχρέωση, αν θέλει να παραμένει στις επάλξεις, να προγκίζει, διαρκώς, με τον πιο βάναυσο τρόπο, τοτέμ και ταμπού παραποιώντας τα κατά το δοκούν ώστε να προσφέρει στο κοινό του, όχι εμβριθείς αναλυτικές πραγματείες, αλλά αφορμές για ευσύνοπτο στοχασμό. Είναι αληθινή κατάντια να μεταμορφώνεται ο ματατζής σε υπερασπιστή της ελευθερίας. Αυτό λέει ο Χαντζόπουλος και όχι ότι έφτασε η εποχή του ματατζή γιατί ο ματατζής είναι προτιμότερος από τον φοιτητή και την ελευθερία.