Φάβολα φωτοβαλτή και φωτόφαντη ήγουν Φωτορομάντσο
«Ήλιος κατά κόρον, απόλυτη βασκανία.» ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ, ΗΛΙΟΣ ΣΤΗ ΣΚΟΤΙΑ,29.
«Ήλιος απροετοίμαστος για όσα μας συμβαίνουν.» ο.π., 61.
«Με τον ήλιο τα βάζω, με τον ήλιο τα βγάζω, τι έχουν και σκοτεινιάζουν;» ο.π., 145.
(Αναγνωστική προειδοποίηση: διάρκεια ανάγνωσης με μέση ταχύτητα φωτός 14 ‘. Άρα μη φωτοφοβού.)
Μια φωτοφάβολα στου μαύρου φουμιστού Δεκέμβρη το φωτοχαμό φουνταρισμένη άβολα αρχινάει. Καλησπέρα σας. Ο κάθε είδους φωτοεμβριθής (φωτιστής, φωτουργός, φωτοκηπουρός φωτόχορτος, φωστήρας, φωτοκράτωρ ποιητής, παντοίος φωτοκομπραδόρος και φωτοσυντελεστής), ας εξαντλεί την αίσθηση (και συναίσθηση) του χώρου, του χρόνου και της φωτοπερίστασης και ας μη οδηγείται σε παραίσθηση υποκύπτων σε ψευδαίσθηση. Ας πρωτοτυπεί, με άλλους λόγους, με φωτοδιαίσθηση, προς εκείνη την φωτοκατεύθυνση όπου της ανακάλυψης αναλογιών και ομοιοτήτων η απεύθυνση νέες σχέσεις ανάμεσα στα υπάρχοντα στοιχεία του φωτοχωροχρόνου φωτοδιφεί, και αυτές ας φωταυγάζει. Του χιούμορ μη αποκλειομένου από το φωτοσόπ. ( Ex contrario βλέπε τα σουπραντίκτα σκοτολαμπή αποθέματα από το άδυτο κόρπους του ανέσπερου ποιητή Μίμη Σουλιώτη.) Είναι φωτοσκέδασις να φωτολύεις μέχρι ριζικής αποτριχώσεως σημείον χωροχρόνου σε φωσφόρο ιδεοφωταψία (βλέπε «Σελήνη μου ξενοφεγμένη», Μίμης Σουλιώτης, ό.π., 30.) που φωτούλκησες άψητη από του μυαλού σου την κατάψυξη και άψητη τη σέρβιρες στους συνδαιτημόνες ως φωτόλουτρο (ή σου άρεσε να τη φωτομοιραστείς επειδή κάπου αλλού σε φωτοπερίχυσε, τη φωτολιμπίστηκες και φωτοεκτυφλώθηκες. ό.έ.δ.)
«Καταπέτασμα ισότοπο θανάτου» (Μίμης Σουλιώτης, ό.π., 31.): Η Βασιλίσσης Σοφίας δεν είναι η 5η Λεωφόρος της Νέας Υόρκης όπου οι πολίτες δεν απολαμβάνουν τη δροσούλα που τυχόν φωτοβολάει πεζή από την Κηφισιά και δεν υπάρχει τυχόν μυστικό άφαντο μυριστικό στον Υμηττό και δεν ακούγεται από τις εσχάρες των υπονόμων —όταν μπορεί— το μουρμουρητό από τον καταχωσμένο ποταμό που τον λέν Ιλισό να απειλεί . Δεν διαθέτει φωτοδυναμικούς φωτοξύστες και φωτοφαγούρα εν γένει. Μόνο πρεσβείες, άλση, του σώματος ναούς νοσοκομεία, της ψυχής θρησκευτικά φτωχοκομεία, του πνεύματος του πολιτεύματος καταφύγια, της ιατρικής διάφορα προπύργια, τέχνης πινακοθήκες, μουσικές και δολοφονικές παρακαταθήκες, και ολίγα μετρημένα αγάλματα. Και αυτά, βανδαλισμένα—πλην του Δρομέως, που αυτός δεν βανδαλίζεται με τίποτα (πώς να βανδαλιστεί όναρ σκιάς και μάλιστα κοφτερό και από υαλί χρωματιστό και εν διαρκεί κινήσει που κανείς δεν αποτολμά να προσεγγίσει), μουσεία και μάξιμα Μοράλεια ξενοδοχεία. Στάσεις λεωφορείων και μετρό. Και πολλά σκατά. Σκυλόσκατα. Ολίγους ενοικιαστές κατοίκους διαμερισμάτων, στοχαστικών -και- μη συμβιβασμών αποτελέσματα μεταξύ μοντέρνων αλληγοριών, αντιπαροχής και νεοκλασικιζόντων φαντασμάτων. Κυρίως φαντασμάτων. Με αξιοπρεπή επιφάνεια οικονομική. Και άλλη. Αλλά ασφαλώς πόρρω απέχει για συνέχεια και αρχιτεκτονική συνέπεια να εξέχει. Αυτοί δε οι ολίγοι κάτοικοι, ως σκιαί πλαγκταί (και ουχί, όπως υπερ-λογίως μετεπλάσθη, «ερριμμέναι» οι καημέναι, καθότι αι σκιαί δεν «ρίπτονται» ατάκτως αλλά επί τούτο και στοχευμένα , και ούτως ειπείν «πίπτονται» ή «προσπίπτονται»—άλλο αν δεν μας πέρασε απ’ το νου η χύδην οχλοκρατουμένη λέξις «ίσκιος»), ισάριθμοι με αληθοφανείς σκύλους, τους σκύλους τους περιπατούν περί λύχνων αφάς ή το κοντόβραδο, και υγραί αι των σκύλων μύται λαμπυρίζουν καθώς με φωτοελιγμούς αδέσποτους συντετραπόδους αποσκορακίζουν. Η «μυγοσκοτώστρα», κατ’ άλλους προβλεπτική του επερχομένου θέρους φωτοπαγίς—τόσοι και τόσοι παριλίσιοι Κήποι εντόμων ιοβόλων έδραι είναι εγγύς— και όχι, ουδόλως φωτοφράκτης (βλέπε και «Κλωστές καλιγωμένες», ΜΣ, ό.π., 31.), όπως επιγραμματικώς τη βάφτισε ο σκοτισμένος συντηρητικός (και ασφαλώς λιβεράλειων μεταμορφώσεων υποστηρικτικός και επι-δεξιότερα και αμφι-δεξιότερα—«ζενίθ, ναδίρ, κεφίρ και ως έτυχε», ΜΣ, ό.π., 31.), προσφέροντας τη λέξη -κορωνίδα στη λεκτική φωτοεπετηρίδα, φορτίζει τον στην τύρβη την εντατική παραδομένο δρόμο με μια επιτελική, κατηρεφή, νευρική και ραβδούχο φωτοβία (που καταντά να προκαλεί φωτοφοβία). Και πολύ απέχει από του να παραστήσει, όπως φιλοδοξεί λογοπαικτών αμέριμνος ο φιλοπαίγμων φωτουργών, «τη ζεστασιά μιας στέγης από χρώμα». Εδώ μια υπερβάλλουσα εμπιστοσύνη στης ποίησης την αξιοσύνη εμφωλεύει—με αφορμή το «η Ποίηση κάνει το τίποτα να υπάρξει» (Γ.Χ. Όντεν, αλλαχού), τον άστεγο καλεί από χαρά να αλαλάξει: «χρυσός μπερντές του μαύρου πάτου» (ΜΣ, ό.π., 31.), του λέει, είμαι, ολόκληρη στέγη χρυσαφένια από χρώμα, στρώμα σ’ ένα καλύβι εσύ θα νοσταλγείς ακόμα; Άλλο αν στον άστεγο που σαν του Άινε (=Χάινε) το χριστουγεννιάτικο ελάτι, λαγοκοιμάται μες στο ξεροβόρι, την παγωνιά και το χιονιά έχει για πανωφόρι, τις νύχτες του άγρυπνος και νηστικός περνά πάνω στο χώμα, δεν είναι αρκετή μια στέγη από χρώμα. Έστω και μεταστεγαστικώς. Δεν τον ζεσταίνει ένα φωτόλουτρο. Μπορεί αυτή να ήταν η αθώα φωτοποιός φωτοπρόθεση σε σκοτεινούς καιρούς φωτοαπαγορεύσεων. Αλλά το αποτέλεσμα αντί άνωθεν προστατευτικής φωτοθαλπωρής στους κάτωθεν αυτοκινητιστές και απλούς πεζούς και αστέγους (πολλούς αστέγους) κατευθυνομένης, αντί θωπευτικού φωτοκύματος από φωτοχρώμα που θα τους ευφραίνει, ενώ συνάμα θα τους επιχρωματίζει (μην ψάχνεις για το πράσινο—«είναι μαχαιριά στου μήλου τα ψαχνά», «μια πίκρα στο βρακί του φρέσκου αμύγδαλου», μείνε λοιπόν στο «κίτρινο που ξέρουνε πού πάει ο Θεός και ο Μιρός», Ελύτης, αλλαχού), πυροδοτεί ένα φωτοτσουνάμι που φωτοβάλλει απροσδόκητα κατά πάνω των υποκάτω και πάει αναίτια να τους φωτοπιεί, να γίνει μαύρη τρύπα που απ’ τον ορίζοντά της να μην ξεφεύγει ούτε φωτόφαυλο φωτοκύτταρο («την χοάνη του μαύρου η μπετούγια», ΜΣ, ό.π., 6.). Προσθέτει έναν ακόμη φωτοθόρυβο σε μια πόλη όπου:
Θόρυβος είναι τα αυτοκίνητα,
θόρυβος οι πεζοί,
θόρυβος οι νεκροί,
θόρυβος τα σπασμένα πεζοδρόμια,
θόρυβος στο σκοτάδι οι «νεροπαγίδες» (ΜΣ, αλλαχού),
θόρυβος οι ψάλτες στα μεγάφωνα,
οι κάργιες στην Πρέβεζα και τα κοτσύφια στο Πεδίον του Άρεως,
θόρυβος οι μαγνητοφωνημένες καμπάνες,
θόρυβος οι μουντζουρωμένες προσόψεις,
θόρυβος οι άστεγοι στο έλεος του Ιανού και του νεκρού Εσπέρια και στα οπίσθια της Τραπέζης της Ελλάδος τα λημέρ-ι-α,
θόρυβος ο από πάνω ένοικος,
θόρυβος ο από κάτω μέτοικος,
θόρυβος ο «ήλιος μαινόμενος» (ΜΣ, Ήλιος στη σκοτία, 62.),
και οι κάδοι των σκουπιδιών θόρυβος,
θόρυβος και καταθόρυβος κι ο χρόνος (Μαντελστάμ και Μπαρνς αλληλοϋποβλεπόμενοι, αλλαχού)
«Χούγια και νταν!» (Ελύτης, αλλαχού), θόρυβος και η ποίηση,
θόρυβος και ο Ζακ Αταλί,
θόρυβος και ο Ζαν Μαρί Κολομπανί,
θόρυβος και η Στοά του Αττάλου,
και θόρυβος και τα κατσαρά ή κουρεμένα φώτα λιγοστά,
ευθύγραμμος διακεκομμένος βροντοθόρυβος τα κινητά τηλέφωνα.
Γενική φωτοβροντοχυσία επικρατεί. Και αυτοί, τι να κάνουν, όπου φύγει φύγει. Αήθεις συνειρμοί μαστίζουν την φωτοπαγίδα των ευθυγράμμων φωτοβόλων ράβδων όπως όπου πίπτει φως, πίπτει και ράβδος («βίτσα τουλίπα μάγουλο της έγνοιας», Ελύτης, αλλαχού). Ελλείπει κάποια συντηρητική φωτοδιστακτικότης του είδους που έχει ανάγκη η ανθρωπότης. Ιδίως σε περιόδους πανδήμων εορτασμών. (Οικείων ψυχαναγκασμών που εγγίζουν τον βαθμό της νοσταλγού πανδημίας.) Ωσαύτως δε καί τις συμβολική αμοιβαιότης εν όψει μάλιστα δρομαίας απορροής των μύθων και υπαρκτής σκοτίας πεποιθήσεων στο χώρο των θρησκευτικών αποζητήσεων και των πολιτικών αναζητήσεων. Και ας μη μας τρομάζει το ημίφως: ακόμη και στη μεσοπελαγική ζώνη 200 έως 1000 μέτρων βάθους όπου και μειωμένη διείσδυση φωτός μπλε και πρασίνου, τα γνωστά είδη ψαριών ανέρχονται σε 850. Και όπως εδήλωσε και ο Νιόνιος (=Διονύσης Σαββόπουλος) εκπέμπων από το ουράνιο της αμεροληψίας παλάτι: «Ελάτε— άνευ παρεξηγήσεως—σύντροφοι σε εισαγωγικά, στο Πεδίον του Άρεως να διασκεδάσουμε κομμάτι. Με κάθε σοβαρότητα, δικαίωμα εις την ψυχή έχει και η ελαφρότητα. Ό,τι εφάνταζε αριστερισμός, δεν ήτο παρά παιγνιώδης συντηρητισμός. Ό,τι πρωτοτυπία, ευτελής φωτοτυπία. Και όρια έχει η νοσταλγία. Και τούτο ας μη εκληφθεί ως προϊούσα άνοια ούτε ως επιπολής μετάνοια ούτε κάτι χειρότερο. Αυτά είναι των νεαρών Καβάκων. Τυφλός ποιητής ήμην, θυμωμένος με τη μαμά μου και τον μπαμπά μου, και μολονότι αντιεξουσιαστής, ανέβλεψα εσχάτως ως ορφανός αυτοεξουσιαστής. Τέρμα η ώρα της επαναστάσεως και ήγγικεν η ώρα της άνευ μαλακίας ευτελούς φιλοσοφίας και ανασυστάσεως. Και το ροκ ήτο κλασική γεροντική μουσική, αλλά δεν το εγνώριζε». Και για να επιστρέψουμε στη Βασίλισσα Σοφία, ελλείπει λοιπόν κάποια ολίγη ατημελησία από την ως άνω φωτεινή συσκευασία: η τόση σωληνωτή ορθοβασία καταδικάζει το φως σε ορθοστασία αλλά και να διαδίδεται μονίμως σε ευθεία. Και ενώ κουρασμένο, πίπτει, δεν δύναταί τις να αρνηθεί εδώ ελάσσονα αντιστοιχία προς μια οργανικής μορφής αλληλουχία. Η δε παραπομπής απουσία σε περιβάλλον ηπίως μεικτό και αστικό, οσπίτια και γραφεία, και κυρίως στην κλίμακα μεγεθών και το αρχιτεκτονικό μείγμα—και γιατί όχι, το όποιο απορρέον και έστω υποτονικό ψυχικό πλήγμα— κολάζεται καθώς εκεί που έχει παραφωτιστεί, ή υπερφωτιστεί, το τμήμα της Βασιλίσσης Σοφίας που έχει φωτιστεί, στο σκότος όλως απροόπτως βυθίζεται, ως φωτοσαβούρα εξαφανίζεται, ως για να επιβεβαιωθεί η του φωτός απορροφητική επίνοια του ποιητή:«Ήλιος, το υπονοούμενο της νύχτας» (βλ. Μίμη Σουλιώτη, «Ήλιος στην Σκοτία», 9.). Σταματάει ξαφνικά («Ήλιος με το μαχαίρι», ΜΣ, ό.π.,54.), για οικονομικούς ή ηλεκτρολογικούς ή ρυθμικούς λόγους («Ο ρυθμός είναι ανάπαυση της ψυχής / με την σωστή δόση ημιαναπαύσεων», ΜΣ, αριστοτελοπλατωνίζων, ό.π., 56.), να φωτίζει, πλησιάζοντας προς τα μοναδικά σημεία τα οποία θα μπορούσε οιονεί να φωτομαϊμουδίζει, και εννοούνται το εισέτι Χίλτον, ο φωτοφαντομάς Δρομέας και η βραδύχωρος καθότι πλέον ευρύχωρος Εθνική Πινακοθήκη. Διότι αυτό ακριβώς επιθυμεί, ως φωτοφαύλο, να αποφύγει εκείνο που θα ήθελε να συναντήσει. Εν τέλει , μια φωτεινή συντέλεια, δουλεμένη στην φωτοεντέλεια, και Olet lucerna (όζει λύχνου): «”Εξέφεξε, εξάχνωνε παντού, / κάμνοντας την άσπρη πέτρα ξεξασπρότερη, / λαμπρύνοντας τον ίμερο των Μυρίων”— / αν και όζει λύχνου.» (ΜΣ, ό.π., 5.).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είδα ένα όνειρο. Από τη σελίδα της παλιάς εγκυκλοπαίδειας ακτινοβολούσε «φως λευκό, οπάλιο, ερυθρό του ρουβινίου, κίτρινο του λεμονίου, πράσινο της σμαράγδου ή σκοτεινό κυανούν δι’ ου η διαρκής νυξ της αβύσσου φωτίζεται». Κατ’ ακολουθίαν σκοτάδι δεν υπάρχει. Εκεί όπου δε φτάνει το φως, ακόμα και στην έσχατη αφωτιστική βενθονική ζώνη, εκπέμπουν φως τα ίδια τα πράγματα.
Επιπροσθέτως, όσα προηγήθηκαν—αμαρτίαι κειμένων—μόνο ως αφορμή εξέλαβαν τις ανάγκες φωτισμού παρά πήραν αμπάριζα από ποιητικές πολιτικοφωτιστικές ανησυχίες με ανησυχητικές αντιστοιχίες στα ποιητικά άλυπα του ανησυχητικά παρόντος ποιητού που συνεχίζω παρά τη θέλησή του να τον επεξεργάζομαι (και ασφαλώς αναφέρομαι στον Μίμη Σουλιώτη):
Να πιπιλίσω τις λέξεις παριστάνοντάς τες άχρηστες
κι αφού μουλιάσει το κουκούτσι τους στο στόμα
και τις ευχαριστηθώ νιώθοντας την ικανοποίηση
ότι ξέχωσα πράμα από τη γλώσσα στον αφρό,
να τα δώσω να μου τα ευχαριστηθούν οι φίλοι
και να μου τα σχολιάσουν οι εχθροί
μόλις τους τα ανακοινώσουν οι φίλοι.
(ΗΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΣΚΟΤΙΑ, 79., Περί ποιητικής)