Όσκαρ Κόκοσκα, Βεντάλια για την Άλμα Μάλερ (αρ. 6, 1914, Γκουάς και σινική μελάνι σε δέρμα κύκνου).
Φράσεις για χαρταετούς και βεντάλιες
04-04-2019

«… αλλ’ ειπόντες τα ονόματα, έξω των ονομάτων καταλιμπάνομεν [: αλλά λέγοντας τα ονόματα, τον αφήνουμε έξω από τα ονόματα] ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΔΟΥΚΑ ΤΟΥ ΛΑΣΚΑΡΙ, Λόγος Τέταρτος περί Θεωνυμίας, μτφρ. Αλ. Κοσματόπουλος.

 

Η βεντάλια είναι το φτερό ενός πουλιού που αφιέρωσε τη ζωή του στη δροσιά μας.  Ο χαρταετός είναι η ψυχή του παιδιού που φαντάστηκε το πουλί. Και τα δυο συνομιλούν με τον άνεμο. Είναι μύθοι και ποιήματα του αέρα. Φτερά που ξέφυγαν απ’ τα πέδιλα και το καπέλο του μύθου. Και τα δυο είναι παιχνίδια, λυσιμέριμνα, πολυμήχανα και λόγια. Πετούν σαν τα λόγια. Και τα δυο είναι αναντικατάστατα. Είναι ιδέες, πλάσματα της φαντασίας και της λογικής, μηχανές και γεννήματα σκέψεων που συνωστίζονται στην ψυχή και λάμπουν στα μάτια των ανθρώπων. Συντηρούν και συμβάλλουν στην ποιητική οικονομία της αριθμητικής και της γεωμετρίας. Ενθυλακώνουν το μυστικό της τρυφερότητας του σπουργιτιού, του εξωτισμού του παπαγάλου, της  μεγαλοπρέπειας του αετού, του αρχέγονου τρόμου του αρχαιοπτέρυγα, του σύγχρονου τρόμου του υπερηχητικού.  Είναι και τα δυο τερπνά και ωφέλιμα ταυτοχρόνως. Είναι φρόνιμα και απόκοτα, λειτουργικά, αισθητικά, τελετουργικά εργαλεία και πρότυπα. Παραμένουν νέα και χτεσινά εικοσιπέντε τουλάχιστον αιώνες τώρα—από τότε που ανέτειλαν στον εμπειρικόν ορίζοντα. Με ένα μεταξένιο πέτασμα, με ένα μεταξένιο νήμα ανταποκρίνονται με παλμό και δέχονται τις ανταποκρίσεις του αόρατου—μας συντονίζουν στο κατώφλι της όρασης  με τον ρεαλισμό του θαύματος εκεί όπου ονόματα και  οπτικά είδωλα συμψηφίζονται κατά χιλιοντάδες στη χαμογελαστή έδρα του παντός, χρώματος απαρομοίαστου ουρανί και παραλύουν όλα τα κυανόμετρα, έτσι μας δανείζουν τη δική τους όραση και μας αποκαλύπτουν άγνωστους δαιδάλους του βλέμματος.  Είναι αποθετήρια δυνατοτήτων, δεξιοτήτων, πλατφόρμες και πεζοστάσια ονείρων και επιστημών, που δεν εξαντλήθηκαν και δεν θα εξαντληθούν ποτέ.  Είναι υπάρξεις του παραμυθιού, γεννήματα και γεννήτορες  της αφήγησης, είναι χίμαιρες, είναι απραγματοποίητοι πόθοι, είναι ιπτάμενες φάλαινες, είναι πεταλούδες.

Γιασίμα Γκακουτέι, Πεταλούδα. Ξυλογραφικό ποίημα σουριμόνο, π.1830.

 

Κάποτε είναι ξυλογραφικά ποιήματα—ποιήματα από ξύλο και χρώμα, ξύλινα και χρωματιστά ποιήματα ή σύμβολα ποιημάτων· όπως η βεντάλια στο σουριμόνο (ξυλογραφικό ποίημα) «Πεταλούδα» (του ζωγράφου Γιασίμα Γκακουτέι, c. 1830) όπου η βεντάλια-φόντο σε σχήμα πεταλούδας χρησιμεύει σαν υποδοχή ενός σμήνους ανάλαφρων ιδεογραμμάτων, μια φευγαλέα χορευτική ανθολογία ανάερων ποιημάτων, έτοιμων να πετάξουν στην πρώτη λεπτή αύρα,  που όλα κάπου συλλαβίζουν τη λέξη «πεταλούδα» μέσα στο πεταλουδένιο  περιβάλλον μιας λεπιδόπτερης λόγιας γιαπωνέζας με σταμπωτές πεταλούδες στο κιμονό, μια πεταλούδα στα μαλλιά, πεταλούδες στο ταπετσαρισμένο φόντο, πεταλούδες σταμπαρισμένες και στα εξώφυλλα της στοίβας των βιβλίων δίπλα της, πάνω στο λακαρισμένο τραπέζι όπου ακουμπάει, μ’ ένα ανοιχτό βιβλίο στα χέρια, για να διαβάσει άγνωστο τί, ίσως ιστορίες πλουμιστές και εφήμερες σαν πεταλούδες, «για τον κ. Βέρνον που ακολούθησε μια πεταλούδα εννιά μίλια ώσπου να την πιάσει» (Επιθεώρηση της Ψυχαγωγίας ή Εκκεντρικότητες της Λογοτεχνίας και της Ζωής, τόμος 1ος, σ. 144, Λονδίνο 1821, όπως παρατίθεται από τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ στην Ανασκόπηση αυτοβιογραφίας του Μίλησε, Μνήμη). Απεικονίζεται τη στιγμή που στρέφει μ’ ένα ξάφνιασμα το κεφάλι δίνοντας στη σύνθεση την ατίθαση φρεσκάδα φωτογραφικού στιγμιότυπου, για να κοιτάξει κάτι που τράβηξε την προσοχή της έξω απ’ το πλαίσιο της ξυλογραφίας—ίσως, και πάλι, το πετάρισμα μιας πεταλούδας. Οι βεντάλιες, όπως και τα ποιήματα, και οι χαρταετοί, γίνονται με μαγικούς χυμούς που προέρχονται από φυσικά, με μεγάλη ιστορική, πραγματολογική και βιωματική ζωή, κοινά, φτωχά ή πολυτελή υλικά: καλάμι κοινό ή μπαμπού, κυπαρίσσι, ερυθρελάτη, ρατάν, μπάλσα, έβενο, μετάξι, σεντέφι—σπανιότερα, σεντέφι από θαλασσινά σαλιγκάρια, χλομό λευκό, με αναλαμπές ρόδινες, πράσινες και βιολετιές— ελεφαντόδοντο, κόκαλο, ταρταρούγα, χαρτί, σκοινί, σπάγκο, λινάρι, ύφασμα, δέρμα κύκνου, λεπτή περγαμηνή, κατσικόδερμα,  νερό, φωτιά, ατμό, βρασμένη αλευρόκολλα, και, όπως και με τα ποιήματα,  υπάρχουν μυστικά—η χάρτινη ουρά με τις πλούσιες φούντες πρέπει να είναι ίσαμε εφτά φορές το μήκος της ραχοκοκαλιάς του χαρταετού, το χαρτί γίνεται ιδανικό αν προετοιμαστεί με τσαλάκωμα έτσι που να γίνει όλο μια μάζα και τριφτεί πάνω στον εαυτό του, όπως τρίβουμε τα ρούχα στο πλύσιμο και ύστερα ισιωθεί ώσπου να αποκτήσει μια απαλή, ελαστική και εύπλαστη υφή σαν μεταχειρισμένο χαρτονόμισμα. Αν το χαρτί δεν αντέχει σ’ αυτήν τη μεταχείριση, είναι ακατάλληλο. Αν τα υλικά της εμπειρίας δεν αντέχουν στο ποιητικό τσαλάκωμα, είναι ακατάλληλα για το ποίημα. Ο πειρασμός της καλλιγραφίας είναι μεγάλος, και η τέχνη της ακόμα μεγαλύτερη, αλλά πρέπει να περιορίζεται στο δούλεμα της λεπτομέρειας, στην ειλικρίνεια της πιστότητας, στην τσιγκουνιά της ακρίβειας, στην αποκατάσταση των δικαιωμάτων του κενού, σαν ηθική υποχρέωση στη λειτουργικότητα και την ανθεκτικότητα του σκελετού που καλείται να εκτελέσει συγκεκριμένο έργο—να αναψύξει, να παραμυθήσει, να πετάξει, να δροσίσει.  Υπάρχουν φορές που στα βασικά υλικά αναμειγνύεται με την παιδιά και ένα μεγάλο σύγχρονο πάθος· ας πούμε ερωτικό, της έκφρασης,   ή πάθος ελευθερίας. Τότε η βεντάλια αποδιώχνει τον άκοσμο αρχαϊσμό της παλάμης του  φοινικόφυλλου, την ιριδίζουσα καταγωγική μνήμη της εκθαμβωτικής ριπιδοειδούς απόπτυξης της ουράς του παγονιού μόνο για τη θέλξη του βλέμματος, την ψυχρή μεταλλική τελετουργία του εξαπτέρυγου, την επιπόλαιη πολυτέλεια των ταφταδένιων, φεγγαρόφωτων, μελαγχολικών, ανα-μυθολογικών κηποτάφιων  του χρυσού της γαλλικού 18ου αιώνα,—την ετικέτα μιας λησμονημένης γλώσσας που οι αυλικοί της κώδικες ξεθωριάζουν μαζί με τους  γκιλοτιναρισμένους αυλοκόλακες, σε κονισαλέους τόμους εγκυκλοπαιδειών, την ιαπωνική ή κινεζική τελειότητα, τον ιδιοτελή, σε αλλότριους τεχνικούς σκοπούς αποβλέποντα,  ιαπωνισμό  των ιμπρεσιονιστών,  και  φτάνουμε έτσι στις ριπιδοειδείς κορυφώσεις που είναι οι εφτά (έξι συν μια παραδομένη στην καταστροφή) βεντάλιες που ζωγράφισε ο Όσκαρ Κόκοσκα για την Άλμα Μάλερ. «Ερωτικές επιστολές σε μεταφορική γλώσσα» τις ονόμασε και τις πρόσφερε σαν χριστουγεννιάτικο δώρο και σαν δώρο γενεθλίων. Ζωγραφίστηκαν μεταξύ 1912-1914, την ίδια εποχή με τη μνημειώδη, και μνημειακών διαστάσεων (181 X 220 εκ.) «Τρικυμία» (ή «Νύφη του Ανέμου») και καταφέρνουν το ακατόρθωτο— να συμπυκνώσουν, ακόμα και να συμπληρώσουν, στο μικροσκοπικό μέγεθος μιας βεντάλιας, την εκτεταμένη, πολύπλοκη θεματολογία:  το άναμμα, το λαμπάδιασμα, το σβήσιμο, την ιστορία, το ψυχογράφημα με όλα τα φανερά και αφανή στάδια, μέσα στον φυσικό και κοινωνικό περίγυρο, του ερωτικού πάθους ενός πυρηνικού ζεύγους εραστών· τις ιδιωτικές λεπτομέρειες που γενικεύονται στη μεταφυσική αγωνία και την εγκόσμια πραγματική αγωνία  του επερχόμενου πολέμου. Δέρμα κύκνου, σινική μελάνη και γκουάς είναι τα υλικά της βίαιης ζωγραφικής κοσμογονίας που σαρώνει τα ριπίδια του Κόκοσκα. Άφησε γυμνό μόνο το λαιμό της κάθε βεντάλιας. Το κατάγραφο πέτασμα, όχι τόσο από τρόμο του κενού όσο από τον ονειρικό κατακλυσμό των εικόνων καθώς η ζωγραφική του ευαισθησία γρηγορεί δημιουργικά στις μεταπτώσεις του ερωτικού του πάθους,  αφιερώθηκε στα πυκνά οράματα μιας εξπρεσιονιστικής αποκαλυπτικής αντι-Αρκαδίας. Απορροφήθηκε σε μια σχεδόν αδιαπέραστη εικαστική λόχμη εξπρεσιονισμού κορυφαίας έντασης και ανεξάντλητου φάσματος εικαστικών αναφορών από το αυστριακό μπαρόκο, την ευγένεια της κλασικής γραμμής  και τα ολοσέλιδα διακοσμητικά «χαλιά» των μεσαιωνικών ιρλανδικών αρχετύπων που «δεν έχουν απλώς διακοσμητική αξία αλλά είναι ένας έκτακτος αρμονικός πλοχμός, σφιχτοπλεγμένος, ανθρώπων, ζώων, φυτών,  πνευμάτων,  φτερωτών όντων, όπως στο Βιβλίο του Κελς» (ο ίδιος ο Κόκοσκα ξαναβλέποντας τις βεντάλιες του σε έκθεση, το 1968, πενήντα τέσσερα χρόνια αργότερα). Έτσι, σε μια μοναδική χειρονομία τιμητικής υφολογικής αναδρομής στην τέχνη των παλαιότερων δασκάλων εβανταϊγίστ, η συνομιλία της αφήγησης με τη διακόσμηση παραμένει αρμονικά συνεκτική και συνεχής, οι «μη ωφελιμιστικές χαρές» (και πάλι του Ναμπόκοφ) έρχονται αλαφροπάτητες και ανθοστόλιστες να επιβεβαιώσουν την πολυτέλεια της ζωγραφικής και των αναγκών μας, και ο ρόλος της βεντάλιας επιβεβαιώνεται.

 

Ετικέτες: βεντάλιατέχνη