Αλεξάνδρεια, 1925.
Φίλοι σε ελαφρήν απόκλιση
05-08-2019

Η αλληλογραφία Φόρστερ – Καβάφη, επιμέλεια και σχόλια Πήτερ Τζέφρις, μετάφραση Κατερίνα Γκίκα, πρόλογος Μανόλη Σαββίδη, σελίδες 180, ΙΚΑΡΟΣ 2013

Παρουσίαση στην 10η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, Σάββατο, 18 Μαϊου 2013

Ο Ίκαρος εκδίδει την αλληλογραφία Φόρστερ – Καβάφη. Ο τόμος παρουσιαστηκε Αγγλιστί το 2009 από το Αμερικανικό πανεπιστήμιο του Καΐρου, με την επιμέλεια και τα σχόλια του Πήτερ Τζέφρις. Φέτος, είναι η σειρά της ελληνικής έκδοσης.

Οι 86 επιστολές στο βιβλίο  προέρχονται πρωτίστως από το αρχείο Καβάφη ενώ ένα μέρος βρίσκεται στο King’s College στο Καίμπριτζ και άλλες δύο πηγές. Οι 52 είναι επιστολες και σχέδια επιστολων μεταξύ τους. Αν και η μεταξύ τους αλληλογραφία παρουσιάζει αριθμητικήν ισορροπία, αυτός που μιλάει και εκφράζεται είναι ο Φόρστερ, αυτός που ακουει και ευγενικά απωθεί ή σχολιάζει με αβρότητα είναι ο Καβάφης -μια εικόνα που γίνεται ακόμη πιο έντονη από την σωζόμενη μορφή των επιστολών του ποιητή: πρόκειται για προσχέδια επιστολών, που διατήρησε το αρχείο του, με διορθώσεις, διαγραφές και μορφή εργοταξίου. Οι αυθεντικές του επιστολές έχουν χαθεί.

Ο επιμελητής  είναι φειδωλός στην διαγραφή των ορίων που έθεσε για να μην παρουσιάσει λιγότερα ή περισσότερα τεκμήρια στην σύνθεση του έργου, αλλά οι ήρωες του τόμου, όπως οι εκδότες της εποχής, ο Τόυνμπη, ο Τόμας ‘Ελιοτ, ο Ρόμπερτ Γκρέιβς  οι διαχειριστές του αρχείου Καβάφη μετα θάνατον και άλλα πρόσωπα, εκφράζουν πειστικά χωρίς καλλυντικές ή περιττές προσθήκες το πλαίσιο αυτής της ανταλλαγής επιστολών.

Μόνον βιαστική νεοελληνική αποτίμηση που αποφεύγεται ευτυχώς χάρη στην πρόδηλη επάρκεια του επιμελητή, θα έφτανε στο συμπέρασμα πως έχουμε εδώ έναν καβγά ευγενών ψυχών περι διαγραμμάτου, τουτέστιν για την άδεια έκδοσης των ποιημάτων του Καβάφη ως σώματος, στην μεγάλη και επιδραστική αγγλόφωνη αγορά. Είναι σαφές πως ο Καβάφης δεν πολυθέλει και μετά από ένα διάστημα δεν θέλει καθόλου, όπως είναι επίσης σαφές ότι ο Φόρστερ το πιάνει το υπονοούμενο, αλλα συνεχίζει ως το τέλος της ζωής του ποιητή να του γράφει, αφ΄ενός επειδή υπάρχουν λόγω του Φόρστερ δημοσιεύσεις ποιημάτων σε πασίγνωστα περιοδικά, που ο Καβάφης εγκρίνει, αφ΄ετέρου επειδή είναι διαφορετικών εκρήξεων άνθρωπος, αυτό που λέει ο Τζακ Νίκολσον υποδυόμενος τον συγγραφέα για τον εαυτό του: last word freak. Συγχωρητέον, φαντάζομαι, αμπλάκημα για τον Καβάφη, που εκτός από το άμεσο, θερμό λεκτικό cameo του Καζαντζάκη για το έργο του, δεν χάρηκε πολλούς εσωστρεφείς χαρακτήρες στον Περίπατο των Ποιητών.

Η έκδοση που παρουσιάζω έγινε, μετά ολίγων εβδομάδων κυκλοφορία, ευμενώς δεκτή στην ελληνική αγορά των ιδεών (αυτό που λέγαμε παλαιά «πνευματικό κόσμο») και δεν είναι μόνον η εγγύηση των επιλογών του Ίκαρου. Ο Τζέφρις παρουσιάζει μαζί με τους επιστολικούς Κώδικες και μιαν Αφήγηση. Επιπλέον, πέρα από τις πειστικές ερμηνείες του, το ήθος των επιστολών, η διαφορετική ιδιοσυγκρασία των πρωταγωνιστών, και τα ου φωνητά που δεν περιέχονται αλλά υπονοούνται στον τόμο, προκαλούν έντονο το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Ζητώ προκαταβολικα συγγνώμη από τους ειδικούς που συχνά θεωρούν μια επαινετή φιλολογική έκδοση ως υποχρεωτικώς φέρουσα στο DNA της το ασχάλλον ή πλήττον ακροατήριο του συγκυβερνήτη κυρίου Κουβέλη.

Στην περίπτωσή μας, όλα οδηγουν στην αναγνωστική απόλαυση.

Ο Πήτερ Τζέφρις ακολουθεί  μια σχετικώς αναμενόμενη αγγλοσαξονική παράδοση έρευνας που απλώς κρύβει τον φοβερό μόχθο που απαιτήθηκε για να διαμορφωθεί σε ένα ολιγόλεξο εισαγωγικό κείμενο.

Ο Μανόλης Σαββίδης προλογίζει την έκδοση αρνούμενος να θεωρήσει έναν πρόλογο ως συμβατική υποχρέωση ενός αφοσιωμένου στο αρχείο Καβάφη ανθρώπου, μη λησμονώντας τις αιχμηρές αληθειες που συνηθίζει, αντί να μας προσφέρει το μώλυ και την δαττούραν της ρουτίνας.

Η μετάφραση της κυρίας Κατερίνας Γκίκα, ψυχής του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού, συμβάλλει τα μέγιστα στην σπινθηροβόλα ροή του κειμένου, αφού παιγνιωδώς πατεντάρει ακόμη και καβαφικά στερεότυπα μεταφέροντάς τα στο εργόχειρό της. Επιπλέον, δεν αφήνει πουλί πετάμενο να κυκλοφορήσει άνευ εποπτείας, καθώς οι λιτές επεξηγήσεις της χάριν του ελληνόφωνου κοινού είναι ακριβώς αυτές που πρέπει.

Οι επιστολές, ως γραμματολογικό είδος, πέρασαν φάσεις υπεράντλησης ταλέντων ή βιαστικών υπομνημάτων που περίμεναν την ώρα της φωτιάς. Είναι μερικως αληθές πως ο Καβάφης, χρόνια στην  μέγγενη της κακοπληρωμένης υπαλληλίας, «ψείριζε» τα χειρόγραφά του απλώς επειδή ήξερε πώς ψειρίζονται. Σε κάθε περίπτωση τηρεί το επιστολικό πρωτόκολλο, γνωρίζοντας σε ποιόν απευθύνεται, με ποιόν τρόπο και ποια θα είναι η τύχη τυχόν επισυναπτομένων επιστολών, υποδειγματικά. Ενώ μετά από μια ινδικτιόνα τρισεκατομμυρίων λεξεων στα λεγόμενα social media, έχουμε κάψει όλες τις διαθέσιμες φλάντζες της καλής συνεννόησης.

Ο Καβάφης, γνωρίζει τον Φόρστερ την εποχή που είναι ήδη ένας έτοιμος από καιρό επιδραστικός άνθρωπος. Έχει ήπιες συνήθειες, κατέχει και διαχειρίζεται αρχειακά την ύπαρξή του, δίνει παραστάσεις, σιωπά με απόλαυση, έχει πλήρη αίσθηση ενός κοινωνικού πάλκου στο οποίο αισθάνεται καμιά φορά την διάθεση να παίξει.

Το πώς «παίζει» το εξηγεί ο Μανόλης Σαββίδης αλλαχού:

[ … ] πρέπει να τροποποιήσουμε την εικόνα που έχουμε για τον «Καβάφη», και να την διευρύνουμε. Πρέπει λ.χ. να χωρέσει και τον κοινωνικό Καβάφη, που πήγαινε στα πάρτυ και ήταν δεινός χωρατατζής και χαριτωμένος χορευτής, που έπαιζε τέννις ως τα 45. Πρέπει να χωρέσει τον αναγνώστη των αστυνομικών μυθιστορημάτων και των δημοτικών τραγουδιών και τον συντάκτη ενός λεξικού όπου αποθησαυρίζει ασυνήθιστες λέξεις ή την ασυνήθιστη χρήση συνηθισμένων λέξεων. Πρέπει να χωρέσει τον άνθρωπο που ξέπεσε και βιοποριζόταν στο Δημόσιο αλλά συντηρήθηκε παίζοντας χρήματα στα καφενεία και στο χρηματιστήριο. Πρέπει να χωρέσει τον ευαίσθητο νέο που ανακαλύπτει την σεξουαλικότητά του, και την εξέλιξή της. Πρέπει να χωρέσει τον ρομαντικό ποιητή, τον μιμητή του Χριστόπουλου και των Φαναριωτών, τον εραστή της μουσικής, του θεάτρου και της ζωγραφικής. Πρέπει να χωρέσει και τον φανατικό καπνιστή και τον καρκινοπαθή. Πρέπει να χωρέσει το στερνοπαίδι μιας μεγάλης οικογένειας, που είναι ο τελευταίος φορέας του ονόματος, δίχως απογόνους. Και πρέπει να χωρέσει τον Ρωμιό που έχει ζήσει στις πρωτεύουσες δύο αυτοκρατοριών (Λονδίνο και Κωνσταντινούπολη) και, αποκλεισμένος στην περιθωριακή Αλεξάνδρεια, αποποιείται την βρετανική υπηκοότητα και επιλέγει να κρατήσει μόνον την ελληνική.

Μεσούντος του Μεγάλου Πολέμου στην Αλεξάνδρεια, η Μεγάλη Βρεττανία έχει φροντίσει να στεγανοποιήσει τις προστατευόμενες περιοχές της, και η διώρυγα του Σουέζ είναι μια ανεκτίμητη θαλάσσια λεωφόρος. Τυχαίνοντας να ανήκει γεωγραφικά στην Αίγυπτο, ένα χεδιβάτο που κόντεψε να αυτονομηθεί από έναν Καβαλιώτη πολέμαρχο και κυβερνήτη, το Σουέζ συνέβαλε στην μετατροπή της Αιγύπτου σε ένα προτεκτοράτο, τύπου λίγο πιό άτσαλου από την σημερινή ελληνική διακυβέρνηση.

Και σε αυτήν την Αλεξάνδρεια, ένας όχι και τόσο νέος συγγραφέας, ο Εδουάρδος Μόργκαν Φόρστερ, με λεπτά χαρακτηριστικά και κατατομή παρόμοια με μια vulpes vulpes, του πλάσματος της κορυφής των κυνιδών, δηλαδή μια αλεπού πονηρεμένη, γεννημένος στην Βικτωριανή Αγγλία, έχει το θάρρος να εκφράζεται ως αντιρρησίας συνείδησης, υπηρετεί στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, και έχει συμπληρώσει μέγα μέρος απο το δημιουργικό του έργο, ήδη στα 36 του χρόνια.

Έως τότε παλεύει, όπως διδάσκει η ιστορία πολλών ομοεθνών του, με προσήλωση στο ομόφυλο σώμα, μεταξύ ουρανίου και πανδήμου έρωτος. Ωστόσο στην Αλεξάνδρεια, αυτός ο πόθος έχει ευτυχές τέλος. Ερωτεύεται εμπραγμάτως έναν Αιγύπτιο τραμβαγιέρη, λίγον καιρό αφότου βίωσε την πρώτη του σεξουαλική σχέση. Η ευτυχία του συμπληρώνεται όχι μέσα από τα τρόπαια ενός αυθεντικού αποικιοκράτη του Welfare, αλλα  από την γνωριμία του με τον επιβλητικά φημισμένο ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη.

Τους φέρνει σε επαφή ο προϊστάμενος του Φόρστερ και όλων των Βρεττανών στην Αίγυπτο σε καιρό πολέμου, ο R.Α. Furness, ενδεχομένως με την φιλική μεσολάβηση ενός νεαρού λογοκριτή, του Αντόνιους. Είναι 7η Μαρτίου του 1916 και ήδη έως τα μέσα του 1917 είναι πρόδηλο πως έχουμε μιά σχέση που έχει ωριμάσει.

Μια λέξη από γράμμα του Φόρστερ 12 Μαΐου 1917, η λέξη «ανάσταση», και μια επιστολή της 1ης Ιουλίου του ιδίου που περιέχει πρώτη και τελευταία φορά διαλογισμούς περι διαφθοράς και άλλων μεγαλυντικών του βίου, ορίζουν, νομίζω, το μεγάλο κενό, μεταξύ Μαρτίου 1916 και Μαΐου του 1917 μέσα στο οποίο χώρεσαν μεταξύ των δύο ανδρών τα εξής: ο Φόρστερ γνωρίζει τον Καβάφη, συζητούν, ανταλλάσσουν ευγένειες και αργότερα εξομολογήσεις, ο Καβάφης έκτοτε αναβαθμίζει την σχέση του σε κοινωνικώς εγκάρδια, αλλά δεν ενδίδει, δεν εξηγεί στον Φόρστερ ή ο Φόρστερ δεν καταλαβαίνει πως βρίσκεται σε άλλο μήκος κύματος.

Ο Καβάφης είναι 16 χρόνια μεγαλύτερος, αισθάνεται έμπειρος και ώριμος, με κατακτημένη έκφραση, ωστόσο παραμένει υπάλληλος μιας τοπικής καγγελαρίας που λίγο απέχει απο μιά κατοχική κυβέρνηση, η οποία ήταν προ τινος σεβαστική στον ήδη εξόριστο χεδίβη, τον Αμπάς.

Ο Φόρστερ μπορεί εσωτερικά να αισθάνεται παρομοίως πλήρης, αφού το Δωμάτιο με θέα και το Χάουαρντς Εντ έχουν ήδη εκδοθεί, ενώ το ατμοσφαιρικό Μωρίς αναμένει στα «κρυμμένα», αλλα μπροστά στον Καβάφη, αισθάνεται πράγματα που οι ερευνητές υπέθεταν μεν, αλλα τεκμηρίωναν με προσωρινές άδειες εξόδου. Η συνάντηση Καβάφη – Φόρστερ μπορεί να αναπαρασταθεί επιτέλους από την αλληλογραφία τους, που κράτησε έως τον θάνατο του Αλεξανδρινού, το 1933.

Αλλά τα 16 χρόνια διαφοράς στη γέννηση δεν νομίζω πως είναι ο επίδικος, ο κρίσιμος αριθμός. Ο Φόρστερ, φως φανάρι έχει διαφορετικόν χαρακτήρα και ζει έναν έρωτα που αμέσως τον διαθέτει σε επιβλητικά μνημόσυνα, όταν ο καλός του, ο Μοχάμεντ ελ Αντλ πεθαίνει. Το «Φάρος και Φαρίσκος»  ένα από τα αλεξανδρινά του έργα, είναι αφιερωμένα στον Ερμή Ψυχοπομπό. Εκεί, ανατυπώνει μερικές υποδειγματικές γραμμές για τον Καβάφη, καμωμένες για να κερδίσουν τις εντυπώσεις των πολλων αναγνωστών και θαυμαστών του.

Στις επιστολες του διακρίνεται χωρίς υπερβολική προσπάθεια ο γνώστης του μάρκετιγκ της εποχής. Ως δραματική φιγούρα πάντως, προσπαθεί απεγνωσμένα να αποκαταστήσει το χαμένο σώμα, με κερδισμένες από την συγγραφική δεινότητα λέξεις. Ο Φόρστερ πλάθει έναν Άδη όπου ο συγγραφέας και ο εραστής του θα έχουν το προνόμιο να ζουν μέσω του έργου του, μεταξύ των ζωντανών, και το βράδυ να επιστρέφουν σε δώματα διπλανά της Περσεφόνης. Ωστόσο, ο Καβάφης που νομίζω έζησε ανάλογο στάδιο (επεκτείνοντας μια ιδέα του Μίμη Σουλιώτη αλλά και πολλών ικανών ερευνητών) με την σύναξη στο αρχείο του μιας επιβλητικής μαγιάς από «κρυμμένα» ποιήματα που έχουν αισθαντική βάση τις Μέρες του 1903, δεν σκοπεύει να περιμένει τον Α.Μ. του, να παραμείνει σε πουργατόριο. Ο Καβάφης, όταν ενώνεται πνευματικά με τον Φόρστερ και ακούει τις εκμυστηρεύσεις του, θεωρεί μάλλον μάταιο να του εξηγήσει πως έχει άλλη άποψη για την εξέλιξη της ποιητικής ιδέας.

Μου αρέσει να σκέφτομαι, παίρνοντας άδεια από μια σημαία ευκαιρίας, πως μερικά από τα ποιήματά του, που στρέφονται στην αναπόληση και στη μνήμη, είναι στην ουσία μακρυνές υποδείξεις στον Φόρστερ και υπενθυμίσεις πως ο ίδιος, τα δυνατά ποτά των ανδρείων της ηδονής, τα έβαλε σε κερί και μέλι, τα μεταφέρει και δεν τα βαλσάμωσε όπως πράττουν οι ενθουσιώδεις και βιαστικοί τρυγητές εμπειριών. Ο Φόρστερ καταλαβαίνοντας αλλά μη αποδεχόμενος τόσο μεγαλείο του Αλεξανδρινού, θα υποφέρει ακόμη και ως συγγραφέας, σε μια ιστορία ενσωμάτωσης ερωτικών βιωμάτων στο Πέρασμα στην Ινδία, μια υπόθεση ακόμη ανοιχτή στην λογοτεχνία του.

Σπεύδω να σας διαβεβαιώσω πως η άγνοια βασικών κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς, με εμποδίζει να δίνω μεγάλη σημασία στον καβαφικό ομοερωτισμό. Ομοερωτικούς γαρ θεωρώ και τους μαμάκηδες, τους νάρκισσους, τους μανιακούς κυνηγούς του ποδογύρου, τους γόητες (οπωσδήποτε τους μοντελοπνίχτες) και τους υπό γράμμωσιν των κοιλιακών στα γυμναστήρια του πλανήτη. Ως αναγνώστης, δεν έχω γνωρίσει ηδονικότερη γραφή και ανδρικώτερη γραφίδα από του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη.

Ξέρετε, ενώ οι νεοέλληνες αναλυτικοί είμεθα ψόφιοι να μηρυκάσουμε περί των διαφοροποιήσεων της αριστεράς και της προόδου, βάζοντας παντού σήματα, ταμπέλες, φράχτες και φέουδα, σε μερικά ζητήματα αισθανόμαστε μονόμπατοι, μονής έμβασης, ήτοι μονεμβασιώτες: στην συγκρότηση της δεξιάς παράταξης, στην ομοφυλοφιλία και στην επινόηση ενός ηθικού Έθνους. Θεωρούμε απαράδεκτο να τυρβάζουμε πάνω στις μικρές ή μεγάλες παραλλαγές αυτών που δεν εναρμονίζουν την λιβιδώ τους με τα  δεδομένα του πλήθους των τεκνοποιών, αλλά μάλλον την ενορμονίζουν. Συναφής προς την ιδέα μου, είναι η αντίδραση πασίγνωστου και αστραφτερού ομοφυλόφιλου, προ πολλών ετών, τον οποίον πλησίασε νεοσσός των γραμμάτων και των τεχνών για να του εκμυστηρευτεί πως ακολουθεί τα ίδια χούγια με τον μέγιστο. Εκείνος τον έκοψε: Δεν είσαι ομοφυλόφιλος, αγόρι μου. Πούστης είσαι!

Τα γράφω αυτά εκτιθέμενος, διότι η πιο συζητημένη από τις επιστολες του Φόστερ, η εικοστή στον τόμο, ξεκινά με το Αγαπητέ μου Καβάφη, είστε κακός ποιητής και καταληγει στα εξής: Θέλετε να δείτε μερικές από τις κριτικές; αν είστε καλός ποιητής, θα σας τις δώσω […] Πάντως μας πούλησε σαν το ζεστό ψωμάκι. Συμπαθάτε με, αλλα αυτή η αιφνίδια χαριτωμενιά γίνεται κατανοητή μόνον με τον τρόπο που σας διάβασα τα αποσπάσματα: αδερφίστικα. Κάθε άλλη ερμηνεία, λύχνου όζει. Η ιδιοσυγκρασία των δύο αυτών δημιουργών, δεν χρειάζεται τελάλη για να θεωρηθεί πως προέρχεται από άλλων πλανητών αντίποδες.

Ο Τζέφρις, ακολουθώντας  στοιχεία και υποθέσεις εργασίας με νόημα, στο βασικό ερώτημα που προκύπτει από την Αλληλογραφία, για ποιόν λόγο ο ποιητής αρνήθηκε εντέλει να παραδώσει στο κοινό ένα σώμα των ποιημάτων του στα Αγγλικά, καλύπτει την αναζήτηση ψάχνοντας πολλά, από την ανάμιξη του Τόυνμπη στην έκδοση που ήταν αντιπαθές πρόσωπο στον ελληνικό κόσμο, με τα άρθρα του υπερ του Κεμάλ, την εποχή της Σμύρνης και του Αφιόν Καραχισάρ, έως τις διαφωνίες για την αντοχή και το ύφος των μεταφραστών. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη πιο κραυγαλέα ζητήματα: Ο Καβάφης δεν έβγαλε ποιητικό σώμα σε τόμο μήτε στην ελληνική μορφή των ποιημάτων του.

Η ιστορία με τον Τόυνμπη μισέλληνα έχει μιάν απήχηση στο ελληνικό κοινό, φτάνοντας την σχετική παράδοση στον Τζέρεμι Κλάρκσον, αλλά η έκδοση είχε στόχο να τον δοξάσει στο αγγλόφωνο κοινό. Των νικητών. Αυτών που διέλυσαν το χεδιβάτο στο οποίο ζούσε επι δεκαετίες. Των νικητών που άσκησαν μη αποδεκτή βία στον πληθυσμό της Αλεξάνδρειας, εκτελώντας και φυλακίζοντας ακτιβιστές, με τον Καβάφη βαθέως επηρεασμένον και εμβρόντητο.

Θα του ήταν αδύνατο να περάσει πνιγμένο σε μέλι και τυλιγμένο σε κερί το έργο του, σε μια κοινωνία που πρωτίστως συνέβαλε να χαθεί ο κόσμος του. Ο κόσμος των Ρωμηών. Αυτός που έπαψε να υφίσταται ως γεωγραφία και πόλεις και δρόμοι και μεράκια μετά το 1923. Ο κόσμος μετά την μικρασιατική καταστροφή είχε με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ανάγκη όχι από έναν Όμηρο, αλλα από έναν ποιητή που μετέφραζε τη μνήμη του σώματος σε υπαρκτές λέξεις άλγους.

Φυσικά, οι αναλυτές που προσέχουν τη ματιά του Φόρστερ για την Αλεξάνδρεια, θεωρώντας την ελληνική διαχρονικη παρουσία ανάλογη με την αγγλική παρέμβαση που απεχθάνεται, θα έχουν να λένε για την παροιμιώδη ευγένεια του Αλεξανδρινού. Και ο Φόρστερ υπήρξε μαζί του ευγενής, αλλά στο έργο του, χαρακτήρες όπως του Καβάφη ήταν ό,τι περισσότερο απέφευγε στις τοπικές κοινωνίες. Ο Καβάφης μπορεί να ξεκίνησε όπως ο Φόστερ, ενδεχομένως να έζησε ανάλογες στιγμές πάθους και εξάρσεων. Αλλά το μόνο που ζητούσε, επεξεργαζόμενος βασανιστικά ένα υπέροχο, στιβαρό έργο, ήταν να πεθάνει χωρίς καμίαν απόκλιση από τον Κώδικα και την Αφήγησή του. «Μήτε καν ελαφρήν απόκλιση» θα είπε με έμφαση η Μούσα του στον Χάρο. Ο οποίος τον πήρε σε μέρα σημαδιακή του βίου του.

Ο Φόρστερ  μακροημέρευσε και απέθανε δαφνοστεφής το 1970. Η σχέση του με τον μακαρίτη πλέον Καβάφη θα συνεχιστεί, χάρη στο Σύστημα και στους Κώδικες ενός νέου σπουδαστή, του Γιώργου Σαββίδη, που θα ενημερώσει τον κύριο Μόργκαν για μέρος του Καβαφικού αρχείου που σχετίζεται με τον ίδιο. Η νέα εποχή της μελέτης του έργου του Καβάφη, σημαδεύεται από την τελευταία επιστολη του τόμου: 25 Ιουλίου 1958. Ο Φόρστερ στον Γιώργο Σαββίδη. Ο ίδιος ενθουσιώδης λόγος, παρά την ύφεση ενός ογδοντάρη.

Βλέπω στο Youtube την κίνησή του σε μια συνέντευξη, γέρος πιά. Υπήρξε. Εμφανίζεται ήσυχος, τακτικός, ευγενής. Και ανατρέχω στο λοξό βλέμμα του ποιητή, του οποίου είμαι απλώς αναγνώστης και οπαδός, λίγο πριν πεθάνει, βουβός εξ ανάγκης, και πράγματι εκφραστικός. Ναι, υπήρξαν απολύτως διαφορετικοί.

Έχω πέντε χρόνια να πάω στην Αλεξάνδρεια. Στο αεροδρόμιό της τύχαινε να συνυπάρξω με αρκετούς ανθρώπους υπό απομίμηση των φωτογραφιών του Καβάφη. Μαλλί ή περούκα στίλβουσα με κυματιστό χτένισμα, γυαλάκια όπως του ποιητή, ηλικία μεταξύ 50 και 70, άψογα ντυμένοι έως και τιτίζηδες. Και από την άλλη πλευρά του ελέγχου των διαβατηρίων, καλά διδαγμένοι και γελώντας ξένοιαστα με τα εκατό τους δόντια, οι ασελγείς νέοι της Αλεξάνδρειας. Να ποζάρουν όπως νόμιζαν πως απαιτεί ο Κώδικας. Και τις επόμενες μέρες, οι ίδιοι Ψευδοκαβαφείς, σε καφενεία, περιπάτους και σε κομψά στέκια με τουριστικά εισπνεόμενους αργελέδες, sisha, με τους ίδιους νέους. Μόνον που είδα και ζευγαράκια (αγόρι από αυτά που έπαιζαν με τις δήθεν Καβάφισσες, κορίτσι με μπούργκα) σε δημόσιους χώρους, πρωινιάτικα, μαθητούδια πριν το σχολειό, να πράττουν στο απόσκιο του πάρκου και στον χαμηλό φραγμό, γρήγορο σάρκας γύμνωμα, τελείως ακατάλληλα για προφυλάξεις.

O Γιώργος Σαββίδης είναι υπό ελαφρήν απόκλισην παρών στην σημερινή παρουσίαση σε τρείς σκεπτομορφές. Ως ο φιλόλογος που διέγνωσε τη σημασία μιας αυτοτελούς έκδοσης της αλληλογραφίας Καβάφη – Φόρστερ και έκαμε τα αναγκαία βήματα προς τούτο, ως δημιουργός του τίτλου τού ανα χείρας βιβλίου, και επειδή δικό του είναι το υποκάμισο που φορώ, ευγενική προσφορά του υγιού του, ο οποίος φιλοφρόνως θα σκέφθηκε πως μπορεί το ράσο να μη κάνει τον παπά, ο λαός όμως δεν εξέφρασε άποψη για το τι κάνει ένα πουκάμισο σε έναν μη φιλόλογο…