Υπάρχουν, πιστεύω, τρεις (συν ένας) σοβαροί λόγοι για να υποστηρίξουμε με σαφήνεια τη Συμφωνία των Πρεσπών.
α) Η υπάρχουσα κατάσταση στο ζήτημα τίποτα καλό δεν έχει, από όποια σκοπιά κι αν τη δούμε: είτε διεθνιστική είτε πατριωτική είτε των σχέσεων των δύο λαών κλπ. Αντίθετα, έχει πολλά και μεγάλα κακά (πάλι από όποια πλευρά κι αν τη δούμε), καθώς εξέθρεψε ένα κλίμα εθνικισμού, υποκρισίας και τερατολογίας στις ηπιότερες εκδοχές, σκοπιανοφαγίας και μισαλλοδοξίας στις σκληρότερες. Και αντίστοιχα φαινόμενα και στην απέναντι όχθη των Πρεσπών.
β) Τώρα είναι η στιγμή να αλλάξει η κατάσταση. Αλλιώς, το θέμα θα σέρνεται επί πολλά ακόμα χρόνια, δηλητηριάζοντας και τις δύο κοινωνίες. Ό,τι κι αν υποστηρίζει κανείς (είτε ότι η συμφωνία είναι εις βάρος της Ελλάδας είτε εις βάρος της γειτονικής χώρας – υπάρχουν και οι δύο απόψεις) για ποιον λόγο άραγε σε ένα, σε δύο ή σε πέντε χρόνια (για να μην πω τέρμινα) θα υπάρχουν καλύτερες ευκαιρίες; Η σημερινή δήλωση Καραμανλή «δεν βιαζόμαστε» είναι υπόδειγμα εθελοτυφλίας (τόσο γνώριμης στην «εθνική στάση»). Αντιθέτως, βιαζόμαστε, και μάλιστα πολύ, να βγούμε από το τέλμα.
γ) Η Συμφωνία είναι ρεαλιστική και σέβεται εκατέρωθεν ευαισθησίες. Και οι δύο πλευρές έκαναν δύσκολα και αποφασιστικά βήματα. Φυσικά, φέρει τη σφραγίδα του ισχυρότερου, της Ελλάδας (που επιβάλλει στον αδύναμο να αλλάξει την ονομασία και το Σύνταγμά του), ωστόσο αυτό γίνεται εντός ορίων που θέτουν διεθνείς κανόνες δικαίου και διεθνείς συσχετισμοί (δεν μπορούσε να επιβάλει, λ.χ., την ονομασία «Σκόπια» ή «Βαρδαρία»). Ωστόσο, η Συμφωνία απεικονίζει και τη διάθεση των δύο πλευρών να να αλλάξουν ρότα.
Και ένας τέταρτος λόγος, συμπληρωματικός. Ραχοκοκαλιά των αντιδράσεων που ξεσηκώθηκαν είναι ο εθνικισμός (και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς), που παίρνει μορφές ακροδεξιές, ρατσιστικές και επιθετικές. Ανάλογα συμβαίνουν και στην άλλη πλευρά.
Θεωρώ τους παραπάνω λόγους ισχυρούς και απολύτως ικανούς για τη στήριξη της Συμφωνίας. Και θεωρώ ότι υπερισχύουν πολλών άλλων. Για παράδειγμα, το ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τη Συμφωνία και (αλλά όχι μόνο) εργαλειακά, διακηρύσσοντας ότι αποτελεί όχημα για την κεντροαριστερά, δεν μπορεί να είναι επαρκές κριτήριο για την απόρριψη της Συμφωνίας. (Όπως, αντίστροφα, η βουκεφαλοποίηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, αν και τη βρίσκω λίαν επικίνδυνη, δεν αποτελεί, για μένα, ουσιώδη λόγο στήριξης της Συμφωνίας).
Η Συμφωνία συνήφθη υπό την πίεση του «διεθνούς» (διάβαζε: ιμπεριαλιστικού) παράγοντα για να μπει η γειτονική χώρα στο ΝΑΤΟ: είναι σωστό, αλλά ούτε αυτό μπορεί, πιστεύω, να είναι το κριτήριο για την αποτίμησή της. (Θυμίζω ότι η δίωξη της Χρυσής Αυγής, έγινε λόγω των διεθνών πιέσεων ή επειδή η ΝΔ αισθάνθηκε ότι απειλείται η ηγεμονία της στον δεξιό χώρο, και όμως ήταν παραπάνω από αναγκαία και σωστή). Και ας προσέξουμε να μη φτάσουμε σε αλλοπρόσαλλες καταστάσεις, να λέμε (ιδίως ως αριστεροί!) ότι, λ.χ., η Ελλάδα, ως μέλος του ΝΑΤΟ (και ως η ισχυρή –και νατοϊκή– χώρα) θα έπρεπε να βάλει βέτο (δηλαδή να χρησιμοποιήσει την ισχύ της και της ιδιότητά της ως μέλους του ΝΑΤΟ) για να μη μπει η γειτονική χώρα στο ΝΑΤΟ, ενώ η ίδια να παραμένει σε αυτό – καμία σχέση με διεθνισμό, αντιιμπεριαλισμό και αλληλεγγύη των λαών δεν έχουν αυτό.
Τέλος, για όσους υποστηρίζουν ότι η γειτονική χώρα έπρεπε να αναγνωριστεί με το συνταγματικό της όνομα: Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ναι, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν ορθότερο και δικαιότερο, υπάρχουν όμως δύο μεγάλα αγκάθια. Πρώτον, θα ήταν εφικτό να περάσει από το ελληνικό κοινοβούλιο μια τέτοια συμφωνία και δεύτερον, και ακόμα πιο σημαντικό, από την ελληνική κοινωνία; Όπως λέμε ότι οι κάτοικοι της γειτονικής χώρας, εδώ και πολλές δεκαετίες, αποκαλούνται (οι ίδιοι και από όλο τον πλανήτη) Μακεδόνες και αυτό δημιουργεί μια αδήριτη πραγματικότητα, αντίστοιχα πρέπει να δούμε και μια άλλη, μικρότερη, αλλά υπαρκτή πραγματικότητα: από το 1992 τουλάχιστον οι Έλληνες έχουν γαλουχηθεί (με βαριές ευθύνες του πολιτικού κόσμου και των ΜΜΕ) με τη βεβαιότητα ότι οι «Σκοπιανοί» παραχαράσσουν την ιστορία, είναι επιθετικοί, μας απειλούν κ.ο.κ. Όταν εκατομμύρια συμπολιτών μας έχουν αυτή την πεποίθηση, όσο εσφαλμένη κι αν είναι, αυτό δημιουργεί –κακώς, κακίστως ίσως, αλλά δημιουργεί– μια πραγματικότητα που πρέπει να λάβουμε υπόψη (προσοχή! όχι να υποταχθούμε σε αυτήν, αλλά να τη λάβουμε υπόψη και να τη σταθμίσουμε). Οι Πρέσπες αποτελούν έναν συμβιβασμό που λαμβάνει υπόψη και τις δύο αντιθετικές και συγκρουόμενες πραγματικότητες και στις δύο χώρες, οι οποίες πραγματικότητες (ανεξάρτητα με το δίκιο και το άδικο που έχει η καθεμιά) υπάρχουν: αυτή, άλλωστε, είναι η πρωταρχική ιδιότητα των πραγματικοτήτων: ότι υπάρχουν.
Δεν πιστεύω ότι η Συμφωνία βάζει οριστικό τέλος στη διαμάχη και τον εθνικισμό ούτε ότι εγγυάται ένα ανέφελο μέλλον. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Πιστεύω όμως ότι είναι ένα αποφασιστικό βήμα και ότι μπορεί να δημιουργήσει νέες πραγματικότητες και δυνατότητες, θετικές για τους δύο λαούς, στις δύο κοινωνίες, και εντός και καθεμιάς. Δεν πιστεύω ότι η Συμφωνία δημιουργεί μια «παιδική χαρά» όπου θα παίζουν ευτυχισμένοι οι δυο λαοί με πεταλουδίτσες και μελισσούλες ολούθε, έχοντας εξορίσει στα Τάρταρα τους εθνικισμούς, αλλά ούτε ότι διανοίγει μια λεωφόρο όπου θα κόβουν αμέριμνα βόλτες και θα αλωνίζουν το ελληνικό κεφάλαιο και οι νατοϊκοί (που αλώνιζαν και τώρα, άλλωστε). Και πιστεύω ότι η νέα πραγματικότητα που δημιουργεί η Συμφωνία, είναι ευνοϊκότερη και δίνει πολλές δυνατότητες για όσους αγωνίζονται κατά του εθνικισμού και υπέρ της αλληλεγγύης, της συμφιλίωσης και των δικαιωμάτων των δύο λαών.
Γι’ αυτό, ακόμα και αν κάποιος είναι ριζικά αντίπαλος της κυβέρνησης (της ελληνικής ή της φυρομιανής) αυτό δεν συνεπάγεται ότι, αυτομάτως, οφείλει να είναι αντίθετος σε κάθε πράξη της, άρα και στις Πρέσπες. Γιατί κάτι τέτοιο, αν μη τι άλλο, είναι, πολιτικά, ετεροκαθορισμός. Με λίγα λόγια, πιστεύω ότι οι αριστεροί και οι αριστερές, οι αντιεθνικιστές και οι αντιεθνικίστριες, και ευρύτερα οι δημοκράτες, ακριβώς με βάση τα κριτήρια, τις επιδιώξεις και τις αρχές τους, έχουν ισχυρούς λόγους και πρέπει να υποστηρίξουν τη Συμφωνία των Πρεσπών.