Ένα κοριτσάκι σε ένα μπαλκονάκι, σε μια όχι από τις πιο προνομιούχες περιοχές του Τόκιο, στους «Κλέφτες Καταστημάτων» του Χιροκάζου Κόρε-Έντα (2018).
Ένα αγοράκι σε ένα μπαλκονάκι, σε μια όχι από τα πιο προνομιούχες περιοχές του Μπουένος Άιρες, στις «Μεσοτοιχίες» του Γκουστάβο Ταρέτο (2011).
Ένα κοριτσάκι σε ένα σαλόνι, σε μια όχι από τις πιο προνομιούχες περιοχές της Βοστώνης, στο “Gone Baby Gone” του Μπεν Άφλεκ (2007).
Για το αγοράκι δεν ξέρουμε πολλά πράγματα. Για την ακρίβεια δεν ξέρουμε τίποτα. Η ταινία δεν μιλά για αυτό. Προλαβαίνει να χωρέσει μόνο σε μια σκηνή, όπου το βλέπουμε φορώντας την μαύρη μπέρτα του να κάνει ποδήλατο σε ένα μπαλκόνι τόσο μικρό και τόσο στενό, ώστε έχει χώρο για να κάνει μόνο δυο πεταλιές μπροστά και δύο πίσω, δυο πεταλιές μπροστά και δυο πίσω. Μπορούμε άρα πάντα να ελπίζουμε. Μπορούμε πάντα να ελπίζουμε ότι η εν λόγω ασφυξία είναι μόνο μέρος της ζωής του. Μπορούμε πάντα να ελπίζουμε ότι δεν ζει φυλακισμένο, αποκλεισμένο, στεγνό από αγάπη και στοργή. Μπορούμε πάντα να ελπίζουμε ότι η μαμά του ή ο μπαμπάς του ή και οι δύο ή κάποια γιαγιά ή κάποιος παππούς ή κάποιος άλλος θα γυρίσει σύντομα σπίτι και θα του δώσει όλη την προσοχή του κόσμου.
Αλλά δεν μπορούμε να έχουμε καμία τέτοια προσδοκία για τα δύο κοριτσάκια. Εκείνων τους έλαχαν κακοί γονείς. Ακατάλληλοι εν πάση περιπτώσει για γονείς. Εκείνα είναι προορισμένα να μεγαλώσουν σε περιβάλλον κακοποιητικό. Άλλοτε σκέτα ψυχικά κακοποιητικό, άλλοτε και σωματικά. Εκείνα είναι προορισμένα να παίζουν πάντα μόνα τους. Με κούκλες που η μαμά τους δεν ξέρει το όνομά τους. Εκείνα είναι προορισμένα να εξορίζονται, μπροστά σε μια τηλεόραση ή έξω σε ένα μπαλκόνι. Να μην ενοχλούν. Γιατί αποτελούν ενοχλήσεις. Όσο υπάρχουν στα μάτια των μανάδων τους, υπάρχουν ως ενοχλήσεις.
Και για τα δύο βρέθηκαν άλλες οικογένειες. Η μία πολύ ευκατάστατη και πολύ καθώς πρέπει. Η άλλη κάθε άλλο παρά ευκατάστατη, κάθε άλλο παρά καθώς πρέπει. Αλλά η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη. Γιατί και στις δύο άλλες οικογένειες βρήκαν ό,τι δεν θα μπορέσουν να αποκτήσουν ποτέ στη δική τους: αγάπη και φροντίδα. Και τα δύο εκλάπησαν από την φυσική τους οικογένεια. Και τα δύο βρέθηκαν στην μη φυσική τους οικογένεια ως προϊόν απαγωγής. Και για τα δύο δεν ακολουθήθηκε η νόμιμη οδός. Η νόμιμη οδός δεν θα οδηγούσε πουθενά άλλωστε.
Δεν μπορείς να πάρεις νομίμως τα παιδιά από γονείς που δεν τα αγαπάνε. Δεν μπορείς να αναγκάσεις κανέναν γονιό να αγαπάει και να φροντίζει τα παιδιά του. Να τα φροντίζει αληθινά δηλαδή. Η φυσική οικογένεια είναι ιερή. Οι δεσμοί αίματος είναι ιεροί. Το δικαίωμα μιας μάνας κι ενός πατέρα να συνθλίψουν τον ψυχικό κόσμο του παιδιού τους είναι ιερό κι απαραβίαστο. Το δικαίωμα ενός πατέρα και μιας μάνας να βιώνουν το παιδί τους ως εμπόδιο και βάρος και όχι ως δώρο κι ευλογία είναι ιερό κι απαραβίαστο. Το δικαίωμα μιας μάνας κι ενός πατέρα να μεγαλώσουν ένα παιδί πετώντας το σε μια γωνία και αδιαφορώντας πλήρως για το τι συμβαίνει μέσα του είναι ιερό κι απαραβίαστο.
Αν δεν κακοποιήσουν ψυχικά τα παιδιά οι γονείς που τα έφεραν στον κόσμο, ποιος θα τα κακοποιήσει; Ο ξένος; Και τι τον έχουν τον ξένο τα παιδιά για να πονέσουν πραγματικά; Ο πατέρας σου κι η μάνα σου όμως; Αυτοί ναι. Με την απουσία τους ή την παρουσία τους, έχουν τον τρόπο να σε ισοπεδώσουν προνομιακά και απαράγραπτα.
Οι άνθρωποι που μας έφεραν στη ζωή. Οι άνθρωποι που φέρνουμε εμείς στη ζωή. Τα σπίτια μας. Τα μπαλκόνια μας. Τα παιχνίδια μας. Τι σημαίνει αγαπώ το παιδί μου; Πόσο διαμετρικά αντίθετες συμπεριφορές μπορούν να χωρέσουν κάτω από τη στέγη του ίδιου ρήματος;