Πριν αποδεχτούν οι δύο Αθηναίοι την πρόσκληση φιλοξενίας των πουλιών στη λόχμη του Έποπα, ο Πεισθέταιρος κοντοστέκεται διότι έχει μια αγωνία: «Μια στιγμή! Πώς θα συνυπάρξουμε με τα πουλιά, αφού εμείς δεν πετάμε;»
Ο Έποπας είναι καθησυχαστικός: «Μηδέν φοβηθής. Έστι γαρ ριζίον ο διατρογόντ’ έσεσθεν επτερωμένω» ήτοι «Μη φοβάσαι. Έχει μια ριζούλα, τη μασουλάτε και αμφότεροι βγάζετε φτερά»
Η κωμωδία ανεβαίνει το έτος 414 π.Χ. και ευτυχώς ή δυστυχώς δύσκολα θα βρεις τεκμηριωμένη ιστορία της χάχας και της μαστούρας, παρεκτός νύξεις ασχολίαστες, παρεκτός και πέσετε πάνω σε ευφάνταστο «ερευνητή» που δεν θα παραλείψει να κάνει την τρίχα τριχιά.
Κατά τα άλλα, ως μύστες των Νικολοβάρβαρων, των Ιωακείμ και Άννης, αλλά και του Αγιού μας του Σπυριδώνου, ήτοι γανωμένοι από μπόλικη ανατολίτικη φιλοσοφία με τα παρακλάδια της, πάντοτε ξεχνάμε τι μασούλαγαν οι πρόγονοι και από ποια καπνίλα βγαλμένοι έβλεπαν τα μέλλοντα, σαφηνίζοντες το παρελθόν.
Δύσκολα καταλαβαίνουμε πως ο μήνας που βιώνουμε είναι ένας κατήφορος στο μαύρο σκοτάδι και στον πηχτό θάνατο, ως μαρτυρούν σε κώμες και χωριά τα θαμμένα στη μνήμη κάλαντα και ο παθολογικός φόβος που εκπέμπουν οι μύστες πως ο ήλιος θα χαθεί και ανατολή δεν θα υπάρξει.
Είναι μια εποχή τεθλασμένη. Και η πόλη δεν δακρύζει αλλά καλώς ταλαιπωρείται. Αυτοί που την έκαψαν το 1917, αυτοί που σάρωσαν το Κάμπελ, οι εκ βενιζελικών «πατριώτες» με τα ναζιστικά σύμβολα, αυτοί που πέταξαν τους Εβραίους μόνο και μόνο για να υπεξαιρέσουν έπιπλα, λίρες και άλλα «προσφυγικά», οι δοσίλογοι που δεν έδωσαν λόγο μήτε στα «προοδευτικά» παιδιά τους, η χουντοκατάσταση της Σαλονίκης, ακμαιότατη, πόσο άλλον Δεκέμβριο να επιθυμούμε;
Καταπιείτε το ριζίον σας, παίζοντας την έκθαμβη νεολαία που ψάχνει σε ποιο στέκι να κρεμάσει το διδακτορικό της.