Ξεκίνησε μια συζήτηση στη 16η ΔΕΒΘ (Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης) με θέμα «Διαδίκτυο και κριτική λογοτεχνίας» με αφορμή μια εισήγηση του Άγη Αθανασιάδη. Συζήτηση που διοργάνωσε η Book Press. Διάβασα το κείμενο και θα ήθελα να σχολιάσω κι εγώ μερικά πράγματα.
Στην Ελλάδα, στον χώρο του βιβλίου, σπάνια βλέπεις κακή κριτική. Μικρή χώρα, μικρή αγορά. Κάθε νέα έκδοση που θα τύχει της δέουσας προσοχής του εκδότη, θα βρει τον δρόμο της προς τους κριτικούς. Το γραφικό «καλοτάξιδο», που συχνά ακούμε, δε φτουράει από μόνο του. Εκτός από τις σελίδες των παραδοσιακών ΜΜΕ, το βιβλίο, θα δεχτεί το πατ-πατ στη ράχη του και από τους εκάστοτε βιβλιόφιλους των ΜΚΔ (Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης) που με το πρόσχημα της βιβλιοφιλίας θα το εκθειάσουν. Όλα αυτά είναι θεμιτά. Όπως θεμιτό είναι να σκέφτεται κάποιος, που παρακολουθεί τα τελευταία χρόνια τα εκδοτικά δρώμενα μέσω της κοινωνικής δικτύωσης, πως ό,τι φτάνει στα βιβλιοπωλεία δεν είναι τίποτα λιγότερο από αριστούργημα. Επαναλαμβάνω: μικρή χώρα, μικρή αγορά. Με πληθώρα δημιουργών και πολύ μετρημένους αναγνώστες. Το σύστημα πρέπει να χορδιστεί έτσι ώστε να βγαίνουν τα κουκιά: να επιβιώνουν οι μεν, και να μένουν ευχαριστημένοι οι δε.
Θα προσπαθήσω να περιγράψω το παράδοξο του κριτικού λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Λέει ένα παλιό γνωμικό: «Στην κηδεία του καλού κριτικού εμφανίζεται μόνο ο παπάς». Και είναι μεγάλος ο πειρασμός, καθώς αρχίζετε να μειδιάτε, να ερμηνεύσετε το συγκεκριμένο γνωμικό με τον εξής εύλογο συλλογισμό: ο καλός κριτικός λέει την αλήθεια, και άρα, εφόσον δεν χαρίζεται, καταντάει να γίνεται τελικά μισητός. Στην κηδεία του εμφανίζεται μόνο ο παπάς. Αλλά αυτή η ερμηνεία δεν παρουσιάζει κάποιο παράδοξο, όπως προανήγγειλα στην πρώτη πρόταση της παραγράφου. Σας καλώ να ερμηνεύσετε το γνωμικό διαφορετικά. Και μάλιστα θα σας δώσω και ένα στοιχείο, έτσι για να εμπλουτίσω τη διαδικασία ερμηνείας του γνωμικού με στοιχεία δήθεν πλοκής. Γιατί να μην υπάρχουν φίλοι και συγγενείς σε αυτή την κηδεία; Τι διάολο ήταν αυτός ο κριτικός; Δεν ήταν άνθρωπος;
Ο καλός κριτικός θα πρέπει με κάποιο τρόπο να εξασφαλίσει μια ανεξαρτησία απέναντι στους παράγοντες της αγοράς βιβλίου. Τόσο, δηλαδή, απέναντι στους εκδότες, όσο και απέναντι στους συγγραφείς. Ο κριτικός δηλαδή θα πρέπει να περάσει από μια κοπιώδη φάση αναγνώρισης και καταξίωσης που δεν θα στηρίζεται στις γνωριμίες του αλλά στα κείμενά του. Πώς όμως θα αναγνωριστεί έστω και η όποια περιορισμένη αξία του αν δεν γνωρίσει κάποιους ανθρώπους του κυκλώματος που θα του δώσουν κάποια σημασία; Τελικά, όταν κάποιος αναλογιστεί με σοβαρότητα και υπευθυνότητα τις καταστάσεις και τη δυναμική του συγκεκριμένου χώρου καταλήγει στο παράδοξο: ο κριτικός θα πρέπει χωρίς να αποτελεί μέλος των παροικούντων την Ιερουσαλήμ, να αποτελεί μέλος τους. Και μάλιστα σε εξέχουσα θέση. Θα πρέπει δηλαδή ο κριτικός να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, αλλά, ταυτοχρόνως, θα πρέπει να μην έχει και καμία σχέση με όλα αυτά τα πρόσωπα και πράγματα. Το ουτοπικό σενάριο του κριτικού που δεν γνωρίζει τους δημιουργούς, ούτε τους εκδότες, και αποκτά πρόσβαση μόνο μέσα από τα βιβλία τους πολλοί το έχουν λιβανίσει επιδοκιμαστικά αλλά μάλλον ελάχιστοι το έχουν κάνει ή το έχουν δει να γίνεται πραγματικότητα. «Είναι όμως απλό» ίσως θα πει κάποιος που βρίσκεται μακριά από όλα αυτά. Αλλά δεν είναι και καθόλου απλό. Απλό είναι να πιάσεις έναν γνωστό, καταξιωμένο κριτικό σήμερα και να του πεις, «κοίτα, θα κάνουμε ένα πείραμα. Θα έχεις επαφές μόνο με ανθρώπους εκτός του σιναφιού για να δούμε αν θα μπορέσεις να διατηρήσεις τη λάμψη σου». Οι πιθανότητες είναι ότι ο άνθρωπος αυτός θα πρέπει να χάσει επαφή με κάθε άνθρωπο του κύκλου του, και μάλλον, ακόμη και με μέλη της οικογένειάς του. Αυτό είναι το παράδοξο του κριτικού λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Και το πρόβλημα, είναι χαρακτηριστικό πρόβλημα μιας μικρής αγοράς σαν την ελληνική που οξύνεται από έναν επιπρόσθετο λόγο που δεν υπήρχε πριν από μια δεκαετία: τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που ανέφερα στην αρχή.
Ας ανοίξω μια παρένθεση για να ρίξω περισσότερο φως σε αυτό το παράδοξο του κριτικού, και ας προσπαθήσω να μεταφέρω λίγο τη θέα από μακριά, αποστασιοποιημένα, έτσι όπως τη βλέπει κάποιος που παρακολουθεί, άναυδος πολλές φορές, προσπαθώντας να διατηρεί σχέση με το αντικείμενο μόνο μέσα από την ανάγνωση των βιβλίων. Το φέισμπουκ έφερε αναμφισβήτητα τους συγγραφείς κοντά στο κοινό τους. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, οι συγγραφείς, δεν είχαν την ευκαιρία να έχουν τόσο άμεση διάδραση με τους αναγνώστες τους. Αυτό όμως δούλεψε και αντίστροφα. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν είχαν οι αναγνώστες την ευκαιρία να παρακολουθούν από τόσο κοντά τους συγγραφείς, και δυστυχώς, όχι μόνο ως συγγραφείς αλλά κυρίως ως ανθρώπους. Και χωρίς να το θέλουν, άρχισαν να παρακολουθούν και τον κύκλο τους. Φίλους, γκρούπις, εκδότες, εραστές, ερωμένες, μιμητές, λογοκλόπους, θανάσιμους εχθρούς. Δόξα τω Θεώ, απ’ όλα έχει ο μπαχτσές. Το πιο ενδιαφέρον, για μένα τουλάχιστον, ήταν η παρακολούθηση, ακόμη και σε ριλ τάιμ, των εγκλημάτων που άπτονται του κλάδου της δημιουργίας. Μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια παρακολούθησα ουκ ολίγες δολοφονίες πνευματικών πατεράδων, από τα τέκνα τους, ως πέρασμα (rite of passage) στη δημιουργική τους ενηλικίωση. Στην Ελλάδα, θα έχουν βέβαια, σε βάθος χρόνου, δολοφονηθεί τόσοι σενσέι που όχι μόνο θα συνιστούσαν (οι φόνοι) περίτρανη επιβεβαίωση κάθε φροϊδικού παραμάγαζου, αλλά θα σκανδάλιζαν ακόμη και αυτόν τον καλλιτεχνικό οίστρο ενός Κουροσάβα.
Τώρα, τι σχέση έχουν όλα αυτά με την κριτική και το παράδοξο που περιγράφω; Έχουν και παραέχουν γιατί πάρα πολλές κριτικές γράφονται από συγγραφείς που γνωρίζουν καλά ότι κάθε βαριά λέξη τους θα τη βρουν μπροστά τους όταν θα φτάσει η στιγμή να κριθεί το επόμενο βιβλίο τους. Μέσα σε αυτό το διαφανές λοιπόν, χάρη στα ΜΚΔ, πια πλαίσιο, ο επιμελής αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τη σταθερή ροή διθυραμβικών κριτικών. Κριτικών που σιγά σιγά μαθαίνει να ζυγίζει και να οσμίζεται. Μαθαίνει δηλαδή ποιοι θα γράψουν για ποιούς, μαθαίνει ποιοι θα ξεχάσουν ποιούς, ποιοι θα ανταποδώσουν χάρες, ποιοι θα ξοφλήσουν, αλλά και ποιοι θα ανοίξουν λογαριασμούς. Έτσι βιώνουμε το εξής σκηνικό: μόλις απομακρυνθεί λίγο ο αναγνώστης από τον προβολέα των διθυραμβικών κριτικών, και ρωτήσει, λέμε τώρα, κατ’ ιδίαν ακόμη και τον ίδιο τον κριτικό για το βιβλίο, θα ακούσει μια διαφορετική ιστορία που θα στάζει συγκαλυμμένη, ή και όχι, χολή. Η αλήθεια, εύλογα, δεν βρίσκεται ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο. Αν επομένως το βιβλίο δεν είναι αριστούργημα, αλλά δεν είναι και για πολτοποίηση, τι διάολο είναι το ρημάδι που δύναται να σου έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον, και πού θα βρεις μια άποψη πριν το αγοράσεις και το διαβάσεις; Η απάντηση βρίσκεται στις σελίδες, ή τα μπλογκ, βιβλιόφιλων που απαριθμούν μερικές εκατοντάδες φίλων (ή φόλοουερ) και που λίγο θα επηρεάσουν την πορεία κάποιου νέου πονήματος. Και εκεί, ευτυχώς, γίνεται θαυμαστή δουλειά και γράφονται ζηλευτές κριτικές που λένε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη.