Εκτιμώ περισσότερον τας παρατηρήσεις των μεγάλων ανδρών παρά τα συμπεράσματά των. Οι μεγαλοφυείς νόες παρατηρούσι μετ’ ακριβείας και ασφαλείας· όταν δε μας εκθέσωσι τα υπέρ και τα κατά ενός ζητήματος, δυνάμεθα ημείς να ποιήσωμεν το συμπέρασμα. Διατί όχι αυτοί; […] Απλώς διότι δεν έχω πολλήν πεποίθησιν περί της απολύτου αξίας ενός συμπεράσματος. Από τα αυτά διδόμενα εγώ σχηματίζω τοιαύτην κρίσιν και άλλος άλλην· είναι δε δυνατόν να ήναι αμφότεραι εναντίαι και αμφότεραι ορθαί καθ’ όσον αφορά έκαστον άτομον, διότι υπαγορεύονται υπό των ιδιαιτέρων μας περιστάσεων και ιδιοσυγκρασιών ή συμμορφούνται προς αυτάς. ― Κ.Π. Καβάφης, «Ο Σακεσπήρος περί της ζωής» (1891)
Τα νούμερα και οι αριθμοί ασκούν μια περίεργη γοητεία στο δημόσιο διάλογο, επειδή θεωρητικά είναι ουδέτερα. Όταν είναι επίσημα, έχουν απαράμιλλο κύρος. Και μετά έρχεται η ώρα της ερμηνείας τους, επίσημη ή ανεπίσημη, και η ψυχρή αντικειμενικότητα των αριθμών πάει περίπατο μαζί με τους αναλυτές και την αξιοπιστία τους.
Τα νούμερα ως σταθερά της ειδησεογραφίας και ως ερμηνευτικά βοηθήματα της πραγματικότητας έχουν παρελθόν στη χώρα μας. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι οι εφημερίδες στη δεκαετία του 1960, ανάμεσα στα άλλα χρηστικά της ημέρας, μνημόνευαν καθημερινά δύο αριθμούς: την πληρότητα της λίμνης του Μαραθώνα (συγκρίνοντάς την κατά κανόνα με τον αντίστοιχο αριθμό της περυσινής ημερομηνίας, δείχνοντας έτσι ότι το φράγμα λειτουργεί και υπάρχει επάρκεια νερού για την ύδρευση της πρωτεύουσας, άρα καλώς έγινε το έργο), και την τιμή της χρυσής λίρας Αγγλίας, που ήταν μια μυθική μονάδα μέτρησης πλούτου, για πολλούς ήταν ένα άπιαστο όνειρο, ένα τοτέμ, ένα φετίχ (και μέσα από αυτήν καταλάβαινε ο κόσμος την όποια αξία της δραχμής και τη λαμπρή πορεία της οικονομίας, άρα καλώς μας κυβερνούν).
Αντίστοιχο πρόσφατο παράδειγμα είναι η καθημερινή μνεία της πορείας των διεθνών χρηματιστηρίων από τις εφημερίδες και (ιδίως) τα κανάλια, ιδιωτικά και δημόσια, που ξεκίνησε όταν άρχισε να φουσκώνει το ελληνικό χρηματιστήριο. Αναρωτιόμουν τότε για ποιο λόγο έπρεπε ο μέσος τηλεθεατής να πληροφορηθεί ότι «ανοδικά έκλεισαν τα χρηματιστήρια στην Ασία», τι νόημα είχε η καθημερινή αναφορά στην τιμή του δείκτη DAX ή Hang Seng, για παράδειγμα, αφού όσοι είχαν πραγματικό ενδιαφέρον ή συμφέρον για να μάθουν αυτές τις τιμές, τις είχαν ήδη πληροφορηθεί προ πολλού και δεν περίμεναν τον κύριο Χατζηνικολάου για να ενημερωθούν σχετικά.
Η απάντηση ήταν ότι αυτά ήταν πραγματικά στοιχεία, όχι φτιαχτά ή ερμηνείες, ήταν αδιαμφισβήτητες μετρήσεις καταστάσεων που παρουσίαζαν ημερήσιες διακυμάνσεις, και τέλος πάντων είναι κακό να δίνουμε περισσότερη πληροφόρηση στους πελάτες μας;
Η ανταπάντηση ήταν ότι ναι, είναι πολύ κακό να φλομώνεις τους πελάτες σου με στοιχεία που δεν τους αφορούν, μόνο για να δημιουργήσεις κλίμα και εντυπώσεις, και να το κάνεις εις βάρος άλλων πληροφοριών που θα έπρεπε να τους δώσεις ― αλλά επιλέγεις να μην το κάνεις.
(Αναρωτήθηκα επίσης γιατί σταμάτησε η ενημέρωσή μας για τα διεθνή χρηματιστήρια όταν κατέρρευσε η εγχώρια οικονομία ― δεν είχαμε πια ανάγκη να μάθουμε τι γίνεται στις αγορές στο Λονδίνο και στο Πεκίνο;)
Το παιχνίδι των αριθμών είναι παλιό, και καλοδουλεμένο, και είναι τόσο σφιχτά ενταγμένο στην καθημερινότητά μας που συχνά το προσπερνούμε για να ασχοληθούμε με άλλα, σοβαρότερα και υψηλότερα θέματα στη ζωή και την ενημέρωση. Ή έτσι νομίζουμε. Και τώρα οι αριθμοί έχουν αποκτήσει πρωτεύουσα σημασία: εδώ και σαραντατόσες μέρες, το συντριπτικά σοβαρότερο θέμα μας είναι τα νούμερα και οι αριθμοί που εξηγούν και διαμορφώνουν την επιδημιολογική μας πραγματικότητα.
Η αλήθεια είναι ότι με τον Covid-19 έχουμε γίνει όλοι λοιμωξιολόγοι, αναλυτές συστημάτων και στατιστικολόγοι. Ερασιτέχνες, έστω: όχι στο αξιοζήλευτο επίπεδο του μέσου ταξιτζή, αλλά πάντως παίζουμε τα νούμερα στα δάχτυλα και βγάζουμε εύκολα τα συμπεράσματα που μας βολεύουν ή αυτά που υπηρετούν τις προκαταλήψεις μας. Κι από αυτές έχουμε πάμπολλες. Κι ας ακούμε τους ειδικούς καθημερινά.
Η καθημερινή ενημέρωση στις 18.00 είναι, ουσιαστικά, επιλεκτική παράθεση επίσημων στοιχείων και αριθμών μέσα από μια παρουσίαση που προσπαθεί να ελέγξει τη διασπορά τους και τα συμπεράσματα που μπορεί να προκύψουν. Ξεκίνησε ως νούτικη παράσταση (άλλωστε δεν υπήρχε κανένα σχετικό προηγούμενο ή υπόδειγμα), και διαμορφώθηκε σε σχέση με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση αλλά και τις δυνατότητες των παρουσιαστών. «Αυτός είναι ο θίασός μας, με αυτούς θα παίξουμε», έλεγε ο Σεφέρης.
Ο Σωτήρης Τσιόδρας ξεκινά κάθε φορά (και ορθώς) αναφέροντας τα επίσημα παγκόσμια στοιχεία για τη μέρα που πέρασε, για να περάσει στα επίσημα εγχώρια, θυμίζοντάς μας ότι πρόκειται για πανδημία. Δεν έχει πολύ χρόνο, και το κοινό δεν πρέπει να πλήξει, αλλοιώς πιστεύω ότι θα ξεκινούσε κάθε φορά από τον ορισμό του ιού, του κορωνοϊού, των αντισωμάτων, των εθνικών κρατών όπως διαμορφώθηκαν μετά τον διαφωτισμό, των συνόρων, των πολιτευμάτων, τις μεθόδους προστασίας, τις φαρμακευτικές έρευνες κλπ. για όσους είχαν χάσει τις προηγούμενες παραδόσεις και μπήκαν τώρα στη συζήτηση.
Είναι σοβαρός και μεθοδικός άνθρωπος, εξαιρετικός επιστήμων κατά τα λεγόμενα αυτών που γνωρίζουν, και επιπλέον θρησκεύεται με τον τρόπο του. Ξεκινά ευθύς από το θέμα μας, ελπίζοντας ότι ως προς τα βασικά έχουμε προκατηχηθεί επαρκώς, και το εξασκημένο αυτί διακρίνει στην εκφορά του λόγου του την εκφώνηση όλης της Βίβλου, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, και τις σχετικές ψαλμωδίες ― γιατί αυτό ήξερε να κάνει ως δημόσια παράσταση: να αναγιγνώσκει τα κατάστιχα ως ιεροψάλτης.
Ακολουθεί ο Νίκος Χαρδαλιάς, που είναι από άλλο έργο, εντελώς ― όχι θρησκευτικού περιεχομένου, αλλά από ταινία δράσης σκηνοθετημένης από τον Λάνθιμο, ένα είδος ιθαγενούς Τσακ Νόρις που εξαγγέλει μέτρα και κανόνες και θέλει να τα επιβάλει κινητοποιώντας τον κρατικό μηχανισμό (αν χρειαστεί και τους δικεφάλους του), αλλά πάντα υποφώσκει η επισήμανση ότι αν δεν συμμορφωθούμε προς τας διατάξεις που με τόσο κόπο συνέταξε η κυβέρνηση, θα στενοχωρήσουμε τον κύριο Σωτήρη, που είναι άγιος άνθρωπος. Υπό αυτή την έννοια, οι δύο πρωταγωνιστές του επαναλαμβανόμενου μονόπρακτου ταιριάζουν απόλυτα στο μοντέλο της ελληνικής οικογένειας, που προσπαθεί να συνετίσει τα ατίθασα μέλη της χρησιμοποιώντας έμμεση ψυχολογική βία και (κυρίως) ενοχές, που είναι ό,τι πιο παραδοσιακά ελληνικό κόλπο υπάρχει και μιλάει ίσια στην καρδιά μας.
(Όταν ο Yukio Ninagawa είχε ανεβάσει τη Μήδεια στο Ηρώδειο το 1983, είχε δώσει και μια συνέντευξη [στο περιοδικό «λέξη», αν θυμάμαι καλά], όπου εξηγούσε ότι η αρχαία ελληνική τραγωδία ταιριάζει πολύ με την ιαπωνική αντίληψη των πραγμάτων, γιατί ενώ η δυτικοευρωπαϊκή ηθική και δραματουργία βασίζονται στην έννοια της αμαρτίας και της τιμωρίας, η ελληνική και η ιαπωνική βασίζονται στην έννοια της τιμής και της αισχύνης.)
Τον βασικό πατρικό ρόλο σε αυτή την οικογένεια του δημοσίου τον κρατά για τον εαυτό του ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, που μιλάει με τους πολίτες στα τηλεοπτικά του μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο για τα μέτρα και τις αποφάσεις, τους συγχαίρει όταν συμμορφώνονται και τους γκρινιάζει όταν καβαλάνε μηχανάκι χωρίς κράνος (τα παραδοσιακά ανακλαστικά ενός αστού οικογενειάρχη δεν αποβάλλονται εύκολα).
Αλλά ας αφήσουμε τα νούμερα για να επιστρέψουμε στους αριθμούς. Έχουμε λοιπόν την καταγραφή των κρουσμάτων και των θανάτων παγκοσμίως και πανελληνίως, από καταβολής νόσου και το τελευταίο 24ωρο. (Δεν σημειώνεται η μεταβολή από τα προηγούμενα στοιχεία, αυτά πρέπει να τα θυμόμαστε μόνοι μας. Do the math.) Ακούμε για την αναλογία σε άνδρες/γυναίκες, λες και αυτό είναι νέο και σημαντικό στοιχείο. Εχθές μάθαμε ότι το 22,7 % των κρουσμάτων θεωρούνται σχετιζόμενα με ταξίδι στο εξωτερικό, και το 49,4 % σχετιζόμενα με ήδη γνωστό κρούσμα. Οπότε προκύπτει το ερώτημα, το υπόλοιπο 27.9 % τo οποίο δεν μετρήθηκε και είναι ορφανό, μήπως θα έπρεπε να μας απασχολήσει περισσότερο; Το ίδιο ισχύει και για το 11,1% των διασωληνωμένων που δεν ήταν γέροι και άρρωστοι ― συγγνώμη, αυτούς που είχαν υποκείμενο νόσημα ή/και ήταν ηλικιωμένοι 70 ετών και άνω, για να το εκφράσουμε με πολιτική ορθότητα.
Ένα στοιχείο που λείπει από την καθημερινή ενημέρωση είναι η τιμή του “Ρο”, δηλαδή ο αριθμός των δευτερογενών λοιμώξεων που δημιουργεί η κάθε νέα λοίμωξη. Την ύπαρξη αυτής της μονάδας μέτρησης την πληροφορηθήκαμε επισήμως σχετικά αργά, γύρω στις 14 Απριλίου, ίσως επειδή ήταν χαμηλός και έδειχνε ότι η πορεία της επιδημίας στη χώρα μας πήγαινε καλά, και δεν έπρεπε να πάρουμε θάρρος και να αγνοήσουμε τα μέτρα, γιατί έπρεπε να συνεχίσουμε να πηγαίνουμε καλά. Τώρα με τη χαλάρωση των μέτρων το R θα δοκιμαστεί, και θα το ακούμε συχνότερα όταν δεν πηγαίνει καλά, για να δικαιολογηθεί η όποια επιστροφή σε περιορισμούς.
Ακούμε εξωδίκως για την εξαιρετική πορεία της χώρας μας (κάτι αναμβισβήτητο αν το δει κανείς συγκριτικά), αλλά στην καθημερινη ενημέρωση δεν έχουμε στοιχεία σύγκρισης και καλούμαστε να τα αναζητήσουμε μόνοι μας. Ευτυχώς υπάρχει η τεχνολογία και κάποιες ιστοσελίδες που συγκεντρώνουν τα επίσημα στοιχεία από όλο τον κόσμο, και μπορούμε να έχουμε άμεσα τη συμπληρωματική πληροφόρηση που χρειαζόμαστε για σφαιρική ενημέρωση. Βέβαια, τα επίσημα στοιχεία δεν είναι πάντα ακριβή και αξιόπιστα ―εξαρτάται συνήθως από την ποιότητα δημοκρατίας σε κάθε χώρα― αλλά δεν έχουμε κάτι καλύτερο και πρέπει να πορευτούμε με αυτά. (Είναι κάτι σαν τις τιμές των ρύπων που αναγράφουν οι αυτοκινητοβιομηχανίες, ποτέ δεν είναι σωστές, κι ελπίζεις απλώς να κλέβουν όλες το ίδιο για να μπορέσεις να συγκρίνεις μεταξύ τους.)
Ας δούμε λοιπόν κάποιους στατιστικούς πίνακες της Πρωτομαγιάς:
Σε αυτόν τον πρώτο πίνακα, βλέπουμε τις χώρες με κατάταξη σύμφωνα με τον συνολικό αριθμό κρουσμάτων. Φυσικό είναι οι χώρες με τον μεγαλύτερο πληθυσμό να έχουν τα περισσότερα κρούσματα ― κι εκεί αρχίζει το ενδιαφέρον για τις ποσοστώσεις και την ακρίβεια των στοιχείων. Περισσότερα κρούσματα θα αναφέρονται και στις χώρες που κάνουν περισσότερα τεστ, καθώς αν δεν ψάξεις δεν θα βρεις. Προσέξτε ότι η Κίνα δεν δίνει καθόλου στοιχεία για τα τεστ. Προσέξτε επίσης και την Τουρκία, που είναι έβδομη χώρα παγκοσμίως σε κρούσματα, ενώ για πολύ καιρό δεν ανέφερε ούτε ένα…
Στον δεύτερο πίνακα, βλέπουμε την κατάταξη χωρών με βάση τους θανάτους από κορωνοϊό ανά εκατομμύριο κατοίκων. Ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι 30,5, οπότε η Ελλάς με 13 έχει λιγότερους από τους μισούς. Σε ανάλογη καλή κατάσταση βρίσκονται και άλλες χώρες της βαλκανικής που είτε πήραν νωρίς μέτρα είτε δεν αναφέρουν με ακρίβεια τα στοιχεία τους…
Ο τρίτος πίνακας έχει να κάνει με τα τεστ, και είναι η κατάταξη των χωρών με βάση τα τεστ ανά εκατομμύριο κατοίκων. Εδώ διακρίνουμε καλά το φαινόμενο των χωρών με μικρό πληθυσμό (π.χ. Γιβραλτάρ), όπου λίγες περιπτώσεις αριθμητικά δίνουν μεγάλα νούμερα στατιστικά. (Στις Νήσους Φόκλαντ αναφέρονται συνολικά 13 κρούσματα και όλοι ανέρρωσαν, γι αυτό και σημειώνονται με πράσινο χρώμα. Στα Φόκλαντ έγιναν 372 τεστ για τον κορωνοϊό, αλλά ήσαν αρκετά για να εκτινάξουν τη χώρα στην τέταρτη θέση παγκοσμίως σε σχέση με τον πληθυσμό της!) Η Ελλάδα με 7.412 τεστ απουσιάζει από την πρώτη δεκαπεντάδα, όχι όμως η Κύπρος που είναι στη δέκατη θέση με 50.139 (πάνω από 7 φορές περισσότερα σε αναλογία). Γιατί δεν κάνουμε περισσότερα τεστ στην Ελλάδα, όπως κάνουν άλλες χώρες, είναι ένα σοβαρό ερώτημα που παραμένει αναπάντητο ― και αφήστε τις προφάσεις και τις δικαιολογίες που προβάλλονται: οι ίδιες αντικειμενικές συνθήκες ισχύουν για όλες τις χώρες…
Στους δυο τελευταίους πίνακες, βλέπουμε σε γραφήματα δυο καμπύλες που αφορούν τους θανάτους στη χώρα μας σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, το ρυθμό αύξησης και το μέσο εβδομαδιαίο όρο. Κάτι λένε οι αριθμοί, τα νούμερα, οι πίνακες και οι στατιστικές. Είμαστε σε θέση να το καταλάβουμε; Κουτή ερώτηση ― προφανώς και είμαστε, όλα τα ξέρουμε και όλα τα καταλαβαίνουμε, άλλωστε μην ξεχνάτε πως είμαστε ο λαός που απάντησε αγογγύστως με την ψήφο του σε πιο δύσκολο ερώτημα:
Πού θέλω να καταλήξω; Ότι επιδημιολογικά, για την ώρα πάμε καλά. Φροντίστε να συνεχίσουμε να πηγαίνουμε καλά. Ενημερωνόμαστε ― είναι και αυτό μέρος της ατομικής μας ευθύνης. Ακούμε τον κύριο Σωτήρη και σε όσα μας λέει, και σε όσα δεν μας λέει. Ώσπου να περάσει το κακό, φυλαγόμαστε. Μένουμε κατά το δυνατόν σπίτι. Μένουμε ασφαλείς. Φοράμε κράνος.