Μαθαίνοντας χθες τον θάνατο του Ροθ, έψαξα να βρω λίγα αποσπάσματα από βιβλία του που είχα ανεβάσει παλιότερα. Ένα από αυτά (από «Το ζώο που ξεψυχά») έλεγε:
«Η μοναδική ψύχωση την οποία επιθυμούν οι πάντες: “έρωτας”. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι ολοκληρώνονται με το να ερωτεύονται; Θέλουν την πλατωνική ένωση των ψυχών; Εγώ έχω αντίθετη άποψη. Νομίζω ότι ακέραιος είσαι στην αρχή. Κι ο έρωτας σε ραγίζει. Είσαι ακέραιος, ολόκληρος, και μετά αποκτάς ένα ρήγμα. Εκείνη ήταν ένα ξένο σώμα που εισήλθε στην ολότητά σου. Και για ενάμιση χρόνο εσύ προσπάθησες να το ενσωματώσεις. Ποτέ όμως δεν θα είσαι ακέραιος εάν δεν το αποβάλεις. Είτε το αποβάλλεις, είτε το ενσωματώνεις με το να αυτοπαραμορφωθείς».
Ύστερα άκουγα στο αυτοκίνητο πανουτσοκαρπετόπουλους και δεν πρόλαβα να ακούσω με ποια αφορμή έφτασε εκεί η κουβέντα τους, αλλά ρώταγε ο Πανούτσος τον Καρπετόπουλο, αν θα πήγαινε να ζήσει σε άλλη χώρα για να είναι με τον έρωτά του, κι εκείνος του απαντούσε με τον πιο κατηγορηματικό ως περιφρονητικό τρόπο, όχι βέβαια, κι ότι αν παραδίδεσαι έτσι απόλυτα και χωρίς μέτρο στον έρωτα, έχεις χάσει εκ προοιμίου το παιχνίδι.
Κατά κάποιον τρόπο οι δυο ερμηνείες αλληλοσυμπληρώνονται. Εκείνος που δεν θα παραδοθεί χωρίς μέτρο, εκείνος που θα κρατηθεί, θα παραμείνει κατά πάσα πιθανότητα για πάντα ακέραιος και αρραγής. Απλά οι άνθρωποι που κατάφεραν να μη ραγίσουν ποτέ, από έρωτα ή από άλλης φύσης πόνο, οι άνθρωποι που κατάφεραν να μην τους διαπεράσει ποτέ κανένα μεγάλο καλό ή κανένα μεγάλο κακό, είναι άνθρωποι που ο περίκλειστος εαυτός τους ήρθε και πέρασε από τη ζωή νομίζοντας ότι το μυστικό της είναι να νιώθει κανείς όσο το δυνατόν λιγότερο, όσο το δυνατόν πιο περιορισμένα, όσο το δυνατόν πιο ασφαλώς.
Δεν είναι αυτό το μυστικό της.