Άνι Άλμπερς: Πολιτεία, υφαντό από λινό και βαμβάκι, 1949. (Οπωσδήποτε, βορειοδυτική.)
Το κεφάλαιο του Μίμη Σουλιώτη
27-11-2017

“Τα μάτια μας δέχονται το φως των πεθαμένων αστεριών”

«“We Greeks have lost our capital–and the results are what you see. Pray, my dear Forster, oh pray, that you never lose your capital.” By “capital” he meant both Constantinople and a less tangible inheritance[…]»

Maria Margaronis, Mixing History with Desire: The Poetry of C.P. Cavafy, THE NATION.

 

Υπάρχουν κεφάλαια και κεφάλαια και σε ποιο -συλλογικό, πάντως- αναφερόταν ο Κ.Π. Καβάφης, όταν στα 1918 προέτρεπε τον Ε.Μ. Φόρστερ να προσευχηθεί να μη χάσουν «το δικό τους», το αγγλικό, δεν μπορεί σήμερα αφοριστικά να  βεβαιωθεί. Βέβαιο όμως είναι πως μιλώντας για κεφάλαιο, και με καθιερωμένη και καθαγιασμένη ποιητικά, και χρηματιστικά, τη σχέση του ποιητή με το χρήμα, ο νους του θα συνέδεε βουλιμικά τη σιγουριά του κεφαλαίου με την χρυσή τοκοφορία του, την καταραμένη από θρησκευτικούς τιμητές μα ευλογημένη από την πρακτική αστική κοινωνία, με τη  συμμαχία, ή και συνενοχή, του χρόνου. Από τις χειρότερες πάντως επιπτώσεις «απώλειας κεφαλαίου» είναι οι μνημονικές (μήπως και μνημονιακές) αφασίες ή και στρεβλώσεις: αυτές δυναμιτίζουν εξολοθρευτικά πολιτιστικούς θεσμούς και όργανα και ατζέντες πολιτισμού, όταν διαπράττονται-ψευτίζουν και αδειάζουν ολόκληρο το πολιτιστικό παρόν μιας χώρας, γκρεμίζουν τον αναθηματικό θησαυρό της μνήμης  αφήνοντας πίσω τους άδεια, έρημη και σκότεινη την ψυχή των κατοίκων της . Απομένει πάνω στη σκηνή ένας γελοίος θίασος ξύλινων θιασαρχών – τελετάρχες ψευτο-μνήμης, που φωνασκούν εκνευριστικά και ακατάληπτα, ενεργούμενα μιας υποχρεωτικής ιεροτελεστίας που παραλογίζεται, θυμίζοντας σκηνή δίκης από την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.

Με την πρώτη χειμωνιά του Νοέμβρη –« του Νοέβρη», όπως επιμένει ο νεαρός κνίτης διαλαλώντας «Ριζοσπάστη» έξω δεξιά του έφιππου Κωνσταντίνου στο Πεδίο του Άρεως, σε περαστικούς που ξέχασαν να διαβάζουν, ή, αν διαβάζουν, είναι για κακό,- του Νοέμβρη που τον κατοικούν φαντάσματα, και :

Κρύο

Κρύο κι ασκόνιστος, ατάραχος  αιθέρας
η παγωνιά καίει το τοπίο,
η άκοφτη ομίχλη  πλέει πάνω απ’ τα Κορέστια,
στις ξυλιασμένες στοίβες των καυσόξυλων.
Το αμάξι τσούλαγε σα να μη τσούλαγε
και τα φώτα δεν έφταναν ούτε στο μέτρο.
Κρατήσαμε τη μηχανή αναμμένη,
ξεκολλήσαμε το πίσω καπό,
βγάλαμε το μπουκάλι που είταν πάνω-πάνω
και προοριζόταν για το Πόπλι,
και με δυο γουλιές  το κρύο έσπασε·
οι νιφάδες με τζιριτζάντζουλες
αγγίζαν τη λαμαρίνα και υγραίνονταν
σαν προηγούμενες σκέψεις παρατημένες στη μέση,
που μετατρέπονταν σε αλλιώτικες
σαν το σαγόνι που ακουμπάει
κι όλο φεύγει  απ΄τη θέση

Διάφωτο φουλαριστό  από τα Βορειοδυτικά χειμέρια κατεβαίνει το πνεύμα του Μίμη του Σουλιώτη, όχι του Μαρωνίτη. Ανενόχλητο και αδιατάραχτο απ’ την ασύγγνωστη γαϊδουριά των όμαιμων, των ομοβύζαχτων  της γενιάς του, να τον αποσκορακίσουν  από την «πρώτη εθνική» της «αμφισβήτησης». Τον αμέλησαν αδιαφορώντας που «δεν υπάρχουν αμάχητα τεκμήρια αθωότητας». Το χαμπέρι για το νέο, ποστ μόρτεμ αυτή τη φορά, κακοπάθημα του Σουλιώτη έφτασε με τη «δήλωση σε παρακλητικό τόνο» του Πάνου Θεοδωρίδη, δημοσιευμένη στο Κλάουντ, στις 7 τρέχοντος μηνός, με την οποία ζητάει δημόσια να διαγραφεί από την Εταιρεία  Συγγραφέων που έφτασε να αποσιωπήσει  ποιητικά τον Μίμη Σουλιώτη, στην εκδήλωση «Συνάντηση  ποιητών της “γενιάς του ‘70”», στις 23 Οκτωβρίου. Ευτυχώς επελήφθη δέουσας απόκρισης, όπως και με το προηγούμενο (κακοπάθημα) εξάλλου, και πάλι ο Πάνος Θεοδωρίδης. Να μην πάει αμάρτυρη η παραχάραξη και φαλκίδευση  της  μνήμης  από τους ίδιους τους αρχιεργάτες της-άλλο αν ο ποιητής Μίμης  φρόντισε με τρία πολεμικά αντιρομαντικά, κατεδαφιστικά ανατρεπτικά, έμπειρα και θυμοσοφικά ξεκαρδιστικά, ενήλικα αυτογνωστικά, με ένα μόλις διαφαινόμενο έμβλημα συγκίνησης στον εσώτερο πάτο, -λίγο σαν δακρυσμένα μάτια μέσ’ από δακρυσμένο τζάμι- οριστικά ύστατα ποιήματα, στα Βορειοδυτικά του, να ξεκαθαρίσει την ακραιφνώς ποιητικά τετραγωνισμένη σχέση του με τα τρία επίμαχα: Χάρος-Κηδεία-Αιωνιότητα. Θα αντιγράψω εδώ την Κηδεία, για τον ευγενή νεοκλασικισμό της στην απόδοση και τον εκσυγχρονισμό μέσω της κάθαρσής του από την και παραμικρή αυταρέσκεια ενός προσφιλούς καβαφικού θέματος:

Στην κηδεία μου

Όλοι αυτοί οι λίγοι ή πολλοί που θα με συνοδεύσουν
αν δεν βρέχει δυνατά, και μερικοί που ίσως δακρύσουν,
και που ίσως δεν ευκαιρήσουν να  ‘ρθούν
από την πρωτεύουσα
μα θα δακρύσουν μέσα ή έξω τους, αναρωτιέμαι τώρα
πόσοι, τρία ή δεκαεφτά χρόνια μετά το πρώτο
μνημόσυνο,
θα θυμούνται κάναν στίχο μου,
το νόημα ενός ποιήματος έστω· η Σύζυγος αποκλείεται
πρώτον διότι τόσο αργότερα ούτ’ εκείνη θα ζει
μα και γιατί μέχρι σήμερα δεν ξέρει μήτε έναν-
εχθρά της Ποιήσεως, σαν πατσαβούρες για φασίνα
τις λέξεις, εικαστική.
Ενώ τι όμορφα που θα είναι,
δεκαεφτά χρόνια μετά, Εσύ ας πούμε, μεσήλικη,
στα καλά καθούμενα,
εκεί που θα σ’ έχουν αρχίσει τ’ αρθριτικά και θα πίνεις
τσάγια,
ν’ απαγγείλεις ξαφνικά έναν σαν ανάσα που σου ξέφυγε
για μισό λεπτό και λιγότερο.
(Τι όμορφα που θα είταν.)

Μετά από την ακραία ασκητική ποιητική οικονομία αυτού του ποιητικού κατορθώματος ρυθμικής δυναμικής αναπνοής  που δεν στέργει να χρησιμοποιήσει καν ένα επίθετο πλην ελαχίστων διευκρινιστικών αριθμητικών ή επιρρηματικής σημασίας ουσιαστικοποιημένων, αποστέργει την καλολογική  φαντασμαγορία  διατηρώντας μόνο κάποια αχνά ίχνη μεταφορικά ή παρομοιαστικά, αποτάσσεται τα ίδια του ποιητή προσωπικά χούγια της ιδιωματικής καθημερινολογίας, με μοναδική παραχώρηση στην αστική  ρωπογραφία  τις «πατσαβούρες για φασίνα», ρίχνει όλο το ασήκωτο βάρος μιας αδύνατης αναπόλησης στην ορμητική δράση των ρημάτων για να φανταστεί το αφάνταστο και να επιθυμήσει αυτό που μάρτυράς του δεν πρόκειται να υπάρξει ο φανταστής -είναι μετά από αυτό δυνατόν να αποφασίσουμε πότε γεννιούνται και πότε πεθαίνουν οι ποιητές, πότε γεννιέται και πότε πεθαίνει ο Μίμης, έχουν ή όχι τέλος οι δαιδαλικές σκηνοθεσίες τους καταλαμβάνοντας το χώρο όλων των υπαρκτών κόσμων.