Καθόταν στην κουζίνα μόνη. Η μυρωδιά, ο ατμός από τα λίγα χόρτα που ‘βραζαν στη φωτιά μια γλύκα ύστερα από την τσίκνα στην αυλή. Πέρασα να της ευχηθώ αλλά δυσκολεύτηκε να με γνωρίσει. Θέλησε να μου βάλει χόρτα, ευχαρίστησα και αρνήθηκα. Με περίμενε παρέα, είχαμε κλείσει τραπέζι σε ταβέρνα. Είχε παράπονο ότι την είχαν αφήσει μόνη. Τη βεβαίωσα ότι όλη η οικογένεια ήταν έξω, έψηναν το κατσίκι και θα την έβγαζαν να γιορτάσουν μαζί την Πασχαλιά στην αυλή. Ρώτησε για τον εγγονό, κι αυτός έξω με την κοπέλα του. Το ίδιο και η αδελφή του, η εγγόνα της. Δάκρυσε, έσπασε η φωνή της, μου μιλούσε κλαίγοντας. Ήταν πέντε χρονών όταν αυτός της ξέφυγε, πετάχτηκε σβούρα έξω απ’ την πόρτα και τσακίστηκε στο μαντρότοιχο της αυλής. Σχίστηκε το φρύδι του, το προσωπάκι όλο στα αίματα. Την καθησύχασα, ξανά, ότι είναι καλά, έξω με τους άλλους και την περιμένουν. Έκλαψε στη συνέχεια και για τη μοναχοκόρη της που της έφυγε στα 12, μόνη για την Αίγινα, για το Γυμνάσιο. Και αυτή την περίμενε μαζί τους, να μη στενοχωριέται.
Η μνήμη της εικόνα κατακερματισμένη, καμένα πίξελ, κάθε θραύσμα γλιστρά σε δική του τροχιά, σύγκρουση και τυχαία επαναστοίχιση μηνών και χρόνων. Κομμάτια παλιών δεκαετιών φρεσκοχρωματισμένα, τα πρόσφατα και χθεσινά θολά ή ξεχασμένα. Ανάμνηση ζωής το μεγάλο παράπονο.
Όλα είναι εντάξει, την παρηγορούσα, εκεί που πρέπει να είναι, στη θέση τους όλα.
Παναγία μου! δεν ξέρω τί μ’ έχει πιάσει, αναρωτήθηκε. Βαριανάσανε, η φωνή της χαμηλή, αυστηρή, με αυτοκριτική.
Όλα καλά Ελένη, ξαναείπα, σου λείπει ο άντρας σου, γερνάς κι έχεις νεύρα.
Κλείνουν τρία χρόνια που πέθανε ο γέρος. Θυμάμαι τη Λαμπρή το ’13, φάγαμε μαζί κι αυτός έκλαιγε από χαρά που ήταν όλοι εκεί. Σα γύρισα στο σπίτι τον κοιτούσα από το παράθυρο, τα είχε τσούξει κι είχε γείρει ν’ αποκοιμηθεί στην καρέκλα, μόνος. Στο τραπέζι πιάτα αποφάγια, ποτήρια και μπουκάλες. Οι υπόλοιποι στο σπίτι. Τον κάλεσα χαμηλόφωνα, ξύπνησε σαστισμένος, έψαξε με το βλέμμα και με χαιρέτησε, γέλασε. Του είπα να πάει να κοιμηθεί μέσα, με τους άλλους.
Έκλαιγε συχνά εκείνος, ήταν ευκολοσυγκίνητος, φοβιτσιάρης. Τον τελευταίο χρόνο όταν έσπασε απ’ τα γεράματα, ένιωθε το τέλος. Σαν μ’ έβλεπε μου ‘πιανε το βραχίονα, κοιτούσε τρομαγμένος, μου ‘λεγε αγχωμένος πως δεν ήταν καλά. Του μιλούσα να βρει θάρρος, του έλεγα καλά μου φαίνεσαι να ηρεμήσει, όλοι είναι μαζί σου, πάντα εδώ. Την Άνοιξη έπεσε κατάκοιτος, έμπασε και πέθανε αρχές Ιούνη.
Ήταν λεβέντης, ένας ομορφάντρας, τον είδα στις παλιές φωτογραφίες, σε γλέντια του χωριού, γραβατωμένο, ζεμπεκιές, μουστάκι παλιομοδίτικο. Με προξενιό τους είχαν παντρέψει. Αυτή ήταν από χωριό πιο πάνω στο βουνό. Την ήθελε μου είχε πει και τους το ‘βγαλε το προξενιό. Την παντρεύτηκε κι αυτή κατέβηκε σπίτι του, γέννησε την κόρη τους και δούλευαν μαζί τα χωράφια. Αγρότης, φοβόταν τη θάλασσα, δεν είχε κολυμπήσει ποτέ.
Ο αδελφός της μετανάστευσε μικρός στην Αυστραλία, στο Σίδνεϊ, έκανε περιουσία και οικογένεια δουλεύοντας σε αποθήκες τροφίμων. Τα παιδιά του πετυχημένα, γνώρισα τον ένα γιό, στέλεχος πολυεθνικής, ζει μεταξύ Σίδνεϊ και Λος Άντζελες και τα ελληνικά του στην κούτσα. Αυτή κρατά το πατρικό τους για τα καλοκαίρια που έρχεται ο αδελφός με τη σύζυγο. Στέλνει αυτός για πληρωμές κι εφορίες και ζει ξένοιαστος στην Αυστραλία.
Η Ελένη, ο άντρας του σπιτιού. Στις συζητήσεις όταν όλοι μιλούσαν ταυτόχρονα κι ο άντρας της βλαστημούσε πολιτικούς και κρίση, αυτή παρατηρούσε. Το βλέμμα της έντονο παρακολουθούσε τα λεγόμενα του καθενός. Ποτέ δεν μιλούσε, αλλά την ένιωθα να ξεχωρίζει το κομμάτι αλήθειας στα λεγόμενα του καθενός, να το κρατά πετώντας τα υπόλοιπα, να φτιάχνει γνώμη που δεν μοιραζόταν με κανέναν.
Της άρεσε όμως να μου διηγείται ιστορίες για τη ζωή της. Για τα κηπευτικά, τις ντομάτες που καλλιεργούσαν που ήταν οι καλύτερες, και οι δυο τους οι γρηγορότεροι να τις καφασώνουν, να τις στέλνουν σε Αθήνα και Πειραιά στις λαϊκές. Για τις πεζούλες στο βουνό με τις ελιές, όπου έφταναν με το γαϊδούρι. Για την Αίγινα, που πήγαιναν να μαζέψουν τα φιστίκια και κοιμόντουσαν στο χωράφι. Για τους Αρβανίτες, για τη δική της οικογένεια, για τα πεθερικά της, για την πεθερά της που τη γηροκόμησε μετά το θάνατο του πεθερού. Μου έδειξε φωτογραφία των πεθερικών, νέοι ακόμα, καθισμένοι στην εξοχή, σε στρωσίδι. Χαμογελαστοί, ο πεθερός ομορφάντρας κι αυτός, με το γιλέκο του, το χέρι του αγκαλιά σφικτά στη γυναίκα, χαρούμενη κι αυτή με άσπρη μαντίλα, ομορφιά γυναίκας καλοθρεμμένης από ήλιο χωραφιού στο κούτελο και στο μάγουλο. Φωτογραφία που με το «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» της δίνει πρόσταγμα στα σωθικά σου.
Μου έλεγε ιστορίες. Για την πριγκιπόπουλα τη Χερώνα που την είχε κλεισμένη ο πατέρας της γιατί αγάπησε κι αυτή μεταμορφώθηκε σε φίδι μεγάλο και χοντρό, γαλάζιο. Και είχε τρομάξει παλιούς καβαλάρηδες και τους πέταξε κάτω στην ανηφόρα, η οποία χώνεται βαθιά σε μια απ’ τις κοιλάδες που βγάζει στο βουνό. Μου το έλεγε σαν προειδοποίηση, να μη πηγαίνω μόνος σε αυτό το μονοπάτι, όπου έχω δει ψηλά παλιό γκρέμισμα τοίχου και μια κολώνα ξαπλωμένη. Για το θησαυρό που έκρυψαν στο βουνό οι Γερμανοί κι αυτή κάθισε πάνω στην πέτρα μαζί με άλλες νέες κι άμυαλες, σαν μάζευαν τις ελιές, και γελούσαν. Και την πέτρα τη σήκωσε άλλος που βρήκε το χρυσάφι κι έγινε πλούσιος κι έφυγε μακριά. Για τους λαθρεμπόρους με τα καΐκια στους έρημους κάβους και να προσέχω.
Ο σύντροφός μου επιμένει ότι αν είχε φύγει για την Αυστραλία, ρίχνοντας μαύρη πέτρα, θα ήταν καθηγήτρια σε Πανεπιστήμιο ή θα είχε κάνει μεγάλη περιούσια, μονάχη της, δίχως την ανάγκη κανενός. Εδώ πήγε χαμένη.
Σίγουρα μπορούσε.
Δυο φορές μου παραπονέθηκε μόνο. Παράπονο, όχι γκρίνια. Μια, όταν ο άντρας της ήταν άρρωστος κι αυτή έπεσε στο μονοπάτι και τη βρήκε ο γείτονας με στραμπουλιγμένο πόδι και ντράπηκε ανήμπορη. Η άλλη, καθώς ο άντρας της σκάμπαζε μόνο από γάιδαρο, όταν βλαστήμησε που δεν πήρε το δίπλωμα του αυτοκινήτου να οδηγεί την καρότσα.
Τί με χει πιάσει και γκρινιάζω, κατηγόρησε άλλη μια φορά τον εαυτό της.
Όλοι μας γερνάνε, κι εγώ γερνάω, μας πιάνουν τα νεύρα, κι εγώ νευριάζω, επανέλαβα. Αλλά οι άνθρωποι τις περισσότερες δεν πεθαίνουν μαζί, πάνε τρία χρόνια τώρα, είπα για να της δείξω ότι θυμάμαι, ότι δεν έχει αφεθεί έρημη μέσα στη θύμηση. Όλοι έξω είναι, μόνο αυτός λείπει, σε περιμένουν. Αλλά ο καθένας στην ώρα του. Είχες λεβέντη άντρα.
Όλοι τον ζήλευαν, όταν χόρευε, το ήξερα ότι όλες με ζήλευαν. Χαμογέλασε λίγο μνησίκακα.
Σε παράλληλο σύμπαν σίγουρα η Ελένη είναι ακαδημαϊκός σε σύνταξη, στην Αυστραλία. Νομική ή αγροτική οικονομία. Ή μάλλον τοπογράφος μηχανικός. Σε αυτό εδώ είχε άντρα λεβέντη που έστυβε βράχο κι έβγαιναν θαύμα ντομάτες ζουμερές, κολοκύθια κι αγγούρια, που καφάσωνε γρηγορότερα απ’ όλους και τον παράβγαινε, που βαρούσε τις ελιές στις πεζούλες στο βουνό, που χόρευε γραβατωμένος και τον κοιτούσαν και τον ήθελαν, που φτιάξανε μαζί μοναχοκόρη και εγγόνια, που φοβόταν και τα βράδια κούρνιαζε να κοιμηθεί στην αγκαλιά της, που έμελλε να της φύγει πρώτος.
Την Κυριακή του Πάσχα στην κουζίνα όπου έβραζαν χόρτα στο πετρογκάζι και μύριζε το λάδι και φώτιζε το παράθυρο, της είπα ότι είναι όλοι μαζί της, την περιμένουν, και είναι όλοι καλά. Και καλύτερα από αυτό δεν γίνεται. Μάλλον το κατάλαβε γιατί χαμογέλασε.