Οι γυναίκες είναι σαν ορμητικά ποτάμια, οι όχθες τους απροσπέλαστες, οι νύχτες, πολλές φορές, αντηχούν με τις κραυγές των πνιγμένων.
― Τόμας Μπέρνχαρντ, Frost.
Ίσως και να έχει γίνει κατανοητό. Ίσως και πάλι όχι, οπότε ας το διατυπώσω προς αποφυγήν παρεξηγήσεων: σκοπός των κειμένων αυτών δεν είναι να μάθει κάτι ο αναγνώστης, να μορφωθεί. Δεν έχω καν την επιθυμία να του επιστήσω την προσοχή σε κάτι που τράβηξε τη δική μου για να προκαλέσω ίσως έστω και την παραμικρή μετατόπιση μέσα του, προς κάποια θέση, πιθανώς επωφελέστερη για εκείνον ή για την ατζέντα μου. Σκοπός των κειμένων αυτών είναι αποκλειστικά και μόνο η διασκέδαση του αναγνώστη. Αν παρόλα αυτά όμως, κάποιος, αποκομίσει κάτι από αυτά τα κείμενα που δύναται να αποτελέσει ορντέβρ για σκέψη, ας είναι σίγουρος ότι ο κόπος και τα εύσημα γι’ αυτό το κατόρθωμα ανήκουν σε εκείνον και τη φαντασία του.
Έγραψα πριν από μερικές εβδομάδες δύο κείμενα σχετικά με την «παραδοσιακή αρρενωπότητα», όπως την ονομάζει ο Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία, ή, την «τοξική αρρενωπότητα» όπως την αποκάλεσε η Gillette στην τελευταία διαφήμισή της. Όλη αυτή η συζήτηση όμως μου άνοιξε την όρεξη, μου γέννησε την απορία για το αν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η έννοια της παραδοσιακής θηλυκότητας, ή ακόμη και της τοξικής θηλυκότητας. Δυο κουβέντες γι’ αυτές τις εξάρσεις σκέψεων. Μαθαίνει κάποιος που έχει θητεύσει, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα, σε πανεπιστημιακά ιδρύματα μια αρχή: αν σου έρθει κάποια ιδέα και δεν υπάρχει βιβλιογραφία ή δεν υπάρχουν αναφορές άλλων σε αυτή, οι πιθανότητες είναι όχι ότι έχεις πιάσει το Τζακ-Ποτ των ιδεών αλλά να έχεις σκεφτεί μια ολόδική σου ιδιωτική ηλιθιότητα.
Αλλά ας εξετάσω πρώτα σε τι μπορεί να αναφέρεται η έννοια παραδοσιακή – τοξική θηλυκότητα. Μια προσεκτική ανάγνωση του κειμένου της ΑΨΕ για την παραδοσιακή αρρενωπότητα επιτρέπει να διακρίνει κάποιος ότι τα αρνητικά αυτά χαρακτηριστικά που αποδίδονται κυρίως στην προσωπικότητα του άνδρα κάλλιστα μπορούν να εμφανιστούν, και εμφανίζονται, και σε γυναίκες. Ποια είναι αυτά; Στωικότητα, ανταγωνιστικότητα, κυριαρχία, και επιθετικότητα. Το σκεπτικό μάλιστα των ψυχολόγων που έχουν καταρτίσει τις κατευθυντήριες γραμμές προς τους συναδέλφους τους αποκαλύπτει ότι αρκετά από τα χαρακτηριστικά που κάποιοι, στερεοτυπικά, θεωρούν ότι εκδηλώνονται κυρίως σε άνδρες, τείνουν να εμφανίζονται σε μεγάλο βαθμό και σε γυναίκες.
Αλλά εγώ είχα κάτι διαφορετικό στο μυαλό μου όταν μπήκα στη διαδικασία να σκαρφιστώ την παραδοσιακή – τοξική θηλυκότητα. Είχα κάτι που θεωρούσα ότι ίσως να ενδημεί αποκλειστικά και μόνο στον χώρο της λογοτεχνίας. Συνιστά σχεδόν κλισέ της αστυνομικής – νουάρ λογοτεχνίας ο τύπος της μοιραίας γυναίκας που σαγηνεύει και παρασύρει τον άνδρα σε ατραπούς που οδηγούν νομοτελειακά στη συντριβή του. Τζιμ Τόμσον, Τζέιμς Κέιν, Ντάσιελ Χάμετ, Ρέιμοντ Τσάντλερ είναι μερικά από τα ονόματα συγγραφέων που έχουν συμβάλλει τα μάλα για την εισαγωγή της έννοιας «μοιραία γυναίκα» στην ποπ κουλτούρα. Γιατί βέβαια η «μοιραία γυναίκα» έρχεται από τα βάθη του χρόνου. Η Λίλιθ είναι η πρώτη γυναίκα του Αδάμ, και, όπως μας θυμίζει συχνά ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ στα μυθιστορήματά του, συμβολίζει εκτός από δαίμονα και μια από τις πρώτες εκφάνσεις της «μοιραίας». Η λίστα όμως είναι τεράστια: Ωραία Ελένη, Κλυταιμνήστρα, Σαλώμη, Δαλιδά, Τζεζαμπέλ. Όλες αυτές φέρουν στοιχεία που με ευφάνταστους τρόπους, στο πέρασμα του χρόνου, έχουν βρει τη θέση τους στις μετουσιώσεις της μοιραίας γυναίκας στη νεωτερικότητα. Γιατί όμως ο άνδρας πέφτει θύμα της μοιραίας γυναίκας; Υπάρχει κάτι σε αυτό το «μοιραία» που θα μπορούσε να μας προσφέρει στοιχεία για τα συστατικά αυτής της τοξικής θηλυκότητας; Η απάντηση φυσικά και δεν είναι απλή γιατί η στερεοτυπική ομορφιά της μοιραίας, στα δικά μου μάτια τουλάχιστον, δεν φαίνεται να εξαντλεί την έννοια «μοιραία». Αν αναγνωρίσουμε, και πολύ φοβάμαι ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή, ότι τελικά η εμφάνιση δεν αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της μοιραίας γυναίκας (ικανή αλλά όχι αναγκαία συνθήκη η ομορφιά), καθότι ουκ ολίγες αδιάφορες εμφανισιακά γυναίκες έχουν αξιωθεί τη θέση του (σκοτεινού) αντικείμενου του πόθου πολλών ανδρών (και γυναικών), τότε θα πρέπει να καταδυθούμε βαθύτερα προς αναζήτηση άλλων χαρακτηριστικών που ίσως και να μπορούν να ορίσουν τα συστατικά αυτής της ιδιότυπης σαγήνης της «μοιραίας». Και εδώ βρίσκω σύμμαχο, όχι τυχαία, έναν ψυχίατρο συγγραφέα: τον Γιώργο Χειμωνά. Γράφει λοιπόν ο Χειμωνάς στο «Έπαινος για τον Άνδρα» από το δυστυχώς εξαντλημένο «Ποιον Φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ;»
Θα κάνω εγώ, ένας άντρας, το εγκώμιο γι’ αυτό το αυτοδημιούργητο θαύμα που είναι ο άντρας. Χαριστικά θα βάλω πρώτη στη σειρά τη συμβολή της γυναίκας, που σίγουρα βοηθάει να συντελεσθεί, κυρίως με το ανεκτίμητο (και κατ’ εξοχήν γυναικείο) χάρισμά της, που είναι ο αλάθητος ρεαλισμός της. Χωρίς αυτόν ο άντρας θα παράπαιε, ακόμα θα περιπλανιόταν, θα είχε χαθεί μέσα στις ομίχλες των επικών του φαντασιώσεων – ένα χάρισμα που η γυναίκα, αν το θελήσει, μπορεί να το μεταποιήσει σε θανάσιμο ανδροκτόνο εργαλείο – αν θελήσει να υπονομεύσει, χρησιμοποιώντας το, όλες τις ευσυγκίνητες μυθολογίες, που χάρη σ’ αυτές και αποκλειστικά μ’ αυτές ο άντρας επιβιώνει.
Εμμέσως, αναγνωρίζει εδώ ο Χειμωνάς ότι ο άνδρας επιβιώνει χάρη σε «ευσυγκίνητες μυθολογίες» και «επικές φαντασιώσεις» με σύμμαχό του τη γυναίκα, που «το ανεκτίμητο και κατ’ εξοχήν γυναικείο χάρισμά της είναι ο αλάθητος ρεαλισμός της». Εδώ λοιπόν έχουμε κάτι που μπορεί να σταθεί στη θέση αυτών των στοιχείων που δύνανται να βρίσκονται στον πυρήνα της έννοιας «μοιραία». Η μοιραία γυναίκα είναι αυτή που θα τραβήξει τον άνδρα έξω από τις ομίχλες των επικών του φαντασιώσεων. Σε αντίθεση με τη στερεοτυπική περσόνα της μοιραίας που υποτίθεται ότι παγιδεύει τον άνδρα με μια αχλή παραμυθιού, υποστηρίζω ότι η μοιραία, αληθινά τοξική θηλυκότητα, είναι αυτή που στις σωστές δόσεις, και με τους κατάλληλους χειρισμούς, θα τραβήξει τον άνδρα έξω από τις εγγενείς πλάνες του. Και όταν λέω στις σωστές δόσεις εννοώ ότι με τον ρεαλισμό της, η μοιραία γυναίκα, θα σχεδιάσει και θα εκτελέσει το σχέδιό της με τέτοιο τρόπο ώστε να βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα στη διαιώνιση των επίπλαστων φαντασιώσεων του άνδρα και τον υπολογιστικό ρεαλισμό της ιδίας. Η «μοιραία γυναίκα» δύναται λοιπόν να κάψει τον άνδρα με δυο τρόπους. Είτε όπως επισημαίνει ο Χειμωνάς, υπονομεύοντας με έναν άκρατο, ισοπεδωτικό ρεαλισμό τις ευσυγκίνητες μυθολογίες του, ληστεύοντάς τον δηλαδή από αυτές τις οάσεις φαντασιώσεων που επικάθονται στον μεταφυσικό του ορίζοντα και τον κάνουν να διαχειρίζεται την πεζή πραγματικότητά του, είτε, αντιστρόφως, αφήνοντάς τον να χαθεί στις ομίχλες αυτών των φαντασιώσεών του με το να τον ωθεί εν γνώσει της σε εγχειρήματα και ακροβασίες που σίγουρα θα τον οδηγήσουν στη συντριβή. Με το να τον ωθεί δηλαδή, στην καρδιά των «επικών φαντασιώσεων και ευσυγκίνητων μυθολογιών του».
Προσέξτε τώρα πώς, ειδικά ο δεύτερος τρόπος δένει με τα στοιχεία αυτά της τοξικής αρρενωπότητας (στωικότητα, ανταγωνιστικότητα, κυριαρχία, και επιθετικότητα), που όμως εδώ, όπως πολύ σωστά επισημαίνουν και οι ψυχολόγοι της ΑΨΕ, εμφανίζονται στο πρόσωπο της γυναίκας, και δίνουν σάρκα και οστά στην έννοια της τοξική θηλυκότητας. Και μάλιστα, για να ενισχύσω την πειθώ μου, για να δείτε ότι δεν τα κατεβάζω όλα από το τσερβέλο μου, δεν θα σας εκθέσω εγώ τον τρόπο αλλά ο Ρίτσαρντ Φορντ μέσα από το «Η Χώρα, Όπως Είναι»:
[…] είναι οι γυναίκες που σε κάνουν να νιώθεις ιδιαίτερα έξυπνος, μοναδικά όμορφος, όπως δηλαδή πάντα πίστευες πως είσαι [ευσυγκίνητες μυθολογίες], που σου βγάζουν ό,τι καλύτερο έχεις και, από γενναιοδωρία ή ανάγκη του εαυτού τους [κυριαρχία, επιθετικότητα], σε προκαλούν να νιώσεις κι εσύ γενναιόδωρος, έξυπνος, τρομερά διορατικός στο καθετί και όσο πετυχημένος θα ‘θελες να είσαι [επικές φαντασιώσεις]. Αλίμονο στον άνδρα που παντρεύεται τέτοια γυναίκα, αφού τελικά θα τον οδηγήσει στην τρέλα με τις επιδοκιμασίες της και τις υπερβολικές [ανταγωνιστικότητα], ανεπιθύμητες διαβεβαιώσεις της.
Οι αγκύλες υπογραμμίζουν τα σημεία που φαίνονται ξεκάθαρα οι εκφάνσεις της τοξικής θηλυκότητας όπως αυτές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος πάνω στην πρώτη ύλη των ανδρικών αδυναμιών. Πού μας αφήνει όλο αυτό όσον αφορά την τοξική θηλυκότητα; Η σχέση γυναίκας άνδρα πραγματεύεται αενάως ένα αλληλοσυμπληρούμενο και αντιφατικό σχήμα που θυμίζει κάπως το Γιν-Γιανγκ: ο ρεαλισμός της γυναίκας για το μακροχρόνιο («πού θα βρίσκομαι σε δέκα χρόνια;»), έρχεται σε πλήρη διάσταση αλλά και, παραδόξως, συνιστά συμπλήρωμα, με την ακραία ευσυγκίνητη ρομαντικότητα του άνδρα στο μακροχρόνιο («εγώ όμως πραγματικά σε αγαπούσα!»). Στο βραχυπρόθεσμο, καθημερινό, σήμερα είναι η σειρά της γυναίκας να πάρει τη σκυτάλη του ευσυγκίνητου ρομαντισμού («έλα να δούμε μαζί την πανσέληνο»), που όμως ο άνδρας παραγκωνίζει για την πρακτικότητα και τον δικό του ρεαλισμό που δυστυχώς επικεντρώνεται και εξαντλείται μόνο στο σήμερα («έλα να βγάλουμε τα μάτια μας τώρα που μπορούμε!»). Ο Φορντ όμως, τα λέει πιο απλά από μένα:
Αυτές οι ιδανικές γυναίκες μπορούν πραγματικά να σε κάνουν εξυπνότερο απ’ όσο είσαι, όμως τελικά είναι κατάλληλες μόνο για εφήμερες περιπέτειες, για έντονα μακροχρόνια φλερτ που ποτέ δεν πραγματώνονται, για απροσδόκητα ταξίδια με το αυτοκίνητο ως τη Βοστώνη ή για μεταμεσονύχτια κοκτέιλ σε ημιφωτισμένα εστιατόρια με κόκκινα σεπαρέ […].
Α ναι. Οι «ιδανικές γυναίκες» του Φορντ είναι οι μοιραίες – τοξικές τού υποφαινόμενου.