…τα τσοπανάκια ρώτησε, που ‘χουν τρανζιστοράκι… Σωκράτης Μάλαμας
Στο ξεκίνημα παλιού καλοκαιριού, βρεθήκαμε παρέα τεσσάρων για να κατασκηνώσουμε μερικές μέρες στη Ροδόπη. Πρώτη θέση στο Καράντερε, κοντά στο δασικό χωριό της Ελατιάς. Διαλέξαμε μια μικρή κοιλάδα, στο ρέμα της χαμηλά, λιβάδι. Κατηφορίζοντας προσέξαμε μια πρόχειρη τέντα, από κάτω καθόταν ένας νέος άντρας. Στην άκρη του λιβαδιού ένα κοπάδι αγελάδες.
Στο σύθαμπο, όταν στήσαμε τις σκηνές και φτιάξαμε φωτιά για δείπνο, ο νεαρός βοσκός μας κοιτούσε από την πλαγιά. Βαθύς αργότερα ο ύπνος μας στη νυχτερινή ψύχρα. Το πρωί ξύπνημα από μουγκρητά και αναταραχή. Η φωνή του τσοπάνη έστειλε το κοπάδι πέρα από την κατασκήνωσή μας.
Προγευματίσαμε και γεμίσαμε τα παγούρια στο ρέμα, σε σημείο ψηλότερα από το λιβάδι. Πεζοπορία μέσα από ρουμάνια ως τα βουλγαρικά σύνορα. Τσελιγκάτα Σαρακατσαναίων, ερειπιώνες αγροικιών, πλατώματα τυρφώνων. Ερυθρελάτη, οξιά, έλατο, δασική πεύκη και συστάδες σημύδας. Βρυχηθμοί αγριογούρουνων γύρω, κάπου παραπέρα. Αναγέννηση στα ξέφωτα που διέγραφε τα ανθρώπινα ίχνη. Βορειοευρωπαϊκό δάσος, λίγα χιλιόμετρα από τη Μεσόγειο, κλιματικό πόρταλ.
Στη λωρίδα των συνόρων, ζώνη άδενδρη. Αντίκρυ στο βάθος, το βουλγάρικο κομμάτι της οροσειράς, ασυνέχεια από καλλιεργημένες εκτάσεις.
Κολατσιό σε άνοιγμα με χαμηλούς αρκεύθους. Ένα δυνατό τίναγμα πίσω μου, μέσα από την πρασινάδα – φφφρρρουτ … φλαπ φλαπ! Βαρύ φτερούγισμα πριν κρυφτεί στα δέντρα πιο μακριά. Αγριόκουρκος, το σκιάξιμό μου η χαρά του δασολόγου.
Στην επιστροφή, κατηφορίζοντας, το τρανζιστοράκι του τσοπάνου – με τι καρδιά τον κόσμο ν’ αρνηθώ. Χαμογελαστός, μπρούμυτα κάτω από το μουσαμά. Μνήμη Ακρόπολης και ζέστης μεσημεριού και στη Ροδόπη βράδιαζε, συννέφιαζε κι εγώ τουρτούριζα. Του γνέψαμε, μας χαιρέτισε. Ήμουν κουρασμένος αλλά δεν πεινούσα. Μόνο κρύωνα. Πήγα στη σκηνή μου. Ο ύπνος άσχημος. Το πρωί μουδιασμένος με κεφάλι και κορμί να πονούν.
Στο νερό για να πλυθώ, η μυρωδιά: κοπάδι, νωπό χώμα, γρασίδι, σβουνιά. Αρρώστια η μυρωδιά. Το πλάνο είχε μετακίνηση, δύο νύχτες σ’ άλλο σημείο κι επιστροφή στο Καράντερε. Δεν ακολούθησα, αποφάσισα να μείνω. Κράτησα τρόφιμα. Ξάπλωσα για ώρες, πυρετός και αφασία, σφυρί στο μηνίγγι το κουδούνισμα, τρυπάνι στο ρουθούνι η μυρωδιά. Με χαλάρωσε η αναπνοή μου.
Το απομεσήμερο βροντές. Άνοιξα το φερμουάρ, τον είδα καθισμένο στο σωρό ξύλα, λίγα μέτρα πιο πέρα. Με κοίταξε αμίλητος. Έκλεισα αμήχανος, ξαναξάπλωσα αδύναμος. Στο επόμενο μπουμπουνητό τινάχτηκα έξω, λίγα μέτρα πριν ξεράσω.
«Άρρωστος;» τον άκουσα. Ανάσανα, πήρα χαρτί να καθαριστώ, πλησίασα, έγνεψα ναι.
«Να βγάλεις νερό, φωτιά για νερό!», συνέχισε, «…εδώ», έσυρε την παλάμη στο μέτωπο. «Το βράδυ εγώ, για σένα».
Τον κοίταξα. Συμφώνησα.
Γύρισε στη τέντα του. Παντελόνι παραλλαγής, μπουφάν, αθλητικό παπούτσι. Κοντοστάθηκε, «Νίκος εγώ, Βίκτορ αλβανικά», φώναξε.
Τον άκουσα με τα ξύλα, πριν σκοτεινιάσει. Βγήκα, άναβε προσάναμμα. Κάθισα αποχαυνωμένος, η φλόγα φούντωσε, μου έκανε νόημα να σηκωθώ, πήρε το σκαμνί, το έφερε κοντά στη φωτιά. Έδειξε να κάτσω, να βγάλω νερό. Η φλόγα χάδι στο πρόσωπό μου. Αυτός όρθιος και του ζήτησα να κάτσει. Κάθισε οκλαδόν, παραδίπλα.
«Ιδρώνω, λέμε». Έτριψα το κούτελο κι έδειξα την παλάμη μου. «Ιδρώτας».
Κάθε άνοιξη, για τέσσερα χρόνια, πεζός από Αλβανία. Περνούσαν τα σύνορα παρέα, πορεία αυτός ανατολικά. Μερικές φορές με αυτοκίνητο, Έλληνες που βοηθούσαν. Του είχαν πει για αφεντικό στο χωριό, το καλοκαίρι, για τις αγελάδες. Καλό το αφεντικό, κάθε βδομάδα του έφερνε φαγητό και μπαταρίες. Πολλά χρόνια όμως βουνό, ήθελε Αθήνα, να ζήσει στην Αθήνα, δεν την είχε δει. Κι ένας φίλος είχε δουλειά στη Μύκονο, κηπουρός. Κι αυτό καλό. Με ρώτησε για τη Μύκονο. Μιλούσε, ρωτούσε – συνεχώς. Ναι είχα πάει Μύκονο. Απαντούσα με κεφάλι στις παλάμες, αγκώνες στα γόνατα, δάχτυλα στους κροτάφους. Καλή ζωή έλεγε στη Μύκονο, όχι βουνό, κήποι. Καλό το αφεντικό, αλλά στο βουνό δύσκολα.
Μου άρεσε στη Μύκονο; Όχι – απάντησα. Έχει βίλες στη Μύκονο, εδώ πολύ βουνό – επέμεινε. Ζέστη πολλή, κόσμος πολύς, ψήνονται στον ήλιο – πείσμωσα. Κι εσύ ψήνεσαι! – γέλασε. Κεφάλι κοντά στη φωτιά! – πρόσταξε.
Ήθελε και Αμερική. Λος Άντζελες και Χόλιγουντ.
Ναι είχα πάει στο Χόλιγουντ.
Ήθελε να μιλήσει και στη Σάρον Στόουν. Ήξερα τη Σάρον Στόουν, μου άρεσε, ήθελα να της μιλήσω;
Ανασήκωσα τους ώμους αδιάφορα.
«Πιο καλά Μύκονος ή Λος Άντζελες»;
Σκέφτηκα. «Λος Άντζελες. Περισσότερο αληθινή ζωή από Μύκονο».
Απόρησε.
«Καλύτεροι κήποι στο Λος Άντζελες από Μύκονο», εξήγησα.
Ικανοποιητική η απάντησή μου, επιτέλους. Τελειωμό όμως δεν είχε, θα το ξενυχτούσαμε.
«Γιατί δεν παντρεύτηκες στην Αμερική όμορφη γυναίκα;»
Ανασηκώθηκα να ρίξω ξύλο. Στοπ έκανε, πήρε ξύλο, το πέταξε στη φωτιά. Τινάχτηκαν σπίθες πάνω, στρόβιλοι πριν χαθούν σε άναστρη νύχτα.
«Πυγολαμπίδες», έδειξα. «Μύγες, σκοτάδι, φως». Φλικ, φλικ! τα δάχτυλά μου.
«Τζιτζελόνια! Είναι τραγούδι, με Αλβανίδα».
«Τζιτζελόνια…», συμφώνησα.
Μου άρεσε.
«Ιδρώνεις;» ρώτησε.
Μοιράστηκα να φάει κάτι. Καληνύχτισε, κοίταζα το φως του κλεφτοφάναρου να απομακρύνεται. Κοιμήθηκα με λίγο πονοκέφαλο και ξύπνησα καλύτερα. Πεθύμησα τη μαρμελάδα που είχαν πάρει. Κατέβηκε και τον φίλεψα μπισκότα. Με ακολούθησε στο ρυάκι. Στον ώμο πετσέτα, στο χέρι σαπούνι να πλυθώ. Με παρατηρούσε όρθιος. Τελειώνοντας το βούρτσισμα ρώτησε γιατί πέρασα στα δόντια σπάγκο. Τα δόντια τα έπλενε κάπου – κάπου. Χαμογέλασε όπως άτακτο παιδί.
Περάσαμε τη μέρα μαζί, είχα δυναμώσει. Με πήγε παρακάτω να γεμίσω το παγούρι. Σε πηγή, το ρυάκι είχε απότομη κλίση προς το κύριο ρέμα. Είχε στεριώσει φλοιό δέντρου να συγκεντρώνει καθαρή ροή. Με μάλωσε, δεν ήταν καλό το νερό εκεί που πίναμε είπε, υπήρχε άλλη βοσκή ψηλότερα.
Το μεσημέρι διάβασα έξω από τη σκηνή, στη λιακάδα. Εκείνος κάτω στο νερό με το κοπάδι. Σφύριζε στιγμές, δυνατά, μου έκανε σήμα. Σήκωνα το χέρι να με βλέπει.
Το σούρουπο χρύσισε την κατάφυτη πλαγιά ανατολικά.
Το βράδυ ανάψαμε πάλι φωτιά και μασουλίσαμε ό, τι υπήρχε.
Κεφάτος το πρωί, είχα όρεξη για περπάτημα. Τον ρώτησα αν περίσσευε κόκα κόλα – όχι – πρότεινα να περπατήσουμε στο χωριό, εφόσον μπορούσε να αφήσει το κοπάδι για λίγο. Κερνούσα παγωτό, ό, τι γλυκό θα βρίσκαμε, κι ό, τι άλλο. Πολλές ώρες όμως κατέβα – ανέβα, δεν θ’ άφηνε το κοπάδι αλλά ούτε το αφεντικό τον ήθελε στο δρόμο. Του έλεγε να κόβει απ’ το δάσος, στην ανάγκη.
Στο δρόμο από Αλβανία, γκάζωναν κάποιοι ολοταχώς πάνω τους πριν φρενάρουν απότομα, την τελευταία στιγμή.
Περπατήσαμε σε πλαγιές και σε ξέφωτα, κοντά. Σε γωνιές που του άρεσαν, εκεί που είδε την αρκούδα. Μπροστά αυτός, στο τέλος δίπλα – δίπλα, αμίλητοι
Το απόγευμα επέστρεψαν οι φίλοι μου, με προμήθειες. Ψήσαμε, φάγαμε όλοι μαζί. Τράκα τα τσιγάρα απ’ τους άλλους, άκουγε, δεν πολυμιλούσε, χαιρόταν.
Χαιρετώντας την επομένη, έγραψα το τηλέφωνό μου για όταν ερχόταν Αθήνα. Αργότερα σε καφενείο κάποιου χωριού, έπινα κόκα κόλα και στην τηλεόραση ο θάνατος του Παπανδρέου. Η Μύκονος, ο γάμος Κωστόπουλου – Μπαλατσινού στην εφημερίδα. Δυο γεγονότα back to back, χέρι – χέρι. Από τους μέγιστους των Ελλήνων, καθείς στο είδος του, με τον τρόπο του. Η Ελλάδα ολοταχώς προς τα χρυσά χρόνια της premillenium δεκαετίας.
Στη Ροδόπη αισθάνθηκα πως είμαι Έλληνας και πως είμαι εντάξει σαν Έλληνας.
Ξαναχαθήκαμε μέσα στο βουνό, Φρακτό, Χαϊντού. Τρυπώσαμε στα στενά του Νέστου.
Στη Ροδόπη, η ασπράδα της σημύδας στα σκιερά του Φρακτού, η πάλη δύο αρσενικών ελαφοκάνθαρων, σφιχταγκαλιασμένων, στον καταρράκτη του Λειβαδίτη. Τα τζιτζελόνια του Νίκου-Βίκτορα στο Καράντερε.
Δεν τηλεφώνησε.
Δυσκολεύομαι να θυμηθώ πρόσωπο, εκτός αν κοιτάξω τις φωτογραφίες. Όταν σε Αλβανό αθροίζουν χρόνια και χαρακτηριστικά, τυλίγω το νήμα της μνήμης πίσω σε καιρούς υποσιτισμένους. Μπας και…
Την ανάμνηση θολώνει το πρόσωπο μιας νέας γενιάς, που συγκλίνει σε ελληνικό. Χαμογελαστής γενιάς, μια σειρά από γερά και πυκνά δόντια.