ΓΚΑΝΤ: Λένε πως η γλώσσα ανθρώπου που πεθαίνει / τραβάει την προσοχή σαν αρμονία βαθιά: / οπού ‘χει λίγα λόγια δεν τα σπαταλάει / και μόνο αλήθεια λέει ζωή που ξεψυχάει. / Πού λέει τα τελευταία του / τον προσέχουν πιο πολύ / από γλωσσάδες μαθητές της νιότης και του πλούτου. / Πιότερο απ’ τη ζωή του ανθρώπου ακούγεται το τέλος του. / Μια δύση, τέλος μουσικής, σαν τελευταία / νοστιμάδα, είναι πιο γλυκά, στη μνήμη μένουν / πιότερο απ’ όσα έχουν από καιρό περάσει. ΣΕΞΠΙΡ, Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ Ο Β’, ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ, ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ.
…οι πρώτοι έξι μήνες ήταν ο προθάλαμος της Κόλασης και δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι χειρότερο από αυτό μέχρι που ακολούθησαν οι τρεις τελευταίοι που ήταν μια αργή προβολή μαρτυρίου στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου Της. Οι πόνοι ήταν συνεχείς, φρικτοί, και προσπαθούσαμε να τους ελέγξουμε με διάφορες ποικιλίες οπιοειδών που σου επέτρεπαν ελάχιστα διαλείμματα αραιής συνείδησης που πρωταρχικά αναδύονταν σαν συνείδηση αφόρητου πόνου που έριχνε παντού αντί για φως μαύρο πέπλο αμαυρώνοντας τη δυνατότητα όρασης σε λουτρό τυφλής σκοτοδίνης. Σε πήρα στο σπίτι—η παραμονή στο νοσοκομείο δεν είχε νόημα. Η κρεβατοκάμαρά μας στο πάνω πάτωμα του μικρού σπιτιού που είδες σε όνειρο και έχτισες με τη μνήμη και σχεδόν με τα χέρια σου— αδύναμο προνοητικό μικρό πουλί που πίστεψες πως θ’ αλλάξεις τα καταιγιδοφόρα σενάρια που διεκδικούσαν τους εφιάλτες μας σε προστατευτικό φωτεινό μειδίαμα απρόσβλητης καλοκαιρίας— ένας ανάερος μεταξένιος υπνοφόρος κάλυκας παπαρούνας, σχηματισμένος στην εχέμυθη κουφωτή γαλήνη μικρού παράθυρου που ίσα που άνοιγε προς τα δυτικά για να φωτογραφίζει την επαναλαμβανόμενη πορφυρένια ασυδοσία του ηλιοβασιλέματος τις μέρες της ασυγκράτητης αιθρίας, στην άκρη του λεπτού μαρμαρένιου μίσχου μικρής σκάλας που γειώνονταν στη δροσινή λόχμη του ισόγειου· η κρεβατοκάμαρά μας, μια σχεδόν αόρατη αιώρα ήσυχου νανουρίσματος που ανέβαινε πιο ανάλαφρο από τον αέρα ή κυμάτιζε ή αποξεχνιόταν ανάμεσα σε αργυρόφιλα κλαδιά ψηλόλιγνης λεύκας δίπλα στο ξύλινο μπαλκόνι μας δεξιά και ατίθασες κορφές μικρής κορομηλιάς στα αριστερά, γέρικα πεύκα που ο αναμαλλιασμένος θόλος τους διαφωνούσε διαρκώς με κάθε απόπειρα μορφής, ακόμα πιο αριστερά· ανθισμένη την άνοιξη, μετέωρη ίση με τα φτερουγίσματα πουλιών, χαμένη στους υπαινικτικούς ψιθύρους τους το καλοκαίρι, όταν αποσύρονταν καταπονημένο κάθε μελωδικό αίσθημα αφήνοντας τις ώρες της άβυσσος των τζιτζίκων να κατακλύζουν με κρουστή μουσική ύλη τις κοιμισμένες όχθες της μεσημβρινής ανάπαυλας, ή βάζοντας τη σουρντίνα στους γατίσιους επιθετικούς αρπισμούς στα ξύλινα κουφώματα όπου σιγοτραγουδούσε τα διαλείποντα χρονικά του το γέρικο σαράκι ποτισμένο από τις μεθυσμένες υγρασίες του φθινοπώρου· έμψυχη με το μόνιμο, λίγο βραχνό σπασμένο οστινάτο της φωνής σου που διαρκώς προνοούσε, επέπληττε, καλούσε σε επαγρύπνηση, προγραμμάτιζε στρατηγικές εφόδου στους εχθρούς που μας περιτριγύριζαν από παντού —όλος ο κόσμος σου ήμουν εγώ και τα παιδιά μας, το αρχέγονο οικογενειακό σου κάστρο σε άμυνα εναντίον των πάντων που δεν μπορεί παρά να το επιβουλεύονταν· σε αυτήν την κρεβατοκάμαρα σε απόθεσα να πεθάνεις. Καθώς μια ανώνυμη κατάλευκη πομπή από μακάβριες νυχτοπεταλούδες-νοσοκόμους φτερούγιζαν ολόγυρα ενοχλητικά βοηθώντας με τυφλά να σε ακουμπήσω στο κρεβάτι μας σαν πολύτιμο ραγισμένο βάζο σε συσκευασία μετακομιδής, πάνω στο ειδικό στρώμα που ήταν το μόνο καινούργιο πράγμα —εκτός από βιβλία σε διπλές και τριπλές σειρές στα ράφια των δυο βιβλιοθηκών πρώτης ανάγκης, «για την κρεβατοκάμαρα», όπως συνεννοούμασταν να τις λέμε, αριστερά και στα πόδια του κρεββατιού— που μπήκε στο δωμάτιο εδώ και τριάντα χρόνια που χτίστηκε το σπίτι, κι όμως αρκούσε να το παραμορφώσει διαποτίζοντάς το με αίσθημα αποκρουστικής προσωρινότητας που κυριαρχεί σε νοσοκομειακούς θαλάμους εντατικής θεραπείας, αίθουσες αναμονής ζωής ή θανάτου, στο έλεος του άγνωστου θεού της στατιστικής των αριθμών και της ανοίκειας ψηφιακής περιπλοκότητας της τεχνολογίας των ατελείωτων κωδικών υποστηρικτικών μηχανημάτων, στο έλεος ανούσιων στακάτων αυτοθαυμαζόμενων ηχητικών σημάτων σταλακτιτικών αποστάξεων στην ακίνητη επιφάνεια των τυχαίων νερόλακκων της λήθης όπου η συμμετρία των ομόκεντρων κύκλων που προκαλούσε μια παρωδία φυσικών νόμων στη στάσιμη επιφάνεια συνέβαινε σε κενό ακοής και όρασης, σε αρκτική απουσία ζωής στα έγκατα αδύνατης μετάφρασης, —σκεφτόμουν εκείνη την απεγνωσμένη αναζήτηση της εξαφανισμένης μελαψής Ευρυδίκης του από τον κινηματογραφικό Ορφέα· σ’ όλη τη διάρκεια μιας ατέλειωτης οργιαστικής νύχτας καρναβαλιού όπου το έξαλλο ξέσπασμα του ρυθμού και της γιορτής που καταλάμβαναν σαν παραληρηματική χορεία τους πάντες, δεν ήταν παρά μια από τις μεταμφιεσμένες μαγγανείες που είχε επινοήσει ο δαίμονας πρωταθλητισμού του διπλοπρόσωπου Θανάτου που μπούχτισε από τη σιωπή στις μονόφωνες άμουσες ερημιές του και αποφάσισε με διάφορα στρατηγήματα να τις αναζωογονήσει με τον αρμονικό απόηχο κοπετού όσο γίνεται περισσότερων συγγενών και οικείων όσο γίνεται περισσότερων νεκρών, —τότε από το διπλανό και συνήθως σιωπηλό σπίτι θυμάμαι να καταφτάνει φερμένη απ’ την ανοιχτή μας μπαλκονόπορτα— Ιούνιος μήνας, διακεκαυμένα μεσημβρινά προεόρτια του θερινού ηλιοστάσιου που συνέπιπτε με την επέτειο της γαμήλιας τροπής μας— σαν προσποιητή μουσική ιεροπραξία, αφόρητα εκκωφαντική και διάτορη σαν απειλητική κορυφή ανοργάνωτων και ατίθασων ηχητικών κυμάτων που ξεσπούσαν μικροφωνικά και ασυνάρτητα—η προκάτ με μεράκι και επαγγελματισμό στιχουργία προκάτ με μεράκι και επαγγελματισμό μουσικών εκμυστηρεύσεων λαοπρόβλητων βάρδων από το αδιαλείπτως κοινωνικά και ιερουργικά ανανεούμενο φυτώριο της λαϊκής βιολογικής καλλιέργειας, νυχτερινών μαγαζιών της ποτισμένης με συνθετική εσάνς γαρδένιας, των ειδικά-για- σπάσιμο-γύψινων πιάτων, μετά τα ιερά μυστήρια του γάμου της βάφτισης και γιατί όχι και της κηδείας, και των πάσης φύσεως παιάνων και εγκωμίων των αυτόχθονων έντεχνων και λαϊκών ελίτ του τόπου: ευθύνη-καμίνι-σιγοψήνει-περιουσία-θυσία-σημασία-τσιγάρο-φουμάρω-χάρο-τρακάρω. Με μηδενικά περιθώρια αποτελεσματικών αντιδράσεων—στο διπλανό σπίτι κατοικούσε παπάς, πρωτοξάδερφος του διευθυντή του τοπικού αστυνομικού τμήματος που είχε στο μέτωπο του μπαλκονιού του αναπεπταμένο μαζί με το μίσος του για τους αριστερούς διανοούμενους γείτονες το λάβαρο του μεγαλομάρτυρος δουκός αυγουσταλίου Αγίου Αρτεμίου, ανακηρυγμένου προστάτη της Αστυνομίας, και είχε επιπλέον δηλητηριάσει δυο από τις γάτες μας σαν εκδίκηση για τις πολιτικές σου κλίσεις, του ήταν αδύνατο να χωνέψει πώς όχι μόνο δε σάπισες στην εξορία όπου σε είχαν στείλει οι συνταγματάρχες το 1967 αλλά επέστρεψες γρήγορα με το εφεύρημα της ανηκέστου βλάβης, αυτό το επίτευγμα της διαμπερούς κοινωνικής διείσδυσης της αναρχοκομμουνιστικής εξάπλωσης στη φιλελεύθερη πτέρυγα των κυβερνώντων αστικών στρωμάτων, σε έναν ήπιο κατ’ οίκον εγκλεισμό και υποχρέωση εβδομαδιαίας προσέλευσης στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής σου—παραμέρισα κάθε είδος επιφύλαξης και τηλεφώνησα στον παπά «η γυναίκα μου πεθαίνει, μπορείτε να χαμηλώσετε τη μουσική σας» μετατρέποντας την ταπείνωση της ευγένειας του «χαμηλώσετε» και όχι «σταματήστε» στην αηδία για το «σας». Ήταν η μουσική τους, αυτών των μισητών βάρβαρων που θα επιβίωναν πάντοτε. Γύρισα σύντομα κοντά σου. «Μπορεί σε μια μέρα, μπορεί και σε λίγες ώρες» ήταν η διαβεβαίωση του γιατρού που είχε απευθείας σύνδεση με το τέρας που σκοπός του ήταν να σε πάρει από μένα. Σφηνώθηκα σε μια καρέκλα κοντά σου και περίμενα. Δεν ξέρω που βρισκόταν η ψυχή σου. Τα μάτια σου που θα πρόσφεραν το μοναδικό παράθυρο προς τα εκεί, ήταν κλειστά, άλλοτε μισόκλειστα. Ήσουν πολύ αδύναμη για να μιλήσεις. Δεν ξέρω αν κοιμόσουν. Είναι όμως βέβαιο πως η συνείδησή σου ήταν ονειρική και φώτιζε τα πάντα σιωπηλά, αδιακρίτως και ισότιμα σαν φιλέρημο, φιλήσυχο, δημοκρατικό σεληνόφωτο. Κατά καιρούς ένα απότομο τίναγμα των άκρων σου που προσπαθούσαν να ξεφύγουν με λίγους τελευταίους σπασμούς από το καμάκι του βεβαίωναν το συντονισμό σου με πράγματα που συνέβαιναν κάπου αλλού και ζήλευα που δεν μπορούσα να τα παρακολουθήσω. Ενθουσιάστηκα με την ιδέα πως μπορεί να ξανάβλεπες κάποια από τις κινηματογραφικές ταινίες που αγαπούσες. Ενθουσιάστηκα πως μπορεί να ξανάβλεπες το «Φάνη και Αλέξανδρος» του Μπέργκμαν και άρχισα κλείνοντας τα μάτια μου να το ξαναβλέπω κι εγώ επιστρέφοντας σε κείνη την ίδια κινηματογραφική αίθουσα που το είδαμε μαζί—τι καιρό έκανε έξω, τι εποχή ήταν δε θυμάμαι· μόνο το αντάντε λέντο από την δεύτερη σουίτα για βιολοντσέλο σόλο του Μπέντζαμιν Μπρίτεν θυμάμαι—ιδανική συνοδεία για την επανασύνδεση των σχέσεών μας με τα αγαπημένα φαντάσματα, όταν επιστρέφουν όχι σαν αγαπημένη αίσθησις— μονοκόμματε αυτοϊκανοποιούμενε εγωιστή— αλλά σαν ο άλλος, ολόκληρος που ήταν, με τον κόσμο του όλο εκφρασμένο στην ανάγκη της επικοινωνίας που γλιστράει σαν μικρή φωτεινή δέσμη από τη χαραμάδα της κατάμαυρης κατάκλειστης πόρτας του θανάτου, προς την άλλη όψη της μαυρίλας, προς τη ζωή. Περίμενα λοιπόν τα λόγια σου. Κάποια θα ήταν τα τελευταία—πώς τελευταία; Θα το καταλάβαινα γιατί θα ήταν αβάσταχτη η ανάγκη να τα φυλάξω, θα έπρεπε να τα φυλάξω, να τα διατηρήσω υστερόβουλα τα πολύχρωμα λόγια σου παγωμένα μέσα στο καθαρό άχερο, για να τα ξεπαγώσω κάποτε, όταν τα χρειαστώ. Οι ώρες μ’ ένα ξύλινο ποδάρι που χτυπούσε ακανόνιστα το λιθόστρωτο ανηφόριζαν προς την άγνωστη κορφή. Κατά τις έξι το απόγευμα έγινε μια στάση. «Την κότα! Μια κότα!» ούρλιαξες, και μετά: «τσάκω’ την!». Πετάχτηκα αλαλιασμένος κι έσκυψα πάνω σου. Είχες κλείσει τα μάτια και είχες επιστρέψει στην ακινησία σα να μη συνέβαινε τίποτα. Έσκασα στα γέλια—μπορεί και να είχα τρελαθεί. Ποτέ δεν είχες πει «τσάκω’ την» αντί «πιάσ’ την» στα κοντά σαράντα χρόνια της κοινής ζωής μας. Ούτε είχες ποτέ κοτέτσι. Είχε η μάνα σου που κρατούσε τα περήφανα θεσσαλικά της σφιχτά στην αγκαλιά ως το τέλος. Μπορεί να μιλούσες μαζί της, να την είχες κιόλας συναντήσει, να ήσαστε κιόλας ένα και το αυτό, σε κείνο το βασίλειο της σαγήνης των αδύνατων πραγμάτων και να φροντίζατε μαζί εσπερινά το κοτέτσι σας σε κάποιο πατρικό περιβόλι. Ήταν ο θόρυβος της ήσυχής βροχής από το «Φάνη και Αλέξανδρος» που ήρθε και γεφυρώθηκε στο θόρυβο των πλήκτρων της πρώτης γραφομηχανής μου και άρχισα μισοκλείνοντας τα μάτια τόσο που να σε βλέπω και συνάμα να παρακολουθώ το δακτυλόγραφο που προβάλλονταν στον άγνωστο φωτισμένο τοίχο που έμοιαζε με τοίχο εκτελέσεων και όπου σαν σε υπερκόσμια ειλητάρια αγγέλων ξετυλίγονταν τα τελευταία λόγια όλων των νεκρών, που υπήρξαν ποτέ, των επιφανών βεβαίως νεκρών, αλλιώς πώς θα διασφαλίζονταν η μαρτυρία, πώς θα γίνονταν μύθος, ιστορία, θα έφταναν ως εμάς, να τα επαναλαμβάνουμε σαν ιερές παρακαταθήκες, οριστικές, βαριά και ασήκωτα κειμήλια και μαζί καθήκον και υποχρέωση άμιλλας για προθανάτια επίδειξη σοφίας ή και σπαρταριστού χιούμορ, του είδους που αναβλύζει πηγαία κι επιθετικά από την οριστική ανημπόρια, σε κάθε περίπτωση, διαβατήριο μιας καλής θέσης στο γνωστό κυνικό μετά. Θα ήταν καλύτερα να μην υπάρξουν τελευταία λόγια, αποφάσισα. Γιατί να θυσιάσω κι εγώ στον ηλίθιο, ανούσιο βωμό του «τελευταίου», με τί σκύβαλα έχουμε παραγεμίσει τη ζωή μας. Σηκώθηκα να φύγω. Θα πέθαινες. Μπορούσα να φύγω ήσυχος και να φανταστώ τα ωραιότερα τελευταία λόγια του κόσμου να βγαίνουν απ’ το στόμα σου. Είχα δει και άλλους ανθρώπους να ξεψυχούν. Σηκώθηκα αποφασιστικά. Με σταμάτησες την ώρα που άνοιγα την πόρτα του δωματίου αποφεύγοντας να κοιτάξω πίσω μου και με ανάγκασες να γυρίσω και να σε δω. Είχες ολοζώντανη ανασηκωθεί στο κρεβάτι, με κοίταξες επιτιμητικά με την ανελέητη αυστηρότητα βλέμματος κακορίζικου βυζαντινού παντοκράτορα στα μάτια σου και φώναξες σαν με όλη τη δύναμη που σου απέμενε— «Χέστηκα».
Τα τελευταία σου λόγια τα έκρυψα από τα παιδιά.