Την περασμένη βδομάδα αναρτήθηκε για fast track δημόσια διαβούλευση, με επίσπευση, το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Προβλέπονται επιδοτήσεις σε δράσεις που σχετίζονται με εξορύξεις φυσικού αερίου και πετρελαίου. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, αναμενόμενο. Ενδιαφέρον έχει να ιδωθεί η πρόβλεψη επιδότησης των συγκεκριμένων δράσεων σε σχέση με το πρόσφατο ταξίδι του Πρωθυπουργού στη Γερμανία και τη συνάντηση του με τη Μέρκελ όπου με ιδιαίτερο ζήλο έθεσε το ζήτημα της πράσινης ανάπτυξης ως τομέα πάνω στον οποίο θα ξαναγραφτεί το κεφάλαιο των σχέσεων Ελλάδας – Γερμανίας. Φιλοδοξία είναι η εκπόνηση στην αρχή του 2020 επενδυτικού σχεδίου με συγκατάθεση της Γερμανίας που θα αφορά στην «πράσινη οικονομία» και θα περιλαμβάνει ανανεώσιμες πηγές ενέργειες και άλλες φιλικές προς το περιβάλλον παραγωγικές δραστηριότητες με τη χρήση γερμανικής τεχνογνωσίας.
Καθεστώτα επιδοτήσεων επενδύσεων που αφορούν σε εξόρυξη υδρογονανθράκων δεν συνάδουν με πράσινη ανάπτυξη. Θα ήταν εύκολο να κατηγορήσω την ελληνική κυβέρνηση για διφορούμενη στάση, για υποκρισία. Σύμφωνα με το πόρισμα μελέτης των Overseas Development Institute, Friends of the Earth και Climate Action Network, η οποία εξέτασε τα Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα των κρατών μελών της ΕΕ, κανένα από αυτά δεν έχει καταστρώσει χρονοδιάγραμμα για τη κατάργηση των επιδοτήσεων δράσεων που σχετίζονται με εκμετάλλευση ορυκτών καυσίμων. Αυτό, σε αντίθεση με τις δεσμεύσεις για απόσυρση τέτοιων επιδοτήσεων.
Ιδιαίτερη μνεία κάνει η έκθεση στη Γερμανία και στην Ελλάδα. Και οι δύο χώρες βρίσκονται μεταξύ των κρατών μελών με πρόθεση εισαγωγής νέων επιδοτήσεων σχετικών με ορυκτά καύσιμα παρά τις δεσμεύσεις τους για σταδιακή απόσυρση τέτοιων επιδοτήσεων.
Κατανοώ όταν μια χώρα, η οποία θέτει στόχους για επίτευξη πράσινων ενεργειακών στόχων, για απανθρακοποίηση της οικονομίας, αναθεωρεί το χρονοδιάγραμμα στην περίπτωση που το επιβάλει ο ρεαλισμός στην πορεία. Το 2011 η Γερμανία, μετά το σεισμό και το συμβάν στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας, πήρε απόφαση να επιταχύνει τη μετάβαση προς το στόχο μιας «εποχής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας». Η απόφαση πάρθηκε σχετικά «εν θερμώ», με το δέος που προκάλεσε η καταστροφή. Ένα χρόνο αργότερα εκτιμήθηκε ότι, δεδομένων των ενεργειακών αναγκών της οικονομίας της χώρας και της επίσπευσης, η κατανάλωση ενέργειας θα κόστιζε 60% περισσότερο στους Γερμανούς καταναλωτές το 2020. Το πρόγραμμα μετάβασης σε οικονομία χαμηλών εκλύσεων / αποπυρηνικοποιημένη, κατηγορήθηκε για βιασύνη στην απεξάρτηση από την πυρηνική ενέργεια που οδήγησε αρχικά σε επανεξάρτηση από λιγνιτικές μονάδες και διόγκωση των εκλύσεων. Η επανεξάρτηση ήταν αναγκαία ώστε να καλυφτούν οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας. Στη συνέχεια η αύξηση της χρήσης φυσικού αερίου για την επίτευξη ενεργειακών και περιβαλλοντικών στόχων ενίσχυσε τη μη επιθυμητή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία. Επιπρόσθετα, το μεθάνιο που διαρρέει κατά τη διαδικασία παραγωγής και διανομής φυσικού αερίου, είναι (επίσης) ισχυρό θερμοκηπιακό αέριο.
Δύσκολος ο δρόμος προς την πράσινη οικονομία, ειδικά αν είσαι αναπτυγμένος γίγαντας. Αναγκαία η προσήλωση στο στόχο, η επανεξέταση του κόστους, η αναθεώρηση και η ανασύνταξη δυνάμεων.
Ελπίζω ότι στην περίπτωση της Ελλάδας οι δεσμεύσεις της χώρας σε συμβούλια και φόρα για μείωση ρύπων δεν θα παραμείνουν κενός λόγος, ότι θα υπάρξει η αναγκαία αφοσίωση στα μέσα με τα οποία θα κατακτηθεί ο στόχος. Δεν προσδοκώ η απεξάρτηση της παραγωγής ενέργειας από τον άνθρακα και της οικονομίας από πόρους που παράγουν εκλύσεις, να γίνει με μονοκονδυλιά. Η επιφύλαξη μου αφορά στο ότι η πρόβλεψη στο πολυνομοσχέδιο για επιδότηση ιδιωτικών επενδύσεων που σχετίζονται με εξορύξεις υδρογονανθράκων – βάση, εκκίνηση, αφετηρία – υπονοεί ότι προεπιλογή είναι μια οικονομία βασισμένη στο πετρέλαιο και όχι απεξάρτηση. Αυτό εφόσον θεωρείς αυτές τις επιδοτήσεις με σοβαρότητα, ενταγμένες σε στρατηγική ανάπτυξης. Το αν συνάδουν με δεσμεύσεις για πράσινη οικονομία έρχεται στη συνέχεια.
Υπάρχει και η άλλη εκδοχή, να δεις τις επιδοτήσεις ευκαιριακά, ως μέσο κερδοφορίας μερικών καλοθελητών για να κινηθεί το χρήμα μέχρι κάποιο σημείο. Ασύνδετα με μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, έστω και να βασίζεται σε οικονομία υψηλών εκλύσεων.
Το πρόγραμμα των ιδιωτικών επενδύσεων δεν προβλέπει ελέγχους σε πολλά επίπεδα όπως άλλα χρηματοδοτικά προγράμματα (εφόσον η επένδυση δεν συγχρηματοδοτείται από άλλα κονδύλια). Ανέκαθεν για τους κυβερνώντες λειτούργησε ως αποτελεσματικός τρόπος ενδυναμώσεων δεσμών μεταξύ πολιτικής ηγεσίας και επιχειρηματικών συμφερόντων, ως ψηφοθηρία, δίχως απαραίτητα να εφαρμόζει αυστηρά κριτήρια αγοράς στη στήριξη των συμφερόντων. Η ενσωμάτωση δράσεων στη χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων που αφορούν σε οικονομία ενέργειας βασισμένης σε πετρελαϊκούς πόρους ήταν αναμενόμενη. Παράδοση του προγράμματος το carpe diem. Δεν είναι ζήτημα κακής περιβαλλοντικής πολιτικής είναι ζήτημα αρπαχτής. Ως περιβαλλοντική πολιτική θεωρήθηκαν και οι επιδοτήσεις σε φωτοβολταϊκά, και σωστά αφού διαθέτουμε από τις ιδανικότερες συνθήκες στην Ευρώπη. Αλλά εκφυλίστηκαν σε πολλαπλό copy & paste εγκαταστάσεων μονάδων στην ελληνική ύπαιθρο, σε μια μικρή χώρα με περιορισμένες εκτάσεις αγροτικής γης. Η απόσυρση καλλιεργήσιμης γης για να υποδεχτεί τα φωτοβολταϊκά, οι επενδύσεις που δημιούργησαν ελάχιστες νέες θέσεις εργασίας και – αντίθετα – υποκίνησαν αργομισθία, παρά το ενεργειακό / περιβαλλοντικό όφελος, είχαν και περιβαλλοντικό και κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Κόστος αντίστοιχο, τηρουμένων των αναλογιών, με το κόστος των φυτειών για παραγωγή φοινικέλαιου για βιοντίζελ σε τροπικές χώρες. Πολλοί μικροεπενδυτές στην ύπαιθρο είδαν την ευκαιρία ως αρπαχτή, όπως κάποτε άλλοι είχαν δει το χρηματιστήριο. Αρκεί να υπήρχαν μετρητά στο χέρι και πρόσβαση σε καλό τραπεζικό δάνειο. Σε πολλές περιπτώσεις και κάποια γερόντια πρόθυμα να πουλήσουν το χωράφι τους.
Αναγκαία η στρατηγική που να τα βάζει όλα στο τραπέζι, εθνικά συμφέροντα – γεωπολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά – σενάρια υπέρ και κατά. Να ζυγιστούν κι ας επιλέξει η χώρα βαδίζοντας σε σχεδιασμένο μονοπάτι, με αναμενόμενες αναθεωρήσεις που θα δείξει η πορεία. Το συνειδητά διφορούμενο είναι το πρόβλημα, το ήξεις αφήξεις που υποτίθεται θα ικανοποιήσει τους πάντες αλλά τίποτα ουσιαστικά δεν θα προχωρήσει.
Το έτσι και γιουβέτσι της απάντησης του Πρωθυπουργού στη συνέντευξη τύπου μετά την ομιλία στη ΔΕΘ αναφορικά με την περιορισμένης έκτασης, μερική εκτροπή του Αχελώου… δίχως αυτό να αποτελεί άλλοθι για να συνεχιστούν στη Θεσσαλία κακές πρακτικές κατασπατάλησης. Στα επιχειρήματα του Πρωθυπουργού ήταν το θέμα των παρεμβάσεων στον Αχελώο να ιδωθεί συνολικά. Μα τόσα χρόνια, σε πείσμα των τόσων ακυρωτικών αποφάσεων, το ζήτημα παραμένει έωλο ακριβώς επειδή δεν το βλέπουμε συνολικά, είτε ως προς τις ουσιαστικές επιπτώσεις στο υδατικό ισοζύγιο και στο περιβάλλον στη δυτική Ελλάδας (οικολογικά), είτε ως προς ανάγκη για κάλυψη της με αναβολικά φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων διογκωμένης δίψας της Θεσσαλίας (αγροτικά). Ο κατατεμαχισμός του, η προβολή απομονωμένων στοιχείων ως λειτουργικά, όπως ότι το φράγμα της Μεσοχώρας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποκλειστικά υδροηλεκτρικό έργο που θα συνεισφέρει στην ενεργειακή επάρκεια της χώρας, δίχως παραγωγή ρύπων, είναι που το αναδεικνύει ως εργαλείο χειραγώγησης ψηφοφόρων. (Διαβάστε την ανάλυση στο ζήτημα της εκτροπής από τη Θεοδότα Νάντσου).
Τα επιχειρήματα κόβονται και ράβονται στο μέτρο της περίστασης, για τα αυτιά του συνομιλητή που θέλεις να κερδίσεις. Εκφυλισμένος λόγος. Και αν για τους δε, τότε, στην τελική ο κολοβός λόγος αντλούσε δίκιο από το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς, για τους μεν, τώρα, το δίκιο προέρχεται από τους νοικοκυραίους που θέλουν να εξασφαλίσουν μια δουλειά στα παιδιά τους, στον τόπο τους.
Τι δημόσια διαβούλευση δεκαπέντε ημερών, τι εκπομπές αερίων… Δουλειές να φέρουμε.
Ακούω τη χροιά και τον τόνο της φωνής του Υπουργού να αντηχεί στο κεφάλι μου.