Το 1973, πάνω στο γελοίο Ιουλιανό δημοψήφισμα, από την νήσο Πάτμο που έως τότε σεβόμουνα από την ποίηση του Παπαδίτσα, σκέφτηκα πρώτη φορά ένα μουσικό έργο, από αυτά που σε ματιάζουν και σε στοιχειώνουν. Διότι δεν ήθελα κάτι ηρωικό, μήτε κάτι επαινετικό μιας ζωής. Ήθελα όλο το σκουπιδαριό του νεοελληνισμού, το άκυρο σήμερα και το μηδενικό αύριο. Με λίγα λόγια, χαφιέδες, ταγματασφαλίτες, Παουτζήδες, εκτελεστές χωρίς σύνορα, συγκεντρωμένους γύρω από εκατοντάδες, χιλιάδες «αντί».
Ένα δοκίμιο βγήκε ανθρώπινο αλλά το φύλαγα ζηλότυπα ως ισχνή πιθανότητα να με επισκεφθεί μια Θεά του Λιμπρέτου, ανεπιτυχώς. Ώσπου είδα Ταραντίνο και το «Κάποτε στο Χόλιγουντ», προπέρσινη παραγωγή. Ήμουν ήδη κρεμασμένος στην παιδική μου μουριά, βλέποντας για τέταρτη φορά το Lawless και θέλω να το δώ άλλες τόσες για να το χορτάσω.
Δεν προδίδω υποθέσεις, θεωρώντας τις κινηματογραφικές κριτικές ανοικονόμητη πολυτέλεια ― εκτιμώ πως ένα «δγιείτε το» ή «μακριά του» επαρκούν. Για την περίοδο του 1969, Μάνσον-Τέητ κι ένας κασκαντέρ ενός αστέρα, οι εικόνες ήταν στοχαστικές ανκαι το αίμα δεν συνοδεύονταν από ζωντανά σπλάγχνα, ο Ντικάπριο, ο Mπραντπήτ μέσα σε ένα δάσος καλών ηθοποιών, γερνάνε παρέα με τους θεατές τους, και η κλίμακα των εξηντάρηδων θεατών ανήκει στον Ιακώβ και χωράει πολλούς. Αλλά το έργο είναι στικτό από ένα είδος έργου του Παλλαδίου που προσεγγίζει την λαυσαϊκή ιστορία ενώ οι έφηβες γυμνόποδες, ξεθωριάζουν αφήνοντας σε πρώτο πλάνο τις άπλυτες πατούσες της Ρόμπι, που τις ξεκουράζει στην πλάτη ενός σινεμά απ’ αυτά που φιλοξενούν την επαρχιακή Αμερική.
Δεν ρώτησα μήτε στιγμή «για την ποιότητα». Ήμουν εκεί, ως κύμβαλο χλοάζον, έχοντας από το 1969 λεπτομερείς αναφορές και παντού τα τοτέμ και τα ταμπού μιας στείρας επανάληψης.
Θα την ξαναδώ καμιά δεκαριά φορές, επειδή ακόμη κι αυτός ο αλλοπαρμένος φανταιζίστας δείχνει να σοβάρεψε και προβληματίζεται πως δεν θα τον χωράει το φέρετρο…