Το αντικείμενο της λογοτεχνίας είναι αόριστο όπως και της ζωής. ΠΟΛ ΒΑΛΕΡΙ, ΕΤΕΡΟΙ ΑΝΕΜΟΡΡΟΜΒΟΙ
Της του φιλοσόφου πραγματείας είναι νομίζομεν, είπερ άλλην τινα, και την γεωγραφικήν ΣΤΡΑΒΩΝΟΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ 1.1.1.
1
Βγήκα κατά τις τρεις το απόγευμα. Ώρα της δυνατής ζέστης. Λιγοστά μηχανάκια βιάζονταν να παραβιάσουν τη μεσημεριάτικη καταλλαγή μαρσάροντας εκκωφαντικά στην άδεια λεωφόρο. Εκείνη άπλωνε πειθήνια την πυρωμένη άσφαλτο στις ρόδες τους, ένας πλωτός ποταμός λάβας ατάραχος στην κοίτη του, μέχρι που σκόνταφτε στο μακρινό τέρμα στην εξαχνωμένη αιμασιά του Υμηττού. Οι τζακαράντες στην πολεμοχαρή είσοδο του Πεδίου του Άρεως αναρρίπιζαν τον θερμόν αέρα ψευτοδροσίζοντας με ξαφνικές ανθοβροχές από ακουαμαρίνες και υάκινθους καμιά δεκαριά σκελετικά κατάλοιπα. Ίχνη ανθρώπινα στον εδαφικό ορίζοντα, πεταμένα φιδοπουκάμισα στα ξερά χορτάρια, δίπλα στην αλχημική σκευή τους, σύριγγες και ουσίες, εκρηκτικά γκαζάκια σε αναμονή θερμοκρασίας τήξης, κουταλάκια, μπρίκια και μολότοφ από αναβαθμισμένα μπουκάλια, φάρμακα νηπενθή και άχολα, κρούστες μαρμάρων αποκολλημένες απ’ το καταθρυμματισμένο περιτοίχισμα του άλσους σε σωρούς επιθετικής επαγρύπνησης, μυστηριώδη τέχνεργα, σιδερολοστοί και λοιπός εξοπλισμός. Τα φανάρια στην τριπλή διασταύρωση-ανάχωμα στη συμβολή με την Πατησίων σε διατεταγμένη υπηρεσία συνέχιζαν να απορρυθμίζουν τη σχεδόν ανύπαρκτη κυκλοφορία προτρέποντας σε ατύχημα – αδύνατον να ξεχωρίσεις το κόκκινο απ’ το πράσινο μέσα στο θαμπωτικό μεσημεριάτικο φως και αδύνατο να λύσεις το σταυρόλεξο της τελευταίας μόδας να ανάβουν μόνο τα πλαγινά απαιτώντας επαγωγικό λογισμό αλλά χωρίς κατοχύρωση συμπεράσματος αν πρέπει ή όχι να διαβείς τη διάβαση. Αριστερά, Μαυρομματαίων και Αλεξάνδρας γωνία, ερμητικά κλειστή, με ύφος πεισματωμένου μεταφυσικού οστεοφυλάκιου, η παραμορφωμένη μεσαιωνική μαγούλα, το παλάτι του (Διδάκτωρ) Μήδας (του Κέντρου Πνευματιστικών Εργασιών «Η Μαύρη Άμπελος», με τη μαύρη εφτασφράγιστη πόρτα), ηλεκτρισμένο απ’ τη δαιμονισμένη ζέστη ανέδιδε από τους άδηλους πόρους του εμπιστευτική και ιδιάζουσα θερμοφωταύγεια εκπέμποντας ταυτόχρονα κινούμενα φωτεινά σήματα σε επιγραφές κινητού κειμένου που υπόσχονταν Γενική Επίλυση – Επαναφορές Προσώπων – Απομάκρυνση Κακοτυχίας – Επίλυση Μακροχρονίων Καταστάσεων – Οικογενειακής Φθοράς Ατυχίας Κακοδαιμονίας – Υποβολές – Μεταβίβαση Σκέψης – Εργασίες για Πλήρη Άνοδο Θετικού Κάρμα – Ανεύρεσης Χαμένων Θησαυρών – Έκσταση – Εκτόπλαση. Σε αντίθεση και αντιπερισπασμό προς την πρόσκαιρη, κινητή θεοσοφία τούτης της εγκατάστασης, στο βάθος δεξιά, το παλάτι της ΓΣΕΕ πρότεινε γενναιόδωρα εξακολουθητικό εδραίο ερυθρόδερμο συνδικαλισμό με την πρόσοψη βανδαλισμένη με κόκκινη μπογιά. Ανεξιχνίαστες ανταποκρίσεις, νύχτιοι αποκεφαλισμοί, φιμωμένα στόματα, πολιτική ενοχή, φαιοί ένοχοι, λευκοί νόμοι, διαπόμπευση, σαδισμός των βιβλίων της Σίβυλλας («όσο περισσότερα από αυτά καίγονται, τόσο ακριβότερα γίνονται εκείνα που απομένουν»), damnatio memoriae: πίσω, στη μικρή νησίδα πάνω από το Πόλις Παρκ, κρυμμένο σχεδόν απ’ το σκονισμένο μνημονιακό πράσινο του παραμελημένου παρτεριού, το αποκεφαλισμένο, θρυμματισμένο βάθρο της προτομής του συνταγματάρχη Ψαρρού, παρασημοφορημένο με αλαμπουρνέζικα του μαρκαδόρου συντονιζόταν ασύρματα με την προτομή του σύγαμπρου ταγματάρχη Γιάννη Τσιγάντε και το μνημείο του «Μίδας 614», πυρπολημένα και μουτζουρωμένα κι αυτά, στην απέναντι νησίδα μεταξύ Ιουλιανού και Αλεξάνδρας. Περνώντας στη μεγάλη νησίδα της Ιουλιανού, μπροστά στο ζευγάρι των παλιών σπιτιών που κατάφευγαν στα σκονισμένα πέπλα της αφάνειας επιχειρώντας στρατηγικά να γίνουν αόρατα, να εκμηδενιστούν σ’ έναν ψευτο-ορίζοντα δυσανάγνωστης αυτάρκειας, το δημόσιο πλατάνι βύθιζε ανακουφισμένο τις ρίζες του σε καταχθόνια νερά, στεφάνωνε με πείσμα την κορφή του μ’ ένα ατελείωτο ομοφωνικό τιρτίρι άφαντων τζιτζικιών, δίπλα στη στέρνα την καινούργια, άδεια με μια λασπερή και άγονη γύμνια – πλαστικά μπουκάλια, πλαστικές σακούλες, πλαστικές τροφές, ύποπτες οργανικές αποθέσεις. Δυο βήματα απ’ το αλλοτινό οικογενειακό σπίτι των Σεφεριάδηδων, Μαυρομματαίων και Κυβέλης 2, υπόκωφο βουητό νεροσυρμής από μιαν άλλη μνήμη προπολεμικής στέρνας με το νερό δεμένο σαν καθρέφτης. Κατάστικτη με τον αντίλαλο παροδικών βημάτων στην κορφή ενός κούφιου θόλου, έξαφνα η υποψία μιας υπόσκαφης κινστέρνας όπου ένας εξωτικός θίασος σαλτιμπάγκων δροσίζεται απ’ το λιοπύρι θησαυρίζοντας λέξεις στις κορύνες. Κάτω απ’ τα λιγοστά αστικά θάμνα, δίπλα σε μια κατάστεγνη δημόσια βρύση, στη φτενή σκιά, στο φρυγμένο χώμα, σταλίζει σαν κυνηγημένο σμάρι πουλιών μια οικογένεια προσφύγων. Έχουν στρώσει καταγής ολόκληρο νοικοκυριό. Το ένα μικρό παιδί τραγουδάει θαρρετά και δυνατά ένα ατέλειωτο τραγούδι σε άγνωστη γλώσσα, μια σύνθεση που ξεδιπλώνεται σαν αυτοσχέδιο νυχτολούλουδο που αντί να κλείνει ανοίγει σιγά σιγά με το φως, φωτοσυντίθεται με έναν μαγνητικής αρμονικής ροής μελωδικό τροπισμό. Τραγουδάει πάνω απ’ το ήσυχο μωρό αδερφάκι του που δεν ενοχλείται απ’ την ένταση παρά νανουρίζεται παρασυρμένο στα κύματα του τραγουδιού στην αγκαλιά της μάνας του. Γωνία Ιουλιανού και Μαυρομματαίων, στο ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης, κατασκηνωμένη δράκα από πλήθος γλώσσες και φυλές, τροχήλατες αποσκευές, κλίμα προσδοκίας προορισμού και αγωνία χωρισμού, σφίξιμο στο στομάχι, στιγμιαία δάκρυα, μόνιμες έγνοιες, πυρετός φυγής, υγρά χαρτομάντιλα στα ξερά ρείθρα. Το υπόλοιπο της Μαυρομματαίων μέχρι που να εκβάλει στην εθιμική σιέστα της Βασιλέως Ηρακλείου γδύνονταν αργόσυρτα απ’ τα κουρέλια παλιού ρόλου παραδομένο σε μια διαβατική υπόσταση υπολειμματικών προθανάτιων λειτουργιών ντεμι-αστικού περιθωρίου, σε μια παραεμπορική σχεδόν, τεχνητά κατσαρή κατοικίδια μεταμφίεση: επιδιορθώσεις ρούχων, μειξοπερίπτερα, μειξομπάρ, μουσειακές επιβιώσεις καλλιτεχνικών φωτογραφείων, με ατελείωτη παρέλαση εγχώριων νεκρικών φαγιούμ για τον ομαδικό τάφο των ύστερων δεκαετιών του 20ού αιώνα, έπιπλα για φιλόδοξα σαλονάκια και γραφεία της μέσης και άνω υπεραστικής τρομοκρατίας και περιωπής, με απόμακρη ηχώ εποικοδομήματος· με κέρβερους στην είσοδο του Άδη τις τρεις ξώφαλτσες μοίρες του Μάκβεθ· πιο γέρικες κι από τζιτζίκια, που ορκίζονται στην Εκάτη και αναλαμβάνουν επιδιορθώσεις και μεταποιήσεις ή και εξαρχής ραφή για σάβανα και νεκρογαμπριάτικα· μετακινούμενες αργά σαν σε πορσελάνινα παγοπέδιλα στην πένθιμη πίστα της Αχερουσίας, τρίζοντας ολόκληρες από καρφίτσες, πελότες, ψαλίδια, δαχτυλήθρες, ραπτομηχανές, καρικώματα και τρυπογάζια, σαν προμηχανικό ηχερό χιώτικο μαγκανοπήγαδο εν αχρησία ή μεταμηχανικό άσκοπο κινητικό εύρηκα του Τενγκελί εν χρήσει, η μια έχει διαρκώς το λαιμό της σε νάρθηκα, η άλλη το χέρι και η τρίτη με το χούι του Τειρεσία αλλάζει φύλο τρεις φορές τη μέρα, απροσδιόριστο φάσμα, συνέχεια τυλιγμένο σε ατελείωτα μέτρα υφάσματος ή πίσω από μια τεράστια κωνική κουβαρίστρα που ξετυλίγεται αργά, άτροπος-κλωθώ-και-λάχεση, διαφημίζοντας «αποθανείν θέλω» στα ογδόντα-ενενήντα-εκατό· στο διαρκές ραφείο-ενυδρείο με τους πελώριους οχυρωματικούς πάγκους εργασίας να αποκρούουν προστατευτικά τα κύματα των βλεμμάτων, μέσα στην αμνιακή σιωπή της βιτρίνας με την κινηματογραφική ταμπέλα «ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ»—όχι «Η» Αποκάλυψη, σημαντική αποφυγή του οριστικού άρθρου—, σε φόντο σατανικά αχρωμοπολύχρωμο, σαν σε παλιά εύθριπτη μαρμαρόκολλα, μαρμαρωμένο κλαψολόι ξεπλυμένων χρωμάτων, σε μεταχειρισμένου πανεπιστημιακού συγγράμματος βιβλιοδετημένου σε υγρά υπόγεια βιβλιοδετεία της οδού Σόλωνος— στις αρχές του περασμένου αιώνα, για μπατίρη φοιτητή της ιατρικής, —εσώφυλλα.
(Συνεχίζεται)