Τα άλαλα και τα μπάλαλα
09-12-2019

Ήταν 1958 και στο σπίτι ήρθε ένα νέο σύνεργο. Ένα πτυσσόμενο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το έφεραν τυλιγμένο σε ένα ανάερο χαρτί και μαζί ένα χαρτόκουτο με τα εξαρτήματα. Ας σημειωθεί πως οικογενειακώς μπορεί να παίζαμε τη χάσκα και μουτζούρη, να πηγαίναμε οικογενειακώς επισκέψεις ενίοτε αρμένικες, αλλά δεν έτυχε να βρεθούμε ποτέ σε εκκλησία, πλην του σχολικού εκκλησιασμού και καναν γάμο, βαφτίσια ή κηδείες, των ενηλίκων μελών της οικογενείας κι όχι των ανηλίκων υιών, του Ιωάννου καμού. Οι γονείς μας ήτονε δάσκαλοι του σχολείου Εργασίας και της μεθόδου Ντεκρολί, επέμεναν να πηγαίνουμε στο κατηχητικό, αλλά στο πλαίσιο του «τι θα πει ο κόσμος» ― τα εθνικά και θρησκευτικά θέσμια δεν τους απασχολούσαν. Συχνά έως το 1958 τους άκουγα να οικτίρουν την κακιά συνήθεια της εισαγωγής ελάτων ή κλάδων κάθε Χριστούγεννα, κυρίως διότι έπρεπε να τα πετάνε μετά των Φώτων και να γεμίζει ο τόπος άχερα εκ της φάτνης ή πίτουρα ― δεν ξέρω γιατί. Αλλά υπήρξαν αμεταθέτως μοδέρνοι, πρώτοι στην υλοποίηση μουσαμά, πρώτοι στα δανέζικα έπιπλα, πρώτοι σε πολλά, οπότε η αγορά πτυσσομένου δέντρου αισθανόμουν ότι απομάκρυνε το μουρμουρητό πως ήταν αλάδωτοι και αλειτούργητοι ― τον Άη Βασίλη και τη βασιλόπιττα αείποτε τα θεωρούσαν παράγοντες εκχριστιανισμού.

Η συσκευή αγοράστηκε στον Ράλλη, στο Χαζνέ. Αναλυτικά, υπήρχε (1) μία βασική ξυλοκατασκευή, από ένα στουλάρι ύψους 80 εκατοστά  καρφωμένο σε μια τετραγωνική βάση με πατούρα, περίπου 15×15, πράσινα βαμμένα κυπαρισσιά (2) τέσσερα ή πέντε τετράκλωνα χοντρά πλην εύπλαστα σύρματα ανά δέκα πόντους καθ’ ύψος, καλυμμένα με πράσινα χαρτάκια ωσάν του γκαζόν τα μυτερά λοφία που όταν άνοιγαν σχημάτιζαν ένα κώνο και στις άκριες των αποφύσεων από ‘να κόκκινο στρογγυλό σφαιρίδιο που η αυτοψία απέδειξε πως ήταν βαμμένο στραγάλι ωμό. (3) Εξτραδάκια κρεματζούκια λιγότερα των 10, που κρεμιόντουσαν περί στραγαλιών αφάς, ήτοι σπιτάκια καρτονένια τέσσερα με παράθυρα όπου αντίς τζάμι είχε κόκκινη ζελατίνα, κόκκινη ωσάν τα κραγιόν στα χείλη των ποθητών μεγάλων γυναικών που μου απεστράγγιζον την ύπαρξιν, και επιπλέον έναν ανεμόμυλο ―τι άλλο είχε το ξέχασα. Το καρτονάκι διέθετε κόλλα και επάνω της επιπολάζουσα χρυσόσκονη. Τέλος υπήρχαν (4) μεταλλικά εκ τενεκέ μανταλάκια με εισδοχές για μικρά κεράκια, ωστε να τα ανάβουμε και το φως των Χριστουγέννων να θερμαίνει τας ψυχάς. Κορύφωσις ήτο (5) ένα βέλος από υαλί ελαφρύ, με εσωτερικόν κοίλον πράσινο μετάλλιο, ώστε να δείχνει το σύνολο θεωρητικό, ήτοι άξιον το θεωρείν ή του θεάσθαι.

Στην παιδική μας προσπάθεια παράκλησης να ανάψουμε τα κεράκια, η μήτηρ υπήρξε, ως το εσυνήθιζε, στερρού βλαχικού φρονήματος, με λιτοχωρινήν εσσάνς: «δεν θα ανάψουμε τίποτε, διότι το σπίτι θα γίνει μπουρλότο». Δασκαλοπαίδια είμασθεν και ξέραμε τόσο το Κούγκι, όσο και το Αρκάδι, όπως αργότερα τον ρημαγμένο από τον Μανστάιν λόφο της Σεβαστούπολης εν Κριμαία. Και το δεντράκι μπαινόβγαινε κάθε χρόνο, επί έτη πολλά από την αποθηκούλα του στον χώρο στολισμού, αργότερα δέχτηκε και φωτάκια, ακόμη και εκείνα τα κινέζικα που ανέμελπαν τραγούδια, αλλά τα αυθεντικώς αγορασμένα κεράκια από τον Ράλλη του Χαζνέ, παρέμειναν σε πλείστες περιπέτειες του οικογενειακού βίου, ώσπου  ο Θεριστής αφού χόρτασε όλεθρο και θανάτους, μας έδωσε των αδελφών παιδιά κι εγγόνια που βρίσκονται αλλού και αγνοούν την πηγή του στολισμού των.

Περιττό ίσως να το ειπώ, αλλά αυτή η σπαστή ευωχία του υλικού, η έξυπνη δομή, η προσπάθεια να αναφανεί ολίγη μπαουχαζιανή αυτοματικότητα στο σύνεργο, με οδήγησε στην απώθηση παντός χριστουγεννιάτικου δένδρου και η αναζήτηση σε κάλαντα, κόλιαντα, γκόλντι μπάμπου και λοιπά ήθη και έθιμα την επιφάνεια του Ανίκητου Ηλίου στο Προφανές και στον φόβο του Σκότους. Εξάλλου, το σκοτάδι είναι το τελευταίο υλικό που φοβάμαι. Με εκείνο το αγγελικό και μαύρο είναι που τα χαλάμε.

Τελικά, το ξεραμένο δεντράκι μετά των Φώτων, το πεταμένο δίπλα στους κάδους είναι τάλε κουάλε ταυτόσημο με τις βρεμμένες σερπαντίνες υπό τη  βροχή άλλης μιας νύχτας «τρελής αποκριάς».