Πάουλ Κλέε, Ab ovo (1917)
Καλή είναι η τέχνη για σωφρονισμό, αλλά ψυχαγωγία είναι ό,τι γαργαλάει τα αρχίδια (τα αμελέτητα)
23-10-2017

Το αξιοσύστατο ηλεκτρονικό λεξικό slang.gr έχει τον τρόπο του να αποδείχνεται μεταφορικό πασπαρτού: στο λήμμα  αμελέτητα (τα) μας πληροφορεί ότι είναι:

«Τα αρχίδια, όταν σερβίρονται μαγειρεμένα. Προφανώς λέγονται έτσι για να μην ειπωθούν με το όνομά τους. Όπως λέμε: «ο ακατονόμαστος».

Και αποσαφηνίζει με παράδειγμα διαλόγου:

– Λέω να φάω μια φορά αμελέτητα να δω πώς είναι, τι λες;
– Φά’ τα, και φάε μετά και μυαλά πανέ. Τι λε ρε μαλάκα, σοβαρολογείς;!

Από τα αμελέτητα ως τα αχαμνά μια κατσαρόλα δρόμος αλλά όπως και να ‘χει, στα αχαμνά του κόμματος κάποιος είναι αόμματος (αν και βεβαιότερο είναι πως όλοι εκεί κάτω έχουν τυφλωθεί )  : αλλιώς πώς να συμβιβάσει κανείς, στην κατσαρόλα ή εκτός, συστατικά όπως τα εκατόχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης, το ζεϊμπέκικο του γενικού Δημήτρη Κουτσούμπα

στο πρόσφατο 43ο Φεστιβάλ της ΚΝΕ-Οδηγητή (οι οποίοι ΚΝΕ-Οδηγητής δηλώνουν αμέριμνα πως:

«(Το Φεστιβάλ) φέτος τιμά τα 100 χρόνια της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, του κορυφαίου κοσμοϊστορικού γεγονότος κατά τον 20ό αιώνα, που απέδειξε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ανίκητος, ότι μπορούμε να οικοδομήσουμε τη νέα κοινωνία, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.»

ενώ δυστυχώς η μεν ιστορική κουτρουβάλα του υπαρκτού σοσιαλισμού το ακριβώς αντίθετο αποδεικνύει προς το παρόν και το ορατό μέλλον  και οι δε ορεκτικά «πολύμορφες» πολιτιστικές  εκδηλώσεις του Φεστιβάλ,  εκτός από «λαϊκό γλέντι» εμψυχωμένο από το «Κελί 33» του βάρδου Γιώργου Μαργαρίτη και του στιχουργού Τσιλιμπουρδή (Πήρα τον κακό το δρόμο/και την εύκολη ζωή/κι ήρθα κόντρα με το νόμο/ξαφνικά ένα πρωί κ.ο.κ.) ,  συμπεριλαμβάνουν  σοσιαλρεαλιστικό χιπχόπ στη «μαθητική σκηνή»  με τους Ριμπέλιον Κονέξον  – «που- σημαίνει-/το- ταξικό – ναι/-όλοι – οι – αστοί- κρεμασμένοι» έρχεται η αντιστροφή απ’ το  νήπιο εκκλησίασμα και «να μη σώσει να φτάσει εδώ κάτω το μετρό» και «αυτοί που είπανε πως χάθηκαν πεθαίνοντας ανάξια, επέστρεψαν και βάζουν φωτιά στα προάστια», «φωτιά στα προάστια» επιμένει ο κεντρικός αναρχοκορέκτ σούφης περιδινούμενος  με απανωτές κινήσεις που δείχνουν έπειξη προς ούρηση ή αβάσταχτη φαγούρα στα αχαμνά

και εξακτινώνονται [οι πολιτιστικές] μέχρι και σε δυσθεώρητα ύψη Γκάτσου [καταστροφέα, πανάθεμά σε αμέριμνε κι αθώε καταστροφέα) αμή και Λοΐζου και Καραμπέτης και Μικρούτσικου και Θεοδωράκη -)

… με, (συνεχίζω με τα συστατικά),  την «μεγάλη» – γιατί «μεγάλη»; –  συναυλία με έργα «σοβιετικών συνθετών» («σοβιετικοί συνθέτες», όπως και «σοβιετική μουσική»  δεν υπάρχουν, και δεν υπάρχει, βεβαίως, όπως δεν υπάρχουν «κυβερνητικοί συνθέτες», «ναζιστικοί συνθέτες», «ρεπουμπλικάνοι συνθέτες» και «ομοσπονδιακοί  συνθέτες»  -για τις ΗΠΑ· αντιθέτως υπάρχουν «ρώσοι, αρμένιοι, ουκρανοί, (αμερικάνοι) κτλ. κτλ. συνθέτες» που είχαν μάλλον ατυχία παρά τύχη να πρέπει να συνθέτουν στις σοβιετικές δημοκρατίες του υπαρκτού σοσιαλισμού),  όπου δίπλα στον σταλινόφρονα Χατσατουριάν στέκονται αμήχανοι οι δύσμοιροι  και καταβασανισμένοι καλλιτεχνικά από το καθεστώς, Προκόφιεφ και Σοστακόβιτς, στο Μέγαρο Μουσικής , όπου είσοδος μόνο με προσκλήσεις – γιατί; – που παραλαμβάνονταν από τον Περισσό –γιατί; – και που την συσταίνει με εμβριθή χαιρετισμό μέλος του πολιτιστικού τής ΚΕ όπου κορμός της παιδαριώδους κωλοτούμπας τού αξιοθρήνητα  γκρίζου παπαγάλου ομιλητή είναι το επιχείρημα πως η εντατική καλλιέργεια της μουσικής από τη σοβιετία απέδωσε τα μουσικά αριστουργήματα που γνωρίζουμε και που των οποίων άμοιροι εντελώς και αθώοι, παθητικά ενεργούμενα της κομματικής πνοής ως μούσας,  είναι οι συνθέτες, «όταν δεν παρεκκλίνουν, βεβαίως βεβαίως,  με αντιφάσεις από την μαρξική θεωρία» που αρρώστια είναι και περνάει (η παρέκκλιση).  (Μα πάσχει από ανίατη υπεραπλούστευση,  που ενδημεί στον Περισσό, ο ανιστόρητος,  όταν υποστηρίζει  πως  νά,  «η μεσαιωνική φεουδαρχική κοινωνία καταστράφηκε απ’ τον εξεγερτικό ρυθμό της Μασσαλιώτιδας» , πρώτον γιατί η Μασσαλιώτιδα δεν διακρίνεται δα και για ρυθμική εκρηκτικότητα ούτε δα και για την πρωτοτυπία και ποιότητα της έμπνευσης,  δεύτερον γιατί,  ο κερατάς ο Ρουζέ ντε Λιλ που συνέθεσε τη «Μαρσεγέζα» στα 1793, συνέθεσε στα 1794 και τον Διθυραμβικό Ύμνο κατά της συνωμοσίας του Ροβεσπιέρου και υπέρ της 9ης Θερμιδώρ και  λίγα χρόνια αργότερα, στα 1814, το Ζήτω ο βασιλιάς! για την παλινόρθωση των Βουρβόνων:

– τι να κάνει, να επιβιώσει προσπαθούσε ο άνθρωπος που παρά λίγο να βρεθεί στην γκιλοτίνα,  και δεν του κάνει τη χάρη του εκπροσώπου.)

(Στο μεταξύ η «Μασκαράτα» του Χατσατουριάν  αναβαθμίστηκε σε «Μεταμφίεση», στο πρόγραμμα και αλλού  – λες και το Μασκαράτα θα μπορούσε να εκληφθεί ως ειρωνικό σχόλιο για τα τραγελαφικά συμβαίνοντα στο κρανίο του απολιθωματικού ΚΚΕ – και η Οκτωβριανή Επανάσταση, σε απλά νεολαιίστικα, σε  «Οκτωβριανή». Όπως  λέμε «η εναλλακτική».  Μα αλίμονο σε όσους ακροατές νομίσουν ότι κάλυψαν τις ανάγκες τους  σε «σοβιετική» μουσική με τον σαρωτικό δημεγερτικό ρυθμό του Βαλς της Μασκαράτας και του Μοντέγοι και Καπουλέτοι  από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σέργιου Προκόφιεφ.)

Που ξαναερχόμαστε στα αμελέτητα ανάκατα με μυαλά πανέ , και όποιος αντέξει – στο λαϊκό ζεϊμπέκικο του Μήτσου ανάμικτο με ριμπέλιον και  αναβαθμισμένα μυαλά πανέ «σοβιετικών» συνθετών. Δεν είναι κακό όνειρο;;;; Αντάξιο του Γκόγκολ ή του Μπουλγκάκοφ ή του Σνίτκε, στην Καντάτα του Φάουστ, στο φριχτό θάνατο του Φάουστ,  στα χέρια του Διάβολου (εδώ σε δυο εκδοχές):