Τέσσερις ταινίες της αμερικάνικης περιόδου του Μίλος Φόρμαν, τέσσερις παραβάτες, τέσσερις συγκρούσεις.
Στη «Φωλιά του Κούκου» ο ΜακΜέρφι δεν είναι μόνο ο ποινικός παραβάτης, είναι κι ο παραβάτης που παίζοντας το τρελός προσπαθεί να μανιπουλάρει το δικαστικό σύστημα, το σωφρονιστικό σύστημα, το σύστημα εν γένει. Η σύγκρουσή του με το σύστημα οδηγεί μεν στην απόλυτη συντριβή του ίδιου, αλλά η ανάγκη του συστήματος να τον συντρίψει, το ξεγυμνώνει από κάθε νομιμοποιητική βάση, από κάθε πρόσχημα, μας δείχνει ότι κάθε εξουσία, όποιο προσωπείο καλής προαίρεσης κι αν φορέσει, λίγο να αμφισβητηθεί δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο. Πρέπει να είσαι αληθινά τρελός για να εξεγερθείς απέναντι στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Ο μεγάλος εχθρός θα είναι πάντα ο τρόπος που σκέφτεσαι. Ο ΜακΜέρφι δεν είναι ιδεαλιστής – λαμόγιο είναι. Η ατζέντα του δεν είναι πολιτική – συμφεροντολογική είναι. Η εξέγερσή του ξεκινά κουτοπόνηρα για να καταλήξει να είναι όσο πιο βαθιά υπαρξιακή γίνεται. Κάθε οργανωμένο σύστημα κανόνων πρέπει να παραβιάζεται, μας λέει. Αυτό είναι η μόνη ελευθερία και η τυφλή υποταγή είναι η μόνη τρέλα.
Στο «Αμαντέους» ο Βόλφανγκ Αμαντέους Μότσαρτ ενσαρκώνει την ιδιοφυία ως παράβαση. Και μάλιστα διπλά: ούτως ή άλλως ένας άνθρωπος που ξεφεύγει τόσο πολύ από τον μέσο όρο είναι ένας διαρκής σκανδαλισμός, αλλά εν προκειμένω στον Αμαντέους του Φόρμαν η ιδιοφυία είναι και κάτι που του έχει απονεμηθεί. Και ο Σαλιέρι συγκρούεται μαζί του θαυμάζοντάς το έργο του και φθονώντας την απονομή, αναρωτώμενος γιατί να έχει απονεμηθεί σε έναν άξεστο χαζοβιόλη κι όχι σε ανθρώπους της δικής του κουλτούρας, της δικής του εργατικότητας, της δικής του μεθοδικότητας. Ο Σαλιέρι είναι ένας «άριστος» της εποχής του. Κι απέναντί του βλέπει ζωντανά ένα μουσικό μέγεθος που τον ισοπεδώνει. Και η μουσική είναι σαν να βγαίνει μέσα από έναν άνθρωπο – φορέα εντελώς ανάξιό της.
Στο «Υπόθεση Λάρυ Φλιντ» ο παραβάτης είναι ένας εκδότης πορνοπεριοδικών. Όσα εκδίδει και όσα λέει τον φέρνουν σε σύγκρουση με θεσμούς που θέλουν να τον βάλουν φυλακή και με ανθρώπους που θέλουν να τον σκοτώσουν. Η ελευθερία της έκφρασης αποκτά νόημα και αξία, όταν καλείται κανείς να προασπίσει τον λόγο ανθρώπων τους οποίους μπορεί και να απεχθάνεται. Aποκτά ακόμη περισσότερο νόημα και αξία, όταν ενίοτε απεχθάνεται και τον ίδιο τον προστατευόμενο λόγο. Και ζούμε πλέον σε μια εποχή που τόσο από δεξιά όσο και από αριστερά αυτή η ιδέα βρίσκει ολοένα λιγότερους φίλους. Ζούμε πλέον σε μια εποχή που τόσο από δεξιά όσο και από αριστερά τον λόγο τον οποίο απεχθανόμαστε θέλουμε να τον βλέπουμε να ποινικοποιείται, να τιμωρείται, να απαγορεύεται.
Στο “Man on the Moon” ο Άντι Κάουφμαν είναι ένας παραβάτης της βιομηχανίας του θεάματος, ένας καλλιτεχνικός παραβάτης, ένας παραβάτης των ορίων μεταξύ πραγματικότητας και παράστασης. Συγκρούεται με τα καθιερωμένα πρότυπα, βάζει σε διαρκή αμφισβήτηση το τι είναι αληθινό και τι πεποιημένο, προβοκάρει τους άλλους, προβοκάρει τον εαυτό του, συγκρούεται με τον εαυτό του. Το θέατρο της ζωής μας, η παράσταση του εαυτού μας, η φάρσα πάνω από την ύπαρξή μας.
Μόνο ο Μίλος Φόρμαν θα μπορούσε να γοητευθεί ταυτόχρονα από τον Μότσαρτ και τον Άντι Κάουφμαν. Αντίο, παραβάτη.