ΣΩΚΡΑΤΗΣ. ου γαρ άν ποτε / εξηύρον ορθώς τα μετέωρα πράγματα, / ει μη κρεμάσας το νόημα και την φροντίδα / λεπτήν καταμείξας ες τον όμοιον αέρα. / ει δ’ ων χαμαί τάνω κάτωθεν επισκόπουν, / ουκ άν ποθ΄ηύρον· ου γαρ αλλ’ η γη βία έλκει προς αυτήν την ικμάδα της φροντίδος. / πάσχει δε ταυτό τούτο και τα κάρδαμα. /
(Ποτέ δεν θα μπορούσα / σωστά τα υπέργεια να ΄βρω, αν δεν κρεμνούσα / το πνεύμα μου, αν δεν έσμιγα τη φίνα / σκέψη μου με τον όμοιο της αέρα. / Αν από χαμηλά ερευνήσω τα ύψη, / πώς να τα βρω; Του στοχασμού τη δρόσο / η γη με ορμή τραβά προς τον εαυτό της. / Συμβαίνει το ίδιο και στα κάρδαμα. / ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ ΝΕΦΕΛΑΙ 229-236, μτφρ. ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ.
«Εταιρεία Αναγνώρισης Νεφών»: έγινα μέλος. «Αναγνωρίζω» σημαίνει κατ’ αρχήν ότι εντυπωσιοκρατικά θεωρώ κάτι άξιο του βλέμματός μου και εν συνεχεία άξιο γνώσης άρα άξιο περιγραφής: «περιγράφω», το οποίο σημαίνει «κρίνω διαθέτοντας κριτήρια-διακρίνω-συγκρίνω-απορρίπτω-εγκρίνω» και εν τέλει «εξαίρω τα ατομικά χαρακτηριστικά» και συνθέτοντας τα συγκροτώ σε μια νέα ατομικότητα την οποία και εναποθέτω στις λέξεις (ίσον ονομάζω) γλώσσας κατά προτίμηση ιερατικής ακινησίας-σταθερότητας (όχι ανεβοκατεβάσματα σε διάφορα επίπεδα αλλά παραμονή σε ένα και μοναδικό απρόσιτο απαιτητικό επίπεδο αδιατάρακτου ύφους)-αναλγησίας-αντικειμενικότητας χωρίς Στρεψιαδισμούς-επισημότητας-φυτικής ενδοστρέφειας, γλώσσας αναλλοίωτης, γλώσσας νεκρής, επιτέλους πραγματικά νεκρής γλώσσας, όπως τα λατινικά (αποφεύγω τις άλλες νεκρές, όπως τα αρχαία ελληνικά, γιατί έχουν εν τω μεταξύ μετεμψυχωθεί σε ευκαιριακές νεκροφάνειες που τους προσδίδουν μια μακάβρια συρροή δανεικής μεταζωής σαν αυτή που εισφέρει στους νεκρούς αδειασμένους από ψυχή οργανισμούς η σκωληκοβριθής σήψη—ποιος είπε πως οι νεκροί είναι πραγματικά νεκροί—σε ορισμένες μάλιστα αλησμόνητες περιπτώσεις είναι ζωντανότεροι παρά ποτέ). Ήδη μεταφέρθηκα στα οράματα του Γ.Χ Όντεν για ένα επερχόμενο «λογοτεχνικό Ψυχοσάββατο» υπό τη διεύθυνση του Μεγάλου Νεφεληγερέτη καθώς κατευθύνομαι ήδη από τον επισφαλή αντικατοπτρισμό απειλητικού νέφους της νεοφανούς, κομμάτι ακαταστάλαχτης και ημιεπίσημης ακόμα ονομασίας «Κυματώδες (Undulatus) τεταραγμένον (asperatus), στα υαλόμορφα οπίσθια κτιρίου, που παίζει το ρόλο ορίζοντα του χώρου των λογισμών μου, μέσω της στενής πύλης (που εξασφαλίζεται από την παραλληλεπίπεδη ασυναρτησία ενός κυριολεκτικώς παρά-θυρου δίπλα σε μακρόστενη θυρίδα μακρόστενου παρακλαυσίθυρου μπαλκονιού—γιατί να υπάρχει τοίχος; γιατί να κατακερματίζεται η αισθητηριακή επαφή του αποσυνάγωγου έγκλειστου με τον μόνο αξιοπρεπή χώρο που επινοήθηκε ποτέ, δηλαδή τον ανοιχτό από παντού—;)—μέσω της στενής πύλης. . . . .
. . . . .στην τετραπέρατη αυτοκρατορία του βλέμματος, μα και της μνήμης, καθέτως και οριζοντίως φωταγωγικής χοάνης πολυκατοικιοποιημένου ημιακάλυπτου—είδος ημι-υπαίθριου θερμοκήπιου κλωβού υπεράνω φαντασίας, σπαράγματος ασυγχρόνιστου διαλόγου κτιστού και άκτιστου περιβάλλοντος, μια ολοκληρωμένη βοτανική χάβρα, όπου ένας κυκλικός χορός από αχαλίνωτου ταμπεραμέντου βρομοκαρυδιές όλων των αναστημάτων πολιορκούν ασφυκτικά δυο τρία απομυζημένα από κάθε ενέργεια και διάθεση για ονομασία, ταυτότητα και ζωή, το λοιπόν αταύτιστα ψιλοδεντράκια με σκοπό φυσικά να τα δολοφονήσουν. Τα κατατρομοκρατούν κιόλας κρούοντας τελετουργικά τα πολύκροτα τσαμπιά των κιτρινοκάστανων καρπών τους, πολυκρόταλα γενετήσια εργαλεία τελικού θριάμβου που τέτοια εποχή κρέμονται τούφες τούφες στην ψευτοχαμηλοβλεπούσα ζούγκλα των αμέτρητων κλαδιών τους, ηχερά διαθέσιμα στην παραμικρή πνοή ανέμου που την εκμεταλλεύονται κιόλας πονηρά για να ξετυλίξουν λεπτότατες κλωστές δυσωδών αναθυμιάσεων, αυτές οι ακατάβλητες τοξικές βρομούσες, οι ξενόφερτες σερνικοθήλυκες δεντροδράκαινες, επικουρικά στη σύνολη τελετή θανάτου.
***
«Αΐλαντος, ο· όνομα φυτού ξενικού (όχι αΐλανθος.) Θ[εόδωρος] Χ[ελδράιχ] εν Εγκυκλοπαιδικώ Λεξικώ», υποστηρίζει ο Στέφανος Α. Κουμανούδης στη «Συναγωγή νέων λέξεων» διαψεύδοντας σθεναρά τον Χελδράιχ («Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, εκδιδόμενα υπό Σπυρίδωνος Μηλιαράκη, καθηγητού της Βοτανικής»), όπου εκεί διαβάζουμε «Ailanthus glandulosa [αδενώδης]. αΐλανθος, αγριοκαρυδιά (Κεφαλληνία. Τσιτσέλης Ηλίας), βρωμοκαρυά ή βρωμοκαρυδιά (Αττική. Γ. Λάκων.). «Αΐλανθος ή Βρωμοκαρυδιά: Από τον Εθνικό Κήπο—Εθνική μάστιγα για ανθρώπους και ζώα», στο σύγχρονο μπλογκ «Επιστροφή στη φύση», ο βιολόγος, καθηγητής Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κ. Φασσέας, καθωσπρεπίζοντας κι αυτός, εκτός του επιστημονικού του πεδίου, το όνομα του φυτού , ενώ όλα τα βοτανικά, αλλεργικά και άλλα φοβερά ιατρικά κακά της μοίρας μας τα βλέπει να προέρχονται από αυτόν τον απέθαντο και απελπιστικά χωροκατακτητικό βρυκόλακα των σύγχρονων ερειπιώνων—καμιά πιρανέζικη φαντασιώδης αίγλη νον φινίτο, καμιά στοχαστική φυσική επιστροφή στα εξ ων συνετέθησαν, μόνο αδιανόητα τοπία ανθρωπογενούς φυσικής ή οικισμένης αστικής καταστροφής χωρίς επιστροφή, υπερήφανο επίτευγμα της κοινωνικής αποσάθρωσης της βιομηχανικής και μεταβιομηχανικής κοινωνίας των γιγαντουπόλεων, όπου η ξενόφερτη βρομοκαρυδιά έχει αναλάβει έναν υπολειμματικό μυθικό ρόλο κακού στοιχειού στη θέση της ενάρετης αράχνης και της στοχαστικής κουκουβάγιας.
Και μόνο η μνεία ωστόσο του Εθνικού Κήπου, του ορμητηρίου καθώς υποστηρίζεται της υπονόμευσης του έθνους από την βρομοκαρυδιά, συναρπάζει τη μνήμη από την απόλυτη δυστοπία προς την έξαρση μιας αιφνίδιας, εύθραυστης ουτοπίας, της αναληπτικής ευφορίας αρχαίου καλοκαιριάτικου απόβροχου καθώς η νεαρή βασίλισσα Αμαλία με τον αρχικηπουρό της Φρειδερίκο Σμιτ φυτεύουν τον βοτανικό τους Παράδεισο, ένα «εράσμιο ιδεατό φυσικό τοπίο» (βλ. Βενετάς, πιο κάτω) στη μέση της άνυδρης Αθήνας (και της εξαγριωμένης για την «κλοπή» νερού μισοβάρβαρης αθηναϊκής αγροτιάς. Βλ. Α. Παπαγεωργίου – Βενετάς, Αθηνών αγλάισμα, Ερμής, 1999, σ. 79-84: Κ. Μπίρης, Φρειδερίκος Σμιτ, ο δημιουργός του Βασιλικού Κήπου.1939). Η περιγραφή είναι του ίδιου του Σμιτ, αποσπασμένη από άρθρο του με τίτλο «Ο Βασιλικός Κήπος των Αθηνών», στο περιοδικό «Flora»· «εικάζεται μετά το 1858» παρατηρεί ο Παπαγεωργίου-Βενετάς που την παραθέτει μεταφρασμένη από τα γερμανικά, στο εξαιρετικό λεύκωμα που συνέγραψε και επιμελήθηκε για τις Εκδόσεις ΄Ικαρος (Ο Κήπος της Αμαλίας. Σχεδιασμός, ίδρυση και εξέλιξη του Εθνικού Κήπου της Αθήνας, 2008, σ. 220-221):
«[…] Ακολουθούν σκιάδες με ροδιές, μυρτιές και Abutilon [κν αγριοβαμβακιά]. Η θέα φθάνει έως την θάλασσαν, την Αίγιναν και τον Πόρον, που απέχουν 16 αγγλικά μίλια από την ακτήν. Μέσω υψηλών φυτειών από Ailanthus, Sophoren, Rubinien κ.ά. οδηγεί ο δρόμος εις το νότιον τμήμα του κήπου περνώντας συστάδες από πορτοκαλιές και παρτέρια με λουλούδια κτλ.» Στις λαϊκότερες τώρα πρασιές, ο Κ. Π. Συρμαγιάς, γεωπόνος, τ. Επιμελητής Υπηρεσίας Δημοσίων Κήπων και Δενδροστοιχιών (βρισκόμαστε εδώ στα 1979—υπάρχει άραγε ακόμα τέτοια υπηρεσία; μάλλον όχι αν κρίνω από τον Κήπο του Πεδίου του Άρεως αλλά και από αλλού), στο βιβλίο του «Η χλωρίδα του Εθνικού Κήπου, περιγραφή 366 ειδών και ποικιλιών φυτών, που καλλιεργούνται στον Εθνικό Κήπο», σ. 6, σημειώνει με δημοκρατική γλωσσική αίσθηση και σέβας για την ορθή εκφορά του ονόματος ενός φυτού, «Αΐλαντος ή Αΐλανθος ο υψηλότατος [το δέντρο μπορεί να φτάσει ταχύτατα ακόμη και τα 30 μέτρα], κν. Βρωμόδενδρο. Ailantus (ή Ailanthus) altissima Swingle [από τον γεωπόνο βοτανολόγο Walter Tennyson Swingle, 1871-1952], συν. Α. glandulosa Desf. [από τον βοτανολόγο René Louiche Desfontaines, 1750-1833]», ακολουθώντας ίσως τον Π.Γ. Γεννάδιο (Λεξικόν φυτολογικόν, Αθήνα 1914) αλλά και το Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ελευθερουδάκη (Αθήνα 1927, συγγραφέας του λήμματος ο Π[άνος] Α[ναγνωστόπουλος], «καθηγητής της Δενδροκομίας εν τη Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών»). Γράφει ο Γεννάδιος ακριβολογώντας: «Αΐλαντος (Ailantus, τάξις Ξανθοξυλωδών)· γένος περιλαμβάνον 4 είδη ιθαγενών των ανατολικών Ινδιών, της Σινικής, της Ιαπωνίας και της Αυστραλίας […] Το γνωστότερον είνε Αΐλαντος ο αδενώδης (Ailantus glandulosa, γαλλ. Vernis du Japon, αγγλ. Tree of Heaven». Και ο Αναγνωστόπουλος, ψύχραιμα: «αΐλαντος (ουχί αείλανθος, διότι προέρχεται εκ του ailantus, όπερ σημαίνει δένδρον του ουρανού εις την γλώσσαν των κατοίκων των χωρών, εις ας φύεται. […] Το συνηθέστερον είδος εν καλλιεργεία είνε α. ο αδενώδης το κοινώς εν Ελλάδι ονομαζόμενον βρωμοκαρυδιά.[…] Χρησιμοποιείται είτε δια δενδροστοιχίας, εις οδούς εργοστασίων, ή όπου αλλού αστοχούσιν άλλα δένδρα, διότι αντέχει εις τον καπνόν και την κόνιν των πόλεων. […] των αρρένων τα άνθη εκλύουσιν οσμήν δυσάρεστον, εξ ου και το όνομα της βρωμοκαρυδιάς. Πρέπει όμως να αποφεύγεται η φύτευσις πλησίον καλλιεργημένων αγρών, διότι καθίσταται ζιζάνιον αυτοσπειρώμενον κτλ.κλτ.»
***
Μοιραία ακουμπήσαμε στον ουρανό· παραδίπλα βρίσκεται η κόλαση και μέρος της κόλασης ο Μπάτμαν, ο Αυγοκέφαλος, η πόλη Γκόθαμ και το κάθε γκέτο.
***
Μέσα στον νυχτερινόν αέρα τον κορεσμένον από υδρατμούς, βαριά, πλούσια σε οσφρητικές μνήμες αναζωογονητική υγρασία απέραντων καλλιεργημένων πεδινών χωμάτων, στυφό άρωμα χρυσάνθεμου σε βάθος γαρνιρισμένο με οσμηρά φρέσκα ξύσματα μολυβιού, ερεθιστική μυρουδιά ασετυλίνης περιτυλιγμένη σε διεγερτική τεχνητή γλύκα καμένης ζάχαρης, τεμπέλικα βήματα ανθρώπων που σουλατσάρουν συντροφιά με αραιά χάρτινα αποκόμματα συνομιλιών κατά μήκος του μισοσκότεινου διαδρόμου που αφήνουν οι δυο αντιμέτωπες σειρές αυτοσχέδιων περίπτερων κατά μήκος του παυσίλυπου πάρκου στεγασμένων με μουσκεμένους μουσαμάδες που κάθε τόσο πλαταγίζουν καλόβολα καθώς μετακινούνται από τους πανηγυριτζήδες λούζοντας φρέσκα βροχόνερα τους περαστικούς, περιπατητές μεθυσμένοι σαν νυχτοπεταλούδες από την άλω της λάμπας ασετιλίνης, χίλια δυο μικρά φεγγάρια που στάζουν υγρό τυλιγμένο σε λεπτότατη λευκή γάζα φως πάνω στους πάγκους εκστρατείας των πουλητάδων, στα διαλείμματα της βροχής, τις απλωμένες πραμάτειες των γυρολόγων και του ακαταπόνητου βιβλιοπώλη μου, του κυρίου Τσιακίρη, απτόητου μέσα στο κρύο και το ψιλόβροχο, με το τσακίρικο μάτι του να συνοδεύει το παραμικρό ξεφύλλισμα που επιχειρώ στα βιβλία του πάγκου του για να έχω την ευτυχία ν’ ακούσω μέσα στη ανάκουστη μουσική της νύχτας το απερίγραπτα ωραίο λαγγεμένο θρόισμα μιας σελίδας βιβλίου που σέρνεται για λίγο πάνω στην επόμενη καθώς γυρίζει, μια υπόσχεση γεμάτη προσδοκία συνεύρεσης, πριν αγκαλιαστούν οι δυο τους σώμα με σώμα και όλες οι ιστορίες μπερδευτούν σε μια πανηγυρική μουσική πληρότητα νοήματος, σε μια αφόρητη έκσταση ευτυχίας—εκεί είμαι, εννιά χρονών και χάρη στους αποσυνάγωγους αριστερούς πλασιέδες και πανηγυριώτες βιβλιοπώλες που αλωνίζουν ατρόμητοι μες στο ανεμοβρόχι τα πανηγύρια των επαρχιακών πόλεων, μπροστά στον αγαπημένο μου κ. Τσιακίρη, που τον περιμένω όπως ο διάολος την αμαρτία στους δυο ωραίους καιρούς (του φθινοπώρου πριν χειμωνιάσει και της ώριμης άνοιξης προτού καλοκαιριάσει) και ωραίες πανηγυρικές άκρες της κάθε χρονιάς (έτσι αρχίζει και τελειώνει η χρονιά για μένα) ξεφυλλίζω το «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» στην κιμπάρικη μετάφραση (τη μόνη και μοναδική) της Δέσποινας Καμπάνη (-Δετζώρτζη), στην κιμπάρικη έκδοση των «Φίλων του βιβλίου», φροντισμένη από τον Νάσο Δετζώρτζη, εικονογραφημένη με τα ζωντανά ζωγραφικά οράματα του Γραμματόπουλου και της Μοντεσάντου, όλων τους ανθρώπων του καιρού τους ανυπόκριτα, και για τούτο, ανθρώπων κάθε καιρού: «Στο Μπρούκλιν φυτρώνει ένα δέντρο. Πολλοί το λένε δέντρο τ’ ουρανού. Οπουδήποτε και να πέσουν οι σπόροι του, βγαίνει πάντα ένα δέντρο που αγωνίζεται να φτάσει στον ουρανό. Είναι το μόνο δέντρο που φυτρώνει ακόμα και στο τσιμέντο και καταφέρνει να ζήσει χωρίς ήλιο, χωρίς νερό και, θα ‘λεγε κανείς χωρίς χώμα. Αλλά οι άνθρωποι δύσκολα μπορούν να το ξεχωρίσουν μέσα σε τόσα πολλά δέντρα». Το δέντρο τ΄ουρανού είναι η βρομοκαρυδιά, ουράνιο δέντρο και στο «Άδυτο» του Φόκνερ, φοινικιά του γκέτο στην «Κατεδάφιση: αυτοβιογραφία μιας πόλης υπό εξαφάνιση» του Γκόρντον Γιάνγκ.
***
Από τα σύννεφα άρχισε και στα σύννεφα πέταξε τούτο το σημείωμα· ίσως γιατί το πρώτο πράγμα που πυρώνει τα ρίγη προσδοκίας της φίλεργης φαντασίας που με συγκλονίζουν καθώς αυτές τις πολιτείες νεφών λαίμαργα καταπίνω με το βλέμμα, το πρώτο πράγμα να είναι ακριβώς η αποθέωση της μεταμόρφωσης, η ακόρεστη όρεξη νέας μορφής που κυβερνά πυργώνοντας αδιάκοπα σε νέους απαιτητικούς από τη φαντασία σχηματισμούς τις συσσωρεύσεις των πυκνών υδρατμών, τις φευγαλέες κυματίζουσες και ιριδίζουσες οθόνες λεπταλέων σταγόνων και παγοκρυστάλλων, αυτή η συνεχής οργιαστική τύρβη αείροης μετέωρης αμορφίας προς μια τέλεια μορφή που επιμένει να απομακρύνεται σκορπώντας πίσω της λαμπυρίζουσες νύξεις περιγραμμάτων, έχοντας εντωμεταξύ πυροδοτήσει το αφετήριο σύνθημα της αγιάτρευτης λαχτάρας ενός ικανοποιητικού τέλους.