Η δικτατορία ,έως την εκδήλωσή της τον Απρίλιο του 1967, υπήρχε ως αιχμηρό βέλος με φουντωτή ουρά στην πολιτική φαρέτρα του μεταπολέμου. Ήταν ένα όπλο. Οι πιο μελιστάλαχτοι, διέθεταν και τον όρο:είτε την ποθούσαν είτε την υποδαύλιζαν, την ανέφεραν ως «εκτροπή».
Στον μεσοπόλεμο, τα κινήματα αυτού του είδους, τα πραξικοπήματα και οι παραινέσεις προς αυτά, ήταν κοινός τόπος. Συστάσεις προς ηγέτες ή προς κόμματα, αφθονούσαν.Τα «μη κάνεις εκλογές» και «η ανυσυχία του Στρατού» ήταν σε πρώτη ζήτηση. Δεν υπήρχε περίπτωση να γεννηθεί κόμμα που να μη περιέχει στον ιστό τους στρατιωτικούς με ανησυχίες. Μερικοί, υπήρξαν επαγγελματίες, όπως ο Πλαστήρας.
Μεταπολεμικά, ακούστηκαν δύο διασαλεύσεις: ο ΙΔΕΑ και ο ΑΣΠΙΔΑ. Έπρεπε να υπάρξουν «σταγονίδια» στους πρώτους μήνες του Καραμανλή, για να εκπνεύσει αυτή η διάθεση. Έως τότε, το έναυσμα για κάτι τέτοια ήταν είτε η «δικτατορία του προλεταριάτου» που ανέφεραν οι αντικομμουνιστές ως πηγή όλων των δεινών «του ελευθέρου κόσμου», είτε κάποια κόνξα της τότε Βασιλικής Αυλής όταν η διαχείριση των φυτευτών της πολιτικώς έμοιαζε να μπατάρει.
Εποχές θρύλων, απομιμήσεις μεσοπολεμικών εποχών, που βασίζονταν στην δαιμονοποίηση όρων. Μετά τη δολοφονία Λαμπράκη, οι «Λαμπράκηδες» εμφανίζονταν ως ανέμελοι εκδρομείς που ξαμολούσαν ευειδείς λαμπράκισσες με δικτυωτές κάλτσες να αποπλανήσουν εθνικόφρονες. Η έννοια του «αμετανόητου» καλύπτε τους εξόριστους που δεν έκαναν την «δήλωση». Και οι εφημερίδες, γεμάτες από δηλώσεις εθνικοφροσύνης και άλλα πολλά.
Σε μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου, η δικτατορία ποτέ δεν αναφέρθηκε ως δικτατορία. Ακόμη και ενάντια προς αυτήν κείμενα, αναφέρονταν ως «ανωμαλία», «καταπίεση» και «καθεστώς» ενώ συχνά η προτέρα πολιτική κατάσταση ως «αθλιότητα». Και πάλι «εκτροπή». Ακόμη και δηκτικά σχόλια πολιτικών που ήταν μαντρωμένοι ή εξόριστοι, σχολιάζονταν κυρίως τσιτάτα της χούντας με στόχο να γελάσουν οι πικραμένοι.
“Η πνευματικη ηγεσία δια την 21ην Απριλίου”, εκτός απο την «κατάντια» της Βουλής ήταν τεύχος που φιλοξένησε δηλωσεις φωστήρων του Έθνους και οι προσκείμενες στους συνταγματάρχες εφημερίδες δέχτηκαν φρέσκους αρθρογράφους που ανέλαβαν να ρίξουν τα μπετά του νέου συστήματος, ενώ, αρχικά, όταν άρχισε να «εκδηλώνεται το Πνεύμα Ανησυχίας», αυτό που άκουγες μελοδραματικά ήταν συνήθως το «είμαι αντίθετος βρε παιδί μου, αλλά δεν τα βρόντηξα επειδή κάτι θα έσωζα! Αν έφευγα, θα έβαζαν κάποιον καραβανά»
Εκτός απο πρωταιτίους και μερικούς που υπέστησαν «αποχουντοποίηση» (με κορυφαίους τον Γιώργο Οικονομίδη και λαθροβίωτους παρόμοιους) το «στιγμιαίο αδίκημα» που ξετσουτσούμισε με την Μεταπολίτευση, άφησε στην απέξω πλήθος συνεργατών της δικτατορίας και δεν αναφέρομαι σε ρήτορες υπέρ των Δημοψηφισμάτων της, αλλά τους Επιτρόπους που μπαστακώθηκαν σε όλες τις δημοσιες υπηρεσίες, στα μέλη της Συμβουλευτικής και στα πολυάριθμα διοικητικά συμβούλια και επιτροπές. Για επιχειρηματίες και έργα και αναθέσεις και τουριστικούς επισκέπτες, άλλη φορά.
Εκείνην την παραμονή, ημέρα Πέμπτη, συνόδεψα το κορίτσι μου, μετά το ραντεβού μας διασχίζοντας την ανατολική πόλη, από τη Σχολή Τυφλών στο «Βρυσάκι» όπου την περίμενε ένα πάρτι. Επιστρέφοντας απο άλλη διαδρομή στη Μπότσαρη, έμεινα εμβρόντητος βλέποντας σε ένα σπιτούδι που θα το έπαιρνε κάποια διάνοιξη την αναγραφή «Κ4Α» («κόμμα Τετάρτης Αυγούστου») και στο δωμάτιό μου φρόντισα να φτιάξω ένα σχετικό αναμνηστικό σκίτσο. Διάβαζα τότε, χωρις φροντιστήριο, για να μπω στην Αρχιτεκτονική, επειδή το Μαθηματικό στο οποίο είχα εισαχθεί δεν μου αρεζε. Το πρωί της Παρασκευής δεν με ξύπνησαν τα φρένα και τα γκάζια της κυκλοφορίας στην Βασιλίσσης Όλγας. Κοιτάζω από την μπαλκονόπορτα και ένα πλήθος πελατών σχημάτιζε ένα φίδι από τα Άνθη Λέλος έως το τότε φουρνάρικο του Τσάμη, απέναντι. Περίμεναν να πάρουν ψωμί. Ακουσα και ραδιόφωνο, έγραψα ένα ποίημα για την περίσταση που ξεκινούσε με το «από που ξεπήδησες, φίδι της σκλαβιάς», μεσολαβούσε ένα ανακριβέστατο «κρύβεις τη λευτεριά μου, τον ήλιο και το κορίτσι μου» και «καημένε Ρένο, που θα σε δέρνουν τώρα, έρημε από συντρόφους» και τέλειωνε με το «είμαι ένας ερωτευμένος αναρχικός/ ορκίζομαι να σας το ξεπληρώσω». Ως φανατικός αναγνώστης των «Νέων Ελληνικών» μου είχε κολλήσει το «δικτατορία ετοιμάζουν».Η αντίστασή μου ήταν φοβερή. Κρέμασα με κλωστή, από ένα καρφί τον τοίχο ,ένα στρατιωτάκι πλαστικό, από αυτά που παίζαμε παλιά με τον αδελφό μου. Και βέβαια διάβασα στην εφημερίδα πρωτοσέλιδη δήλωση του Ανδρέα «αν κάνουν δικτατορία, θα τους διώξει ο λαός».Κι όταν ήρθε ο χωροφύλακας να επαληθεύσει πόσο εθνικόφρονας ήμουνα (ήταν κανόνας η εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο με πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, κατόπιν συνεντεύξεως με εντεταλμένο όργανο) έβαλα τον ένστολο να καθήσει και έμεινα όρθιος απέναντί του, για να κρυβω το απαγχονισμένο φανταράκι.