Απροσδιόριστης ηλικίας γυναίκα περνά το δρόμο σέρνοντας τα βήματά της. Είναι ούτως ή άλλως κοντή και περπατάει όχι απλά καμπουριαστά αλλά διπλωμένη στα δύο, σε μια εκδοχή σώματος και περπατήματος που δεν μορφοποιήθηκε ούτε σήμερα ούτε χθες, σε μια εκδοχή σώματος και περπατήματος που θυμίζει λιγότερο άνθρωπο και περισσότερο κάτι απροσδιόριστα άλλο.
Στο φανάρι ένας σκύλος που τον κρατάει το αφεντικό του με ενισχυμένο λουρί. Θα είναι μάλλον άγριος. Όταν πλησιάζει η γυναίκα προς το μέρος του, στρέφει την μουσούδα του προς το κεφάλι της, με μια κίνηση που μοιάζει τρυφερή, σαν να είδε ένα πλάσμα που κοιτά τον κόσμο από το ύψος του δικού του κεφαλιού και να θέλησε να του πει ένα γεια, ή να του δώσει ένα φιλί, ή να το κοιτάξει με τρόπο που θα σημαίνει πως ό,τι κι αν έχει συμβεί δεν πειράζει, ό,τι κι αν έχει συμβεί μην σκύψεις περισσότερο το κεφάλι, ό,τι κι αν έχει συμβεί κράτα τουλάχιστον το κεφάλι σου στο ύψος το δικό μας, ό,τι κι αν έχει συμβεί μην πέσεις πιο χαμηλά κι από σκύλο, ό,τι κι αν έχει συμβεί βγάλε το λουρί που φόρεσες μόνη σου στο λαιμό σου, δεν μπορεί να είναι στα αλήθεια τόσο άγρια ούτε η ζωή ούτε το μυαλό σου, όπως κι αν σου έχουν φερθεί οι άνθρωποι υπάρχουμε πάντοτε κι εμείς, που την τρυφερότητά μας κανένα λουρί δεν μπορεί να φυλακίσει.