Χρονικό ενθουσιασμού
Τί δε έργον μουσικής εν ερημίαι; Τί χρησιμεύει η μουσική στην ερημιά; ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΥ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ, ΕΙΚΟΝΕΣ, κα’ ΟΛΥΜΠΟΣ
«Όταν γεύομαι ένα ποίημα του Ουάνγκ Ουέι, ανακαλύπτω μέσα του μια ζωγραφιά, όταν ατενίζω μια ζωγραφιά του Ουάνγκ Ουέι, ανακαλύπτω μέσα της ένα ποίημα» βεβαιώνουν Ευρωπαίοι σοφοί πως έλεγε μεσαιωνικός Κινέζος σοφός (λεγόταν Σου Τουνγκ-Πο) που ήταν κι αυτός ποιητής και στην κινέζικη ποιητική ανθολογία του Άρθουρ Γουέιλι εκπροσωπείται ανάμεσα στα άλλα και με τούτο το ενοχλητικά φρόνιμο σύντομο κατόρθωμα:
Σαν έρχεται στον κόσμο ένας γιός
Σα γεννιέται ένα παιδί
οι οικογένειες ελπίζουν πως θα γίνει έξυπνο.
Εγώ, έχοντας καταστρέψει τη ζωή μου
με την εξυπνάδα,
ελπίζω μοναχά ότι το παιδί θ’ αποδειχτεί
ανίδεο και κουτό. Έτσι θα ευτυχήσει στις μέρες του
και της κυβέρνησης θα φτάσει να γίνει υπουργός.
Δεν μπορώ να πω ότι η λαϊκοφιλοσοφική ποιητική παραίνεση του Σου Τουνγκ-Πο, αυτό το είδος κουτοπονηριάς που ωστόσο κατάφερε να γονιμοποιήσει τον λυρικότερο Μπρεχτ, συνέβαλε στη μετάρσια ψυχική κατάσταση που εισήγαγα στο τοπίο μιας παρελθούσας φθινοπωρινής ευδίας (το στωικοεπικούρειο κράμα της φωτεινής αταραξίας της θα με συνοδεύει σαν ημιπολύτιμο καμέο καρφιτσωμένο στη σκούρα δαντέλα της νύχτας που ερχόταν) σαν καθολικό ενθουσιασμό των ονομάτων όπου παρεισέφρησαν και ο αργόσυρτος όκνος, ο Πολύγνωτος και τα Φωκικά του Παυσανία, αλλά το μάθημα είναι παλιό και παλαιογραφικό: “only connect” κατά τον Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ, ήταν η βιοτική επιταγή της αλησμόνητης ηρωίδας του «Χάουαρντς Εντ», Μάργκαρετ Σλέγκελ. Η πραγματικότητα είναι συμβιωτική και για να αποκρυπτογραφήσουμε ένα ψηφίο του αλφαβήτου στο φθαρμένο και δυσανάγνωστο παλιό χειρόγραφο ψάχνουμε την αυτοτέλειά του στην εμπλοκή με τα διπλανά γράμματα, το σχήμα του ζωτικού κενού που του παραχωρούν ή που διεκδικεί· χρειάζονται συμπληρώματα συμμετρίας και φαντασίας -η μορφή δεν μας ανήκει απροϋπόθετα· οφείλουμε να τη διεκδικήσουμε. Ο Σου Τουνγκ-Πο συμπλέει σε δυο σημεία με τον Πλούταρχο (αλλά και με τον Ναμπόκοφ της Μνημοσύνης)· στην ασφαλή μέθοδο του ευ πράττειν (της υγείας κι ευτυχίας του ανθρώπου) και την εξασφάλιση της πλησμονής γηθοσύνης αντί ταραχής: τα δυο πιθάρια, λέει ο Πλούταρχος στο Περί Ευθυμίας, που θησαυρίζουν τα αγαθά και τα δεινά βρίσκονται μέσα στην ψυχή και όχι «στου Δία το κατώφλι»· η γαλήνη της ψυχής κερδίζεται όταν δεν είμαστε διαρκώς στραμμένοι στις φροντίδες του μέλλοντος αλλά προσηλωμένοι στις χαρές του παρόντος και τη συμπλοκή του με την ευδαιμονία της εναργούς μνήμης του καλού παρελθόντος κι εδώ επιστρέφει με λόγο την εικόνα του Όκνου, «του σχοινοπλόκου που ο πίνακας [η ξακουστή Νέκυια που ζωγράφισε ο σπουδαίος ζωγράφος Πολύγνωτος στην πολύφημη Λέσχη των Κνιδίων στον ιερό χώρο των Δελφών, και την έκφρασή της, την περιγραφή της, διέσωσε ο Παυσανίας στα Φωκικά] τον παράσταινε στον Άδη να κλώθει σκοινί, αφήνοντας ελεύθερο το γάιδαρο να το βόσκει». Παρακάμπτω την ηθικολογική συμβολοποίηση του Όκνου από τον Πλούταρχο. Πολλοί σκολιοί δρόμοι οδηγούν από το τίποτα στην επικαιροποιημένη χριστιανική ενοχή και αμαρτία που δεν αφήνει περιθώρια για ελαφρυντικά αλλά μόνο για αλαζονική συγνώμη: Στην έκφραση του Παυσανία μας επιστρέφεται με την απλή χάρη της περιγραφής ο Όκνος σαν ένας άτυχος, δύστυχος, θνητός με πιθανολογούμενη κακή σύζυγο που κάτω απ’ την επιγραφή που δηλώνει τ’ όνομά του, καθιστός, πλέκει και πλέκει επί ματαίω το σκοινί του ενώ μια γαϊδουρίτσα πίσω του το κατατρώει συνεχώς. Η γαϊδουρίτσα, η θήλεια όνος, διευκρινίζει ο Παυσανίας, είναι υπαινιγμός στη σπάταλη σύζυγο του άτυχου αυτού φίλεργου ανθρώπου, και προκαταλαμβάνοντας τη μεσαιωνική μα και αναγεννησιακή πρακτική ζωγραφικής παράστασης παροιμιών και γνωμικών παροιμιόμυθων τονίζει πως υπάρχει ιωνική παροιμία κατά την οποία, «όταν δουν κάποιον να προσπαθεί για πράγμα όχι ωφέλιμο, λένε πως ο άνθρωπος αυτός “συγκομίζει του ‘Οκνου το σκοινί”». Σ’ αυτή τη συνεχή, όπως αποδεικνύεται, παλίνδρομη αιώρηση και αλληλογονιμοποίηση ανάμεσα στο λόγο και την εικόνα, έρχεται η δεύτερη σύμπλευση του Πλούταρχου με τον Κινέζο σοφό και ποιητή να επαναφέρει έναν κοινό τόπο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (στο «Πότερον Αθηναίοι κατά πόλεμον ή κατά σοφίαν ενδοξότεροι»των Ηθικών) -«ο Σιμωνίδης την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν προσαγορεύει, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν» και διαφέρουν μόνο στο υλικό που χρησιμοποιούν και στους τρόπους της μίμησης. «Όποιος δεν αποδέχεται την αξία της ζωγραφικής, περιφρονεί την αλήθεια· περιφρονεί όμως και τη σοφία -τη σοφία που χαρακτηρίζει τους ποιητές: διότι ποιητές και ζωγράφοι συμβάλλουν εξίσου στη γνωριμία μας με τις πράξεις και τις όψεις των ηρώων» ξεκινά το Προοίμιον (ή Λαλιά) των Εικόνων του Φιλοστράτου του Πρεσβυτέρου. Ο Μάριος Πρατς, στο «Μνημοσύνη, Παραλληλία της λογοτεχνίας με τις πλαστικές τέχνες», στο πρώτο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ut pictura poesis» (δάνειο από την «Ποιητική τέχνη» του Οράτιου, σε διαφορετικά συμφραζόμενα) βυθοσκοπεί την αδελφική συγγένεια των τεχνών ανασύροντας ευρήματα πανανθρώπινα στην ίδια τη ρίζα της ανθρώπινης σκέψης που οφείλουμε να μην τα απορρίψουμε επιπόλαια. Βρισκόμαστε μπροστά σε καθολική καταγωγική διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ισχυρίζεται. Επιδημική ψευδοδοξία; Θα επέστρεφα απλώς στη μαγική ακροφωνική διαδικασία που οδήγησε από το εικονόγραμμα στο αλφάβητο, στην αλλαγή αξίας από την εικόνα στον αφηρημένο φωνητικό -συμφωνικό συμβολισμό. Δεν ξέρω ωραιότερο ποίημα για το φεγγάρι από αυτό το θραύσμα του Αισχρίωνα (από τη Σάμο, 4oς προχριστιανικός αιώνας, ελάχιστα και ασαφή γνωστά γι’ αυτόν):
ωραίο δρεπάνι φεγγαριού, νέο τ’ ουρανού μας σίγμα
(μήνη το καλόν ουρανού νέον σίγμα)
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, και με κείνη την περιγραφή του Μπέντζαμιν Μπρίτεν για την τελική συγχορδία του «Τραγουδιού της Γης» του Γκούσταβ Μάλερ που «είναι τυπωμένη στον αιθέρα» αφέθηκα κι επήγα από εκείνο το απόγευμα στον ενθουσιασμό των ονομάτων.