Χρονικό ενθουσιασμού
Τι δε έργον μουσικής εν ερημίαι; Τι χρησιμεύει η μουσική στην ερημιά; ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΥ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ, ΕΙΚΟΝΕΣ, κα΄ ΟΛΥΜΠΟΣ
Ο ενθουσιασμός δεν είναι αποκλειστικά ανθρώπινο ή αποκλειστικά ερωτικό προνόμιο. Γνωρίζω κατοικίδιο αιλουροειδές φίλου που τα πρασινόχρυσα μοτέτα των ματιών της παράλλαζαν σε παριανά κολυμπητικά νερά αναψυχής όπου κάποιος είχε διαλύσει τις πολυτιμότερες ακουαμαρίνες Σαμαρκάνδης κάθε που την πλησίαζες μ’ ένα γυμνό κομμάτι λαϊκής σοκολάτας γάλακτος να εξέχει απ’ το πληβείο, δήθεν ασημένιο, αλουμινόχαρτο περιτύλιγμα -το σήμα κατατεθέν του χωροκτητικού καταναλωτικού κοντίνουουμ που λέγεται ελληνικό περίπτερο. Κι αν τα μετανθούντα μετάξινα βήλα του βλέμματός της δονούμενα από αλλόκοσμα φώτα δεν αρκούσαν για να αναγνωριστεί ως ενθουσιασμός ο παράφορος άνεμος που συντάρασσε την απρόσβατη πυκνή ψυχική της λόχμη αφήνοντας ατάραχη την αισχυντηλή ευθιξία της γούνας της, αρκούσε στιγμιαία προσήλωση στον δειπνοσοφικό ρεμβώδη ρωτακισμό, την απόδειπνη υγρή υπερβατική ηχηρότητα του ρουθουνίσματός της που ακολουθούσε το σοκολατοσυμπόσιο για να πιστοποιηθεί η ενθουσιώδης ποιότητα της ψυχικής αυτής εκδήλωσης που κατέληγε σε ήχο μεταιχμιακό προσπορίζοντας στο θόρυβο τη σταδιοδρομία του μέλους. Υπό ανθρωποειδέστερες συνθήκες θα την οδηγούσε στη σύνθεση και παραγωγή πολύστιχων μύθων, πολυσέλιδων μυθιστοριών, υπερφίαλων αναπαίστων, στυφών κουτσο-ιάμβων, υπό γατοειδέστερες την περιόρισε σε ιδιόφωνο ερημόλαλο αυτοεκπληρούμενο ρουθουνισμό. Ζώα είμαστε ευτυχώς και πολλά θα είχαν λυθεί αν το είχαμε σε βάθος και πλάτος αντιληφθεί και αποδεχτεί. Βρέθηκα τώρα κοντά σαν από θαύμα στη μέση ενός τόσο πολύχρωμου σε δέρμα και σε ένδυμα, πολύγλωσσου και πολυεκδηλωτικού πλήθους στο κέντρο της Πλατείας Μοναστηρακίου που η εικόνα του εαυτού μου σαν μοναχικής θλιβερά μονόχρωμης καλιακούδας φευγάτης από την καμινάδα κάποιου αγροικικού ασπρόμαυρου δράματος του τέλους της δεκαετίας του 1950, νυν περικυκλωμένης από φλογόχρωμα ή ροδοπόρφυρα φλαμίνγκο και άλλα πιο φανταχτερά ακόμα έγχρωμα παραδείσια σχηματίστηκε αυθόρμητα και δικαιολογημένα στην πάντα φωτεινή οθόνη της ενδόμυχης τηλοψίας μας -τον μεγάλο αδελφό του εσωτερικού αντικατοπτρισμού μας, την μεταμόρφωση του παλιομοδίτικου εκείνου πολυτραγουδισμένου ντοπελγκένγκερ μας («Ήσυχη νύχτα, έρημοι δρόμοι / στο σπίτι αυτό ζούσε η καλή μου /μακριά έχει φύγει εδώ και χρόνια / το σπίτι στέκει μόνο του εδώ /» ), του επινοημένου άλλοτε για να διπλασιάζει παραγωγικά τα μαρτύρια της αυτεπίγνωσής μας- που λειτουργεί μόνιμα από τότε που από τον κινηματογράφο μέχρι τη σέλφη καθιερώθηκε σαν κανονικότητα ο σχιζοειδής διχασμός της συνεχούς αυτοπαρακολούθησής μας και γίναμε από εμβρόντητη ρομαντική αυτοσυνείδηση αναλώσιμο ευανάγνωστο αυτοϋπερθέαμα.
«Το παρόν είναι φάντασμα μπροστά στη ρωμαλέα αυτή πραγματικότητα» δηλώνει αλλοπαρμένος ο Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς Ναμπόκοφ καθώς η σαγήνη της μνήμης διαστέλλει τα ρώσικα παιδικά του χρόνια σε διαστάσεις απέρατης Εδέμ όπου κανείς δυσκολεύεται να αποφασίσει αν θα ήθελε με ένα θεαματικό παλιμπαιδισμό να επιστρέψει οριστικά ή αν θα προτιμούσε σειρηνοπαρμένος να λάμνει αιώνια κάπου κοντά στο γυρογιάλι όπου δραματουργούνται τα παλιά θαύματα για να μπορεί να τα ατενίζει εκ του ασφαλούς από μακριά αλλάζοντας τα έγχρωμα φίλτρα στο κανοκιάλι του άλλοτε βαθιά ιώδη της ρέμβης κι άλλοτε εαρινά χαρμόσυνα κίτρινα εωθινά. «Μετ’ όκνου το γράφω» σχολιάζει ο Στέφανος Α. Κουμανούδης για τις εν χρήσει λέξεις που γνωρίζει πως είναι μάταιο να υποδείξει ότι γραμματικά δεν έχουν σχηματιστεί ορθά, και επιστρέφει νωπός σε μένα ο ενθουσιασμός του ονόματος, καθολικά, και του όκνου, ειδικά. Για μένα, παιδική ηλικία υπήρξαν τα ονόματα, -Βίβλος, τα λεξικά, -Εδέμ, μια κατάσταση μετεωρισμού πάνω από τις κορυφές των σημασιών, σε μια γαλανή ατάραχη στρατόσφαιρα, πολλούς κόσμους πάνω από εξειδικεύσεις του ερωτικού, του πολιτικού, του θρησκευτικού, του κοινωνικού, και όλων αυτών ταυτοχρόνως, γειωμένη με μια καλούμπα σε διαρκή τάση και ένταση προσδεμένη σ’ ένα τυχαίο λιθάρι που ένα παιδάκι που σκοντάφτει πάνω του μπορεί ανά πάσα στιγμή παίζοντας να τη λύσει ανεπίγνωστα, έτσι για να δει τι σημαίνει να κρατάς το σπάγκο ενός χαρταετού στην εξουσία των χεριών σου. Το άλυτο μυστήριο παραμένει ποιός μου παρέδωσε τα κλειδιά αυτής της λεξικής παντεποπτείας και την αρχηγία της αίρεσης των ονομάτων. Αλλά δεν έχω σκοπό να απαντήσω τώρα σ’ αυτό το ερώτημα· εξάλλου για τα περισσότερα ερωτήματα οι εκτυφλωτικές απαντήσεις οφείλουν να σερβίρονται πλαγίως και ανεπαισθήτως, για να μη βλάπτουν.
Λέγε την όλη μα λέγε την πλαγίως-
Η αλήθεια είναι εκκένωση ηλεκτρική
Και λειτουργεί με του κυκλώματος τη λογική-
Θαμβωτική-
Τη δύναμη της γηθοσύνης υπερβαίνει
Όπως εκτυφλωτική αιφνίδια καταβαίνει
Εξήγησέ την μαλακά-
Όπως τον κεραυνό εξηγούμε στα παιδιά
Η δράση της βαθμιαία να μας θαμπώσει
Γιατί αλλιώς θα μας τυφλώσει.
Διαβεβαιώνει η δεσποινίς Ντίκινσον (Έμιλι Ντίκινσον) που με μια πανίσχυρη γεννήτρια δριμείας μεταφορικής αλληγορικής δύναμης να εδρεύει στο ακιδώδες πνεύμα και δέμας της κατάφερε να μετατρέψει (βοηθούσης και μιας έκτακτης δόσης παραβατικού μεταφραστικού ρεαλισμού απ’ τη μεριά μου) σε ποιητικό έργο την ηλεκτρική ενέργεια την ώρα που τα πρώτα ηλεκτρικά εργοστάσια μετέτρεπαν σε ηλεκτρική ενέργεια το νερό. (Για τον ποιητή, όπως και για τον επιστήμονα, ο ηλεκτρισμός είναι φαινόμενο φυσικό· δουλειά του επιστήμονα είναι να τον εξηγεί, δουλειά του ποιητή να τον εξαλλάσσει σε φαινόμενο γλωσσικό αποκλείοντας στο σημείο αυτό κάθε υποψία μεταφυσικών παρανοήσεων -αλλιώς, καταλήγουμε σε αλαζονικά ψευτοθεολογικά πιστοποιητικά προελεύσεως του τύπου «κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός», με αρμόδιο αντιπαράδειγμα την ιλιγγιώδη δήλωση του υπέρφατου μέσω ενός παράδοξου που ενεργοποιεί ισότιμα τη φαντασία του αναγνώστη, τη σκοτολαμπή αντίφαση του μιλτονικού στίχου «σκοτάδι τόσο λαμπρό που σκοτεινιάζουνε οι άκρες σου».)