Η τετραμερής στη Βάρνα έγινε, τέλειωσε και οι πρωθυπουργοί μας αποχαιρέτησαν με δηλώσεις κατά τα γνωστά.
Για μένα ήταν τόσο γνωστά, ώστε νόμιζα πως ήμουνα στον κήπο του Τσιρέλη, στα Γιαννιτσά του 1952 και χάζευα τα μυρμήγκια.
Εκεί έμαθα πως τα μεσαία, κόκκινα με μαύρη μυτερή κοιλιά ανεβοκατέβαιναν στις καϋσιές, τα μαύρα, ογκώδη με τις μεγάλες δαγκάνες, σχημάτιζαν ορατά μονοπάτια στο χώμα που ήταν φυτεμένα τα κρίνα, ενώ κάτι λιανά, ξανθά, αργόσυρτα, έβγαιναν από τα πλακάκια της κουζίνας και έτρωγαν γενικώς ψίχουλα.
Και γιατί λέω πως συγκρίνω τέσσερα κράτη με μυρμήγκια, όταν ανέφερα μόνον τρία είδη μυρμηγκιών;
Διότι το τέταρτο είδος, με το οποίο ομοίαζε στην τετραμερή η Ελλάς, κι όχι η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Σερβία, ήταν, μονίμως σκαρφαλωμένες σε τρυφερούς βλαστούς, αρμεχτικές και πράσινες, οι μελίγκρες, εντομάκια που τα λένε και αγελάδες των μυρμηγκιών.
Στη σούμμα, συνεδρίασαν τέσσερις φτωχές χώρες. Στο βαλκανικό σύνορο με την ανήσυχη Ανατολή, Ρωσία και Τουρκία. Λείπει (για να συμπληρωθει αργότερα) το δυτικό κομμάτι, με τους «ζόρικους». Τους Αλβανούς, τους Ιλιντένηδες, τους Κοσσοβάρους, τους Βόσνιους και έτσι. Εκεί και σταματούν τα Βαλκάνια. Κροατία και Σλοβενία υπάγονται στο χλομό μετείκασμα μιας Αυστροουγγαρίας. Εκεί οι μεγάλοι αυταρχικοί, οι άμαξες μες στη βροχή, που θα περιμένουν έναν Πρίνσιπ και μια Μαύρη Χείρα να λουφάζουν οι προκομμένοι.
Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία και Ελλάς στην Βάρνα. Τα ανατολικά Βαλκάνια ως υπόδειγμα εξέλιξης των δυτικών Βαλκανίων.Προφανώς, η δύση θέλει δουλίτσα. Μόνον ο Μπορίσοφ ανέφερε τη λέξη FYROM. Αλβανία, Σκόπια, Κόσσοβο, Βοσνία και τα δύσκολα πέριξ δεν είναι έτοιμα για συνεργασίες. Εκεί, αλωνίζουν οι πρεσβευτές, ξέρετε ποιοι. Οι τέσσερις υποδέχτηκαν και αρχιφύλακα, τον Νετανιάχου. Η νομενκλατούρα των συντονιστών οργανώνεται.
Κλειδί, έξω από τυπικότητες, η Αλεξανδρούπολη, οι αγωγοί, οι φαρδείς δρόμοι («χωρίς φανάρια») εξηγεί ο Βούλγαρος. Βαλκανική Ανατολή σημαίνει και Μαύρη θάλασσα και ποταμοκάναλα. «Να φέρνουν αέριο και οι Ρώσοι, να διαλέγουμε τον φτηνότερο» είπε ο Βούλγαρος.
«Πολύδια, ο λέγεται γύρα» γράφει η γραμματεία του Πορφυρογέννητου. Και με τέρμιναλ τη Θεσσαλονίκη, αφηγείται το εμπόριο που κατεβαίνει από τα ποτάμια των Σκυθών, μετέπειτα Ρως. Λαοί που κατεβαίνουν από τις παγωμένες πεδιάδες, δια ξηράς, πιέζοντας ο ένας λαός τον άλλον, ώσπου να βγουν στην θάλασσα, την αιώνια «τάλασσα». Και δια θαλάσσης, με μονόξυλα. Του Σκερδιλαΐδα στην Αδριατική, του Σβιατοσλάβου στον Εύξεινο. Διότι εμείς, οι Βαλκάνιοι, είμεθα για ψωμί κι αλάτι, Εντερλέζι και εντάφιες θεότητες παντού. Για το ονόρε και το φολκλόρι. Μόνον αυτό. Για να συναντήσουν τις δικές μας φάρες, άστεγες από πεποίθηση, στα γαλάζια νησιά, όπου οι Ντιλετάντηδες θα φτιάχνουν με σπιρτόξυλα το Ανατολικό ζήτημα.
Ξανθωπό, ακίνδυνο, μιτσό, το μυρμήγκι της Ρουμανίας, δίχρωμο, κολλώντας στο ρετσίνι των οπωροφόρων το βουλγάρικο, μαύρο και αργό, το Σέρβικο, ξεμοναχιασμένο από τις ματαιωμένες ομοσπονδίες του. Κι εμείς, με έναν τροφαντό που μιλάει στον ενικό στους πάντες, και συμπεριλαμβάνει τον εαυτό του στους «ηγέτες».
Τώρα, μετράει η οργάνωση αυτής της Ανατολής. Αλεξανδρούπολη, ο ποταμός Έβρος, η Βάρνα. Για να δεθούν με τα ποτάμια τα πατροπαράδοτα βλάχικα δίκτυα, σε μία Χρηστομάθεια ξεχασμένη.
Είδα και άκουσα την συνέντευξη του αποχαιρετισμού, τώρα που βγάζουν απ΄το μούσκιο όλα τα υπό ακύρωσιν σκάνδαλα, τα κρυμμένα σε γυψοσανίδες, για να αλλάξει θεματολογία το Βαλκανικό αειφόρο θέατρο των Ποικιλιών, όπου δίνεται ακατάπαυστα μια παράσταση υπέρ προσωπικού, πριν μας πλακώσει η Λήθη.
Και σ΄αυτήν την παντομίμα, της εσωστρεφούς γκρίνιας, πάλι θα λάβω μέρος, προτείνοντας με αυτό το μαλακισμένο ύφος του υποφήτη, την ματαιωμένη μου ακινησία. Αλλά τουλάχιστον, θυμάμαι έναν κήπο.