Argiris Makris/InTime
Στον απόηχο του συλλαλητηρίου
05-02-2018

Πόσοι ήταν τελικά; 140.000 όπως είπε η Αστυνομία, ή ένα ίσως και ενάμισι εκατομμύριο, όπως είπαν οι οργανωτές; Σε μια εποχή πόλωσης, ακόμα και οι αριθμοί μοιάζουν με κινούμενη άμμο ― μια ματιά στα σημερινά πρωτοσέλιδα το δείχνει. Πάντως, με βάση τις εικόνες, τις εμβαδομετρήσεις, και όση αίσθηση έχω από συγκεντρώσεις, πιστεύω ότι το ένα και ενάμισι εκατομμύριο είναι εκτός πραγματικότητας.

Ακόμα όμως και αν πάρουμε τις χαμηλότερες εκτιμήσεις, λ.χ. τις 100.000-140.000, τα νούμερα δεν είναι καθόλου αμελητέα. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για τη μεγαλύτερη ή τη δεύτερη μεγαλύτερη (μετά τη συγκέντρωση του Όχι, τον Ιούλιο του 2015), της τελευταίας εξαετίας. Κι αυτό δεν εξηγείται μόνο οργανωτικά, με τους μηχανισμούς που κινητοποιήθηκαν. Ας σκεφτούμε, απλώς, πόσο μικρές ήταν πολλές άλλες συγκεντρώσεις, λ.χ. οι «Παραιτηθείτε» ή ποικίλες αντιμνημονιακές.

Υπάρχει λοιπόν κάτι που μάζεψε αυτές τις δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στο Σύνταγμα. Τι είναι αυτό; Κατά τη γνώμη μου, το πιο βασικό είναι η δύναμη που ασκούν τα λεγόμενα «εθνικά θέματα». Και ειδικότερα, όσον αφορά το Μακεδονικό, η βαθιά πεποίθηση, σε ευρύτερες μάζες, ότι η Μακεδονία είναι μία και ελληνική, ότι οι «Σκοπιανοί» έχουν οικειοποιηθεί το όνομά της, έχουν παραχαράξει την ιστορία, είναι κατασκευασμένο έθνος, έχουν αλυτρωτικές βλέψεις, ενώ οι «ξένοι» τους στηρίζουν. Πόσες και πόσες φορές δεν τα έχουμε ακούσει όλα αυτά, από το 1992 και δώθε, από τους πάντες σχεδόν και παντού; Ένας ολόκληρος κόσμος έχει γαλουχηθεί με αυτό το σύμπλεγμα απόψεων, ιδεών και φόβων. Είναι μια τεθλασμένη γραμμή που ξεκινάει από τα συλλαλητήρια του 1992 (τότε με ευρύτατη διακομματική συναίνεση ― μόνο το ΚΚΕ και κάποιες μικρές αριστερές και αντιεξουσιαστικές ομάδες δεν μετείχαν στο συλλαλητήριο) και φτάνει στο σήμερα αποδυναμωμένη μεν αλλά ισχυρή, και με ποικίλες μεταμορφώσεις και προσμίξεις, λ.χ. αντιμνημονιακού λόγου. Και, επιπλέον, σε ένα περιβάλλον παρατεταμένης κρίσης, στο οποίο η καθημερινότητα είναι πολύ βαριά και ο ορίζοντας των προσδοκιών συντετριμμένος.

Από την άλλη, ακόμα και αν λάβουμε υπόψη τις υψηλότερες έλλογες εκτιμήσεις (λ.χ. τις 300.0000) πρέπει να σταθμίσουμε μερικές διαφορές σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη, μια βδομάδα πριν: στην Αθήνα καλούσε επίσημα η Εκκλησία, η ΝΔ θέλησε να του δώσει χαρακτήρα αντικυβερνητικής διαμαρτυρίας, το στίγμα με αιχμή το δόρατος τον Μίκη Θεοδωράκη θέλησε να είναι λαϊκο-πανεθνικό, ενώ πολλά μέσα ενημέρωσης (και κατεξοχήν τα τηλεοπτικά), που είχαν αδιαφορήσει για το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, μετείχαν ενεργά στη γνωστοποίησή του. Αν συνυπολογίσουμε και τα άνισα πληθυσμιακά μεγέθη των δύο πόλεων, τότε αφενός διακρίνουμε κάποια πολιτικά όρια που δεν ξεπέρασε το συλλαλητήριο της Αθήνας και αφετέρου καταλαβαίνουμε ότι το ζήτημα (αλλά και οι μηχανισμοί κινητοποίησης της Εκκλησίας, της δεξιάς και ακροδεξιάς) έχουν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στη Βόρεια Ελλάδα.

Από τα πολλά που μπορεί να σχολιάσει κανείς, θα μείνω σε ένα: στη στάση της ΝΔ και συγκεκριμένα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Για δύο σοβαρούς λόγους (και χωρίς φυσικά να ξεχνάω τις ευθύνες της κυβέρνησης, όπως την προνομιακή ενημέρωση του αρχιεπισκόπου που και απαράδεκτη επί της αρχής ήταν και αναποτελεσματική πολιτικά, ή τους ΑΝΕΛ).

Ο πρώτος είναι ότι η σταδιακή διολίσθηση Μητσοτάκη σε σκληρότερες θέσεις (με καμπή το «σέβομαι και συμμερίζομαι την ευαισθησία», λίγο μετά το τέλος της συγκέντρωσης της Θεσσαλονίκης και την ομιλία του Φραγκούλη Φράγκου) και το ανέβασμα των αντιπολιτευτικών τόνων (που σε συνδυασμό με τη στάση πολλών βουλευτών υπονομεύουν την επίσημη θέση της ΝΔ περί σύνθετης ονομασίας) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την πολιτική νομιμοποίηση των συλλαλητηρίων, του επιθετικού εθνικισμού και της ακροδεξιάς.

Ο δεύτερος είναι η στάση αυτή, ότι ανεξάρτητα από το αν ωφελήσει σε ψήφους τη ΝΔ (προσωπικά πιστεύω ότι, αντιθέτως, πολιτικά και εξ αντανακλάσεως ωφελεί τα μέγιστα τον ΣΥΡΙΖΑ), πλήττει καθοριστικά την εικόνα και το πολιτικό κεφάλαιο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Για άλλη μια φορά δείχνει ότι σύρεται από τη δεξιά της δεξιάς, διαρρηγνύει τις συμμαχίες με το «κέντρο», δημιουργεί ρήγμα στον αντισυρριζαϊκό στρατόπεδο. Ας σκεφτούμε με τι προσδοκίες εξελέγη πριν δύο μόλις χρόνια, και πόσο έχει φθαρεί το προφίλ του καινοτόμου, φιλελεύθερου, εκσυγχρονιστή και δυναμικού το οποίο είχε τότε ― μια εικόνα πολύ διαφορετική από εκείνη του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, αλλά και του προκατόχου του Αντώνη Σαμαρά.

Παρά ταύτα, και παρότι το συλλαλητήριο δεν κατάφερε να προξενήσει τον πολιτικό σεισμό που θα κλόνιζε την κυβέρνηση, νομίζω ότι τα αποτελέσματά του δεν είναι ασήμαντα. Μια πρώτη συνέπεια την ανέφερα ήδη: είναι η επίπτωση που ασκεί στη ΝΔ και η διολίσθησή της σε σαμαρικές θέσεις – προς σοβαρή βλάβη όχι μόνο της ίδιας, αλλά και της δυνατότητας επίλυσης του ζητήματος και της πολιτικής μας ζωής. Μια δεύτερη, πολύ σοβαρή συνέπεια είναι το ξέπλυμα της Χρυσής Αυγής (σε μια εποχή που δείχνει σοβαρά σημεία στασιμότητας, υπάρχουν διαδοχικές αποχωρήσεις στελεχών και η συνεχιζόμενη δίκη φέρνει στο φως την εγκληματική της δράση), η οποία στα νερά των «εθνικών ζητημάτων», κολυμπάει σαν το ψάρι στο νερό. Κι αυτό είναι πολύ, μα πάρα πολύ σοβαρό για να το αφήσουμε έτσι.