«Μα εγώ τ΄αστέρια θα κοιτάζω/ και χαρακτήρα δε θ΄αλλάζω». Έτσι ερμηνεύει το καλοκαίρι του ο Αργύρης Μπακιρτζής. Καιρός να στρώσουμε χαλί αναχωρητισμού στην έξοδο από το θέρος καθώς απομένει λιγότερο από ένα μήνα για το φθινόπωρο και η σχολική παράδοση, το σινεμάδικο «έναρξις τον Σεπτέμβριον» και άλλα πλήγματα η ρωγμές του εβδόμου μηνός, που η ρωμαϊκή τσαπατσουλιά μετέτρεψε σε ένατον.
Τον Ιούλιο, αρχές, κυκλοφορεί το γενικό παράπονο «ο καιρός δεν έστρωσε». Ο καιρός όταν στρώνει, κι ώσπου να ξεσπάσουν τα μελτέμια, διαρκεί τέσσερις ή πέντε εβδομάδες. Μετά, λήγοντας η προσμονή του δεκαπενεύγουστου, αναμένουμε την Πυροσβεστική παραπονιόμαστε για την ανεπάρκεια της κατάσβεσης εξ ουρανού. Τότε ακούγεται η φρικτή επωδός «ευτυχώς η πυρκαγιά καίει μακριά από κατοικημένους χώρους». Ήτοι, ακόμη μια σεζον δεν κατακάηκε αυθαίρετη δόμηση. «Οι κόποι μιάς ζωής» συνεχίζουν να υπάρχουν, κι ας είναι οφθαλμοφανώς, ακόμη μία παράταση ενός ιδιοτύπου «περισσεύματος κεφαλαίου» δυνητικών μικροκαταθετών που δεν χωνεύουν την ληστρική τραπεζική ευμάρεια.
Ένα άλλο ιδιοσύστατο χαρακτηριστικό του θέρους, είναι η Άδεια. Άδεια καλείται η παύση της εργασίας επί ένα διάστημα μερικών έως ολίγων εβδομάδων. Οι υποστηρικτές της Άδειας ως αγαθού διαστήματος, λίγο διαφέρουν από την πάνδημη επιδοκιμασία. Ακόμη κι αυτή, συσχετίζεται, δεν ξέρω γιατί, με ένα «γέμισμα μπαταρίας». Ας αφήσουμε εδώ την ένστασή μου, ωσάν κλειδί σπιτιού που φυλάγεται κάτω από γλάστρα.
Ο ύπνος, η αναπνοή, οι χτύποι της καρδιάς, ενα σωρό ιδιότητες και κινήσεις του σώματος και του πνεύματος, περιλαμβάνουν μιας μορφής παύση, που είναι απαραίτητη για την ύπαρξη της ζωής. Η ίδια η ζωή παράγεται βάσει ενδείξεων, και αποτελείται από μικρές εξαπατήσεις των φιλοσόφων που έχουν εγκύψει στο ζήτημα, γι αυτό και από φιλοσόφους προτιμώ τον Reiser και τον Gotlib ή και τον Altan. Διότι η Ζωή (μεταξύ μας) δεν θεωρείται γενικώς ζωή, εάν δεν την αρτύσεις με έναν αριθμό αδιαβάθμητης «ποιότητας».
Σύμφωνοι, αλλά μπορώ να ρωτήσω ινατί λατρεύω τον Ανάβατο, το χαρακτηριστικό χωριό της Χίου, που προσφάτως το είδα σε διάφορα πλάνα να εικονογραφεί ένα κλαψ κλαψ τραγούδι του κοσμαγάπητου Παντελίδη, δια στίχων που σήμαιναν πως η ποθουμένη κυρία έκανε σωρεία λαθών, αλλά την δικαιολογούσε απόλυτα;
Και πως να παρασυρθώ από την εμορφιά ενός βιντεοκλίπ γνωρίζοντας πως πέρασε τουλάχιστον δυό μέρες ένας σκηνοθέτης με συνεργείο, που για λόγους οικονομίας οι «μεγάλοι» έτρωγαν, μπορεί στα μακρυνά «κατσαρολάκια» ενώ οι δευτεράντζες την έβγαζαν με ζβαν και τονοσαλάτα;
Κι όμως υπάρχει τρόπος. Δεν είναι όλα σκοτεινά. Πάντα οι άνθρωποι υπερέχουν των τοπίων εάν κάμεις τον απλό συλλογισμό πως ένα φοβερό τοπίο και οι συνοδές αναμνήσεις ή είκόνες, δεν συγκρούονται με άλλα τοπία ή ελαφρώς πιο σβησμένες αναμνήνεις.
Το καλοκαίρι όθεν, δεν υπάρχει, κι αν με πείσετε για το αντίθετο, είναι που είμαι μειωμένων αντιστάσεων συζητητής και βαριέμαι τις έλλογες αντιθέσεις.
Γιατί αυτό το ταμάχι για το καλοκαίρι; Ειναι προσωπικό το θέμα. Επειδή δεν το αντέχω! Είμαι οπαδός μιας ατμόσφαιρας με παγοκρύσταλλα, με σινιάκι να «βάφει» την ομίχλη που σηκώνεται από τις βαθειές λίμνες, εχθρός κάθε ήλιου, ακόμη και τις νύχτες που δεν τον βλέπω, πιστός της Σελήνης, ακόμη και αν καθρεφτίζεται σε πηγάδι, ακόμη κι αν το ψαρεύουν μεθυσμένοι βλάχοι σε άσεμνη τελετή.