Σκεπτικισμός και Ελπίδα
20-10-2018

Το κουτί της Πανδώρας, μας αφηγείται ο Νίτσε στο «Ανθρώπινο, Πάρα Πολύ Ανθρώπινο», περιείχε όλα τα κακά. Αφ’ ης στιγμής άνοιξε, δραπέτευσαν και άρχισαν να βασανίζουν τους ανθρώπους. Το καπάκι του κουτιού όμως, κατ’ εντολή του Δία, έκλεισε πριν δραπετεύσει ένα τελευταίο που ο άνθρωπος θεώρησε ότι ήταν ένα μεγάλο καλό: η ελπίδα. Ο άνθρωπος φύλαξε αυτό το κουτί με το πολύτιμο περιεχόμενό του, και άρχισε να το χρησιμοποιεί κατά βούληση. Η ελπίδα ήταν πια εξημερωμένη. Ήταν του χεριού του. Μπορούσε να καταφεύγει σε αυτή όποτε είχε ανάγκη. Ο Νίτσε όμως είναι αυτός που μας επισημαίνει ότι η ελπίδα ήταν το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κακά γιατί ήταν αυτή που δεν άφηνε τον άνθρωπό να κατανοήσει το αδιέξοδό του, και έτσι να χαραμίσει τη ζωή του, αλλά τον κρατούσε ζωντανό να παλεύει, ενάντια σε όλα τα υπόλοιπα κακά, σε μια μάχη που ποτέ δεν θα μπορούσε να κερδίσει.

Που κολλάνε όλα αυτά; Έφτιαξα μια ανάρτηση προχθές για τον θάνατο του συνιδρυτή της Microsoft, Paul Allen, που πέθανε από καρκίνο στα 65 του χρόνια. Η ανάρτηση είχε σκοπό να διακωμωδήσει και να στηλιτεύσει την πεποίθηση κάποιων ότι έχει βρεθεί το φάρμακο του καρκίνου αλλα οι φαρμακευτικές δεν το κυκλοφορούν για να εισπράττουν δισεκατομμύρια από τις ασύγκριτα πιο ακριβές θεραπείες που όλοι γνωρίζουμε. Το σκεπτικό είναι σχετικά απλό: εφόσον ένας άνθρωπος με περιουσία αρκετών δισεκατομμυρίων πεθαίνει, μπορούμε, με σχετική βεβαιότητα να συνάγουμε το εξής συμπέρασμα: δεν υπάρχει ακόμη φάρμακο γι’ αυτόν τον καρκίνο. Αφήνω στην άκρη αντιρρήσεις λογικής στεγανότητας που δύναται να παρεμποδίζουν το συγκεκριμένο συμπέρασμα. Ναι, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τα γεγονότα γιατί, κάλλιστα, ο δισεκατομμυριούχος Πωλ Άλεν μπορεί να μην ήθελε να θεραπευθεί και να επιθυμούσε να πεθάνει. Ή, θα ήταν δυνατό ακόμη και κάποιος σαν τον Άλεν να μην έχει πρόσβαση στο φάρμακο που υπάρχει γιατί το λόμπι των φαρμακευτικών είναι πανίσχυρο και ξέρει πώς να προστατεύει τα υπερκέρδη του. Άρα, το συμπέρασμα μου δεν ισχύει, και διατυπώνω αερολογίες. Το φάρμακο έχει βρεθεί και οι φαρμακευτικές θησαυρίζουν στην πλάτη μας από τις θεραπείες. Αλλά χάριν συζητήσεως, ας υποθέσουμε ότι ο Άλεν ήθελε να θεραπευτεί και να συνεχίσει να ζει, και είχε πρόσβαση σε κάθε πιθανό και απίθανο φάρμακο. Παρόλα αυτά όμως, δυστυχώς, πέθανε.

Οι αντιδράσεις και τα σχόλια που εισέπραξα, προς έκπληξή μου, δεν έγερναν προς την πλευρά που θα επιθυμούσα. Κάποιοι αμφισβήτησαν κατά πόσο η θεραπεία του Άλεν ήταν σωστή. Άλλοι σχολίασαν τον τρόπο σκέψης αλλά και τη στάση ζωής του ασθενή. Κάποιοι πρότειναν θεραπείες εναλλακτικές, τόσο με την ολιστική, όσο και με την έννοια της διαφορετικής από την κρατούσα επιστημονική πρακτική. Προτάθηκε τελικά ότι θα πρέπει να είμαστε σκεπτικοί τόσο απέναντι στους λεγόμενους κομπογιαννίτες όσο και απέναντι στις καθιερωμένες επιστημονικές πρακτικές όπως λόγου χάρη τη χημειοθεραπεία. Προτάθηκε, με άλλα λόγια, ένας καθολικός σκεπτικισμός, και, σε παραπάνω από δύο διαφορετικές περιπτώσεις, κατακλείδα των συγκεκριμένων σχολίων ήταν το «η ελπίδα πεθαίνει τελευταία», ή, το «η ελπίδα δεν βλάπτει». Αυτά λοιπόν τα δύο τελευταία στοιχεία (σκεπτικισμός και ελπίδα) ήταν για μένα και τα άξια προσοχής. Και από αυτά θα πιαστώ για να συνδέσω το νιτσεϊκό σχόλιο της αρχής.

Ο καθολικός σκεπτικισμός, το να είμαστε δηλαδή σκεπτικοί απέναντι σε όλα και σε όλους είναι μια άκρως γοητευτική στάση. «Γιατί να μην τα ερευνώ όλα μόνος μου; Γιατί να στηρίζομαι στα λεγόμενα και τις προτροπές κάποιου άλλου αν μπορώ, μόνος μου, να δω τι με συμφέρει και τι θα μου προσφέρει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα;» Αυτές είναι δόκιμες ερωτήσεις που δυστυχώς, σε θέματα υγείας, οδηγούν σε αδόκιμα και επικίνδυνα μονοπάτια. Γιατί αν αρχίσω στα σοβαρά να διατυπώνω παρόμοιες ερωτήσεις, τότε θα έχει κερδίσει ο κομπογιαννίτης. Γιατί; Γιατί ο βασικός στόχος του είναι να με κάνει να αμφισβητήσω τα κέντρα παραγωγής επιστήμης με το να μου ενσταλάξει αμφιβολία για τις πρακτικές της ιατρικής. Γιατί μόνο αν με απομακρύνει από τους μηχανισμούς και τη μεθοδολογία της επιστήμης θα μπορέσει να επωφεληθεί. Όταν με απογυμνώσει από τα γνωστικά εργαλεία στα οποία έχω πρόσβαση μέσω ιατρικής τότε θα έχω βρεθεί, χωρίς ίσως να το καταλάβω, στον προθάλαμό του, θα είμαι υποψήφιο θύμα του. Ο κομπογιαννίτης, τρέφοντας περίτεχνα τον εγωισμό και την αυταρέσκειά μου θα μου εμφυσήσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό μια ψευδεπίγραφη αυτάρκεια. Θα με κάνει να πιστέψω ότι εγώ και μόνο εγώ μπορώ να αποφασίσω για την υγεία μου, αρκεί να ακολουθήσω μερικές απλές συμβουλές, που συνήθως έχουν να κάνουν με σκευάσματα (100% φυτικά) και αλλαγές στον τρόπο σκέψης και νοοτροπίας μου. Το άγχος, το στρες, και ο σύγχρονος τρόπος ζωής είναι αυτά που με έφεραν σε αυτό το αδιέξοδο. Γιατί όμως θα φτάσει κάποιος στο σημείο αυτό; Γιατί θα ακούσει τον κομπογιαννίτη και όχι τον γιατρό του; Γιατί ο κομπογιαννίτης—θα το νιώσεις αυτό—καταδέχεται να μιλήσει στη γλώσσα σου, είναι ένας από σένα, και όχι κάποιος επιστήμονας που με το κύρος και από τη θέση του (ex cathedra) αποφασίζει για σένα. Ο κομπογιαννίτης είναι φίλος σου, και πολλές φορές δύναται να είναι ο φίλος σου. Θα έχει κερδίσει λοιπόν γιατί θα σου πει αυτά που θέλεις να ακούσεις. Απέναντι στον κομπογιαννίτη, η επιστήμη, η αληθινή επιστήμη, θα φαντάζει πάντα απρόσωπη και αδιάφορη γιατί δεν θα θυσιάσει την αξιοπιστία και το κύρος της για να σε ανακουφίσει όταν θα έχεις ανάγκη τη βοήθεια της, γιατί η επιστήμη κινείται, και θα κινείται πάντα, στους δικούς της ρυθμούς που δεν συνάδουν με το ατομικό, αλλά με το συλλογικό καλό.

Ο σκεπτόμενος και σκεπτικιστής αναγνώστης όμως δε θα πειστεί τόσο εύκολα. Θα συνεχίσει να αναρωτιέται και να χαμογελάει αφ’ υψηλού. Μέσα στη ζεστασιά και τη θαλπωρή της απόστασης που τον χωρίζει από έναν καρκίνο, θα συνεχίσει να λέει: «γιατί να βρεθώ, εγώ, σε μια τέτοια θέση όμως; Γιατί να εγκαταλείψω την επιστήμη, τις συμβουλές, και τη βοήθεια του γιατρού μου;» Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μας φέρνει στην καρδιά της αρχής του κειμένου: μας φέρνει στην ελπίδα. Γιατί αυτό είναι το βαθύτερο νόημα του μεγαλύτερου κακού που περιγράφει ο Νίτσε. Γιατί όταν θα βρεθείς αντιμέτωπος με έναν καρκίνο θα βρεθείς στην αγκαλιά της ελπίδας «που πεθαίνει τελευταία». Και τότε είναι που θα σε χειριστεί ο κομπογιαννίτης με το ψέμα του. Γιατί σύμμαχός του είναι η ελπίδα που σε εγκλωβίζει στην αυτοτροφοδοτούμενη νιρβάνα της. Ο άνθρωπος που ελπίζει, λένε, είναι ο άνθρωπος που δεν το βάζει κάτω. Ε λοιπόν, λάθος! Ο άνθρωπος που ελπίζει έχει πάψει να κάνει αυτά που πρέπει να γίνουν, έχει πάψει να βρίσκεται στο στάδιο της πράξης, και είναι, ξεκάθαρα, στο έλεος (και το έλος) της θολωμένης σκέψης του.