Σημειώσεις για το διάβασμα
25-01-2019

Να διαβάζω έμαθα νήπιο από τη δασκάλα μητέρα μου η οποία μου έμαθε και την αγάπη για τα βιβλία. Το παιχνίδι, ως αντικείμενο, δεν με συγκινούσε. Μεγαλωμένος στην επαρχία, χαρά παιχνιδιού έβρισκα έξω απ’ το σπίτι, στο χώμα, στα δέντρα, μόνος ή με άλλα παιδάκια. Η σχέση μου με το βιβλίο ήταν ξεχωριστή, προσωπική. Μυρωδιά, αφή του χαρτιού, ήχος του ξεφυλλίσματος. Πρώτος μεγάλος έρωτας η Ελληνική Μυθολογία του Γιώργου Γεραλή. Σε σύντομες ιστορίες και εξαιρετικό κείμενο, στέκει ακόμα στα ράφια, εύθραυστα γερασμένη. Δεν ήταν μόνο οι ιστορίες, μου άρεσε να διαβάζω και για τον κόσμο. Από την εγκυκλοπαίδεια, από την παγκόσμια ιστορία του H.G. Wells… Κατέβαζα ένα βαρύ βιβλίο από τη βιβλιοθήκη του σπιτιού και σταυροπόδι, απομονωμένος, ξεκινούσα τυχαίο βραδινό ταξίδι.

Το βιβλίο ήταν εξ αρχής για μένα παράθυρο στον κόσμο, έβρισκε τις συντεταγμένες πού βρίσκομαι και ποιός είμαι. Όταν κάποτε, νέος, πέρασα δύσκολη κατάσταση που μ’ έριξε κι έπιασα πάτο, το διάβασμα ήταν που με οδήγησε πίσω στην επιφάνεια. Μετέτρεψα σε ιεροτελεστία τη ρουτίνα και μέσα της κλείδωσα χρόνο για διάβασμα. Ήταν δύσκολο, αρχικά δεν προχωρούσε, πειθαρχία που έφερνε σε αυτοτιμωρία. Ακατανόητος βράχος οι λέξεις κι εγώ να σκάβω με το νου ν’ ανοίξω πέρασμα. Βαυκαλιζόμουν στο χάος της κάθε σελίδας, ανίκανος να συγκεντρωθώ. Αλλά δεν το άφηνα, προχωρούσα στην επόμενη. Ώσπου, σιγά – σιγά, ένιωσα χώμα τον τοίχο των λέξεων, να υποχωρεί. Και κάποιο πρωί οι λέξεις μου ξαναμιλούσαν, στοιχισμένες σε νόημα. Με τράβηξαν από το βυθό, πάνω στο χάρτη.

Το καλό διάβασμα θέλει κόπο. Θέλει όμως και καλά μάτια. Με τα χρόνια και με την κακή όρασή μου, έγινε πρόκληση το άκαμπτο μέγεθος των γραμμάτων. Ιδιαίτερα δύσκολη πρόκληση, έχοντας αγάπη για τα μικρά βιβλία που χωράνε σε τσέπη, αφού σπάνια έβγαινα από το σπίτι δίχως να προβλέψω συντροφιά διαβάσματος. Επιφυλακτικός, τελικά υποχώρησα σε συστάσεις φίλων να δοκιμάσω το ηλεκτρονικό βιβλίο – ήταν η (αυτονόητη) ευκολία της αλλαγής στο μέγεθος της γραμματοσειράς. Ψάχνοντας διαπίστωσα ότι η τεχνολογία της ηλεκτρονικής μελάνης, με το κείμενο σαν τυπωμένο σε χαρτί δεν με ξένιζε.

Ύστερα από επτά χρόνια η άρνηση που είχα για το ηλεκτρονικό βιβλίο έχει μετατραπεί σε χαρά. Πολλοί οι λόγοι, κυρίως εξαιτίας των ευκολιών και δυνατοτήτων που προσφέρει. Ευκολία πρόσβασης στην ηλεκτρονική βιβλιοθήκη μου, σε όποιο βιβλίο θέλω μέσω του δικτύου της κινητής τηλεφωνίας ή του wifi. Ευκολία στην αγορά ενός βιβλίου – δευτερόλεπτα από τη στιγμή που το αποφασίσω. Ο αυτόματος συγχρονισμός μεταξύ των συσκευών επιτρέπει τη συνέχιση του διαβάσματος του βιβλίου στο κινητό (εφόσον έχει εγκατασταθεί η εφαρμογή), αν και περισσότερο ξεκούραστη η ανάγνωση από το Kindle με την εξειδικευμένη τεχνολογία. Πέρα από την ευκολία, αρνούμαι το νταβατζηλίκι σ’ εκδοτικούς οίκους για βιβλία από καιρό πεθαμένων, μεγάλων συγγραφέων, που βρίσκονται δωρεάν και νόμιμα στο πρωτότυπο κείμενο σε πολλά σημεία στο διαδίκτυο.

Είναι δύναμη η επίκληση ενός αγαπημένου παλιού ή ενός νέου κειμένου, να το φέρνω σε dt, όπου και αν είμαι, να μπορώ να μοιραστώ τη χαρά των λέξεων επί τόπου με όποιον θέλω, ή (ενθουσιασμένος) με πολλούς. Είναι δύναμη. Όποιος το αμφισβητεί εθελοτυφλεί. Και δεν συμμερίζομαι ανησυχίες για άνιση επικράτηση του ηλεκτρονικού βιβλίου. Οι πωλήσεις του τυπωμένου βιβλίου κρατούν για όσους το θέλουν έτσι. Το βιβλίο στην τυπωμένη μορφή πρέπει και θα εξακολουθήσει να είναι διαθέσιμο. Έτσι δεν με πείθει ούτε η νοσταλγία τους. Για τη σχέση που ζητώ, το ηλεκτρονικό βιβλίο είναι αυτό που θέλω. Αν κάποτε χανόταν, ελπίζω όχι, θα μου έλειπε ουσιαστικά, πρακτικά και όχι νοσταλγικά. Ο δημιουργικός κόπος του διαβάσματος παραμένει, δεν μειώνεται από την ευκολία πρόσβασης που προσφέρει η τεχνολογία. Όσο για τα μεγάλα ηρωικά λευκώματα, αυτά είναι αήττητα – ενάντια στο χρόνο και, πυραμίδα στο τραπεζάκι στο σαλόνι, ενάντια στη σκόνη.

Έχω επίγνωση της απαράδεκτης πρακτικής της Amazon. Το μονοψώνιο που επισήμανε ο Paul Krugman σε άρθρο του, αναφερόμενος στην κατάχρηση δύναμης από τη μονοκρατορία της εταιρείας (ως εταιρεία διανομής) με αφορμή τη διαμάχη μεταξύ της και του εκδοτικού οίκου Hachette, και της επιβολής μέτρων στη δεύτερη, επί της ουσίας bullying καθώς η Hachette δεν ήθελε να υπογράψει τη σύμβαση διανομής την οποία της υπαγόρευε η Amazon. Πρακτική όμως που δεν αφορά αποκλειστικά στο ηλεκτρονικό βιβλίο.

Αλλά εδώ το θέμα δεν είναι η Amazon. Αντίθετα, ευκολότερη η διαφοροποίηση στα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία, να στήσεις εκδοτικό οίκο εστιάζοντας στο ηλεκτρονικό βιβλίο, να εκδώσεις αν είσαι επίδοξος συγγραφέας, να το προωθήσεις. Το θέμα είναι η τεχνολογία. Εξακολουθώ να αγοράζω έντυπα βιβλία, κυρίως στα ελληνικά, όταν δεν έχω άλλη επιλογή. Αλλά ο έρωτας που είχα κάποτε, το φετίχ των νεύρων του δακτύλου με την κυτταρίνη, η μυρωδιά, οι ώρες που χανόμουν σε διαδρόμους βιβλιοπωλείων, ειδικά σε παλιά βιβλιοπωλεία μεταχειρισμένων στο εξωτερικό – όλα αυτά με εγκατέλειψαν οριστικά (όπως και το άγχος της υπέρβαρης βαλίτσας στο αεροδρόμιο στην πτήση επιστροφής).

Πριν λίγα χρόνια πέρασα από το ιστορικό City Lights στο San Francisco. Φόρος τιμής κι ένιωσα παρείσακτος, ασεβής με το Kindle στο σακίδιο, σχεδόν ένοχος. Αλλά το ξανασκέφτηκα. Το ηλεκτρονικό βιβλίο ανήκει στο όραμα του Lawerence Ferlinghetti, ιδρυτή του βιβλιοπωλείου και του ομώνυμου εκδοτικού οίκου, ο οποίος πίστεψε στην αξία, στη σημασία του βιβλίου τσέπης – να μεταφέρεται εύκολα, παντού – και που εξέδωσε έργα ποιητών, πρώτη έκδοση, σε σειρά βιβλίων τσέπης. Μέσα στο πνεύμα της γενιάς beat που ήθελε τον ποιητικό λόγο έξω από την κλεισούρα ακαδημαϊκών και διανοουμένων, στον αέρα του δρόμου, στη φασαρία, μάχιμο και άμεσο όπως ο προφορικός. Ήταν η τελευταία φορά που με συνειδητή χαρά αγόρασα τυπωμένα βιβλία, σαν αντίο.

Κάποτε όλα τελειώνουν – μιλάω για τον εαυτό μου. Αγαπώ τα παλιά βιβλία μου, αγάπη που τα κρατά στα ράφια του σπιτιού, σε χρήση για όσο ζω, μέρος της χαράς μου. Αγαπώ πλέον περισσότερο τη νέα μου βιβλιοθήκη, όλη δίπλα στο μαξιλάρι μου ή όλη κρυμμένη στην τσέπη, να με ακολουθεί ανάλαφρη. Το νέο μου φετίχ είναι η ίδια η σκέψη, η γνώση. Η ομορφιά του γραπτού λόγου φορτωμένη σε άυλο βάρος, με τη σβελτάδα σκέψης. Και η γρηγοράδα να τον φέρνω κοντά μου οποιαδήποτε στιγμή το επιθυμήσω, οπουδήποτε – στο δρόμο, στο φως του ήλιου, στα φώτα της πόλης.

Η πρόσφατη κινηματογραφική μεταφορά του Μεγάλου Γκάτσμπι απευθυνόταν στις γενιές που μεγάλωσαν με την εναλλαγή των εικόνων, με τις ταχύτητες video clip ή διαδικτυακών σελίδων. Η ψηφιακή οπτική πανδαισία, όπως εκείνες οι παλαιομοδίτικες κάρτες που έστηναν σαν άνοιγαν χάρτινο τρισδιάστατο σκηνικό, ξαναφέρνει στο τέλος τη μαγεία του κειμένου. Οι λέξεις της τελευταίας φράσης του μυθιστορήματος αιωρούνται στο σκοτάδι, με μόνο φως το πράσινο φως από τη μεριά του σπιτιού της Daisy Buchanan:

So we beat on, boats against the current, borne back ceaselessly into the past.

Λέξεις, δύναμη, ενάντια στο βράχο, ενάντια στο ρεύμα, που σπάνε τοίχους. Ποτέ δεν θα χαθούν, το παρελθόν δεν χάνεται, επαναπροσδιορίζεται. Μη θρηνείτε.