Την περασμένη Τετάρτη, μια είδηση στην κυπριακή εφημερίδα Φιλελεύθερος τράβηξε την προσοχή μου: «Αυξάνεται το μικρό τσιεκκούι αναδρομικά από τον Γενάρη», έλεγεν ο τίτλος. Δεν ήταν το ασφαλιστικό σύστημα που με ενδιέφερε, αλλά η άγνωστή μου λέξη τσιεκκούι. Κατάλαβα από τα συμφραζόμενα ότι είναι η μικρή επιταγή > μικρό τσεκ > τσιεκκούι, δηλαδή συνδυάζεται μια αγγλική λέξη με μια βυζαντινή κατάληξη.
Αυτή την ακομπλεξάριστη ευλυγισία της γλώσσας, όπως χρησιμοποιείται η ελληνική στην Κύπρο, την βρίσκω άκρως απελευθερωτική.
Στην Ελλάδα του 2020 ακόμη ασχολούμαστε με τις αγγλικές ή πάντως τις ξένες λέξεις, θεωρώντας τις κακές, ανεπιθύμητες και εξοβελιστέες. Είμαστε διαχρονικά γλωσσαμύντορες και βαθύτατα εθνικιστές από παράδοση. Είμαστε υπερήφανοι για τον πλούτο της γλώσσας μας ― μολονότι γνωρίζουμε και χρησιμοποιούμε ένα μικρό κομμάτι της. Είμαστε υπερήφανοι για την καθαρότητά της ― παραβλέποντας τα μύρια δάνεια που έχει από όλες τις βαλκανικές και ανατολίτικες γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης και της αλβανικής και της τουρκικής. Όσο για τις ευρωπαϊκές, παραβλέπουμε τη σαγήνη που άσκησε η γαλλική ως γλώσσα της κουλτούρας και της αστικής τάξης, τουλάχιστον ως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και σκιαμαχούμε με την αγγλική που έχει ήδη κατακτήσει τον κόσμο ως η γλώσσα της κουλτούρας, της επικοινωνίας και της τεχνολογίας.
Τα νέα δεν είναι ότι η ελληνική γλώσσα εξελίσσεται (είτε εντός είτε εκτός των συνόρων) και μια νέα παράδοση δημιουργείται. Είναι ότι η πραγματικότητα ξεπερνά αυτούς που δεν τη δέχονται. Αλλά μάλλον αυτό δεν είναι νέο.