Το «σαμποτάζ», προέρχεται, λέει μια λανθασμένη εξήγηση, από τα σαμπό. Τα γνωστά ξύλινα υποδήματα που φορούσαν οι Λουδίτες (εργάτες στις κλωστοϋφαντουργίες της Αγγλίας), που τα σφήνωναν στα γρανάζια των πρώτων μηχανών της βιομηχανικής επανάστασης.
Μου πέρασε σαν σκέψη. Αμυδρά. Απέναντι στη γνωστή ανάρτηση της Athens Voice για τον θάνατο της Γκαϊανέ Κασαρτζιάν. «Μια στάση μετριοπάθειας ίσως και να είναι προτιμότερη απέναντι σε αυτή την τοξική, εμφυλιοπολεμική πόλωση των τελευταίων χρόνων». Με συνεπήρε όμως η οργή από την ξεδιάντροπα άστοχη «συγγνώμη», που κουνούσε και από πάνω το δάχτυλο σε όποιον δεν κατάλαβε το υψηλό πνεύμα του εντύπου. Και έτσι σχολίασα κι εγώ για την απουσία ντομπροσύνης από πλευράς AV. Μετά, είδα αρκετές φορές διατυπωμένη την ίδια προτροπή για μετριοπάθεια από ανθρώπους που πρόσκεινται τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά, ή τουλάχιστον Κεντροαριστερά. «Η γραμμή που θα πρέπει να στοχεύσουμε έχει να κάνει με τη υπέρβαση αυτής της πρακτικής: το διχαστικό κλίμα δεν αντιμετωπίζεται με αντίποινα στα αντίποινα και μετά πάλι αντίποινα, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, με ά-ποινα», ακούστηκε πολλές φορές αυτό το προεκλογικό διάστημα. Μετά, ακολούθησε η επίθεση Ρουβίκωνος στα γραφεία της AV, η οποία φυσικά, μέσα στην πλάνη της, ξέπλυνε το ατόπημα της AV από τη μία, αλλά και έριξε νερό στον μύλο της αντιπαράθεσης και του διχασμού. Δεν πέρασαν μερικές μέρες και εμφανίστηκε το σκίτσο τού Ζερβού στην ΕφΣυν, το «Δεν Ξεχνώ» της Κύπρου προσαρμοσμένο σε υποστηρικτές του «Ναι» και του «Όχι», που έθετε και πάλι, ευφάνταστα, σε λειτουργία αυτά τα γρανάζια της διχαστικής τοξικότητας με γενναίες δόσεις χυδαιότητας. Ο Νικόλας Σεβαστάκης έγραψε ένα σύντομο σημείωμα για το συγκεκριμένο σκίτσο, που δεν το ανήρτησε (το σκίτσο), για δύο λόγους. Έθιξε πάλι αυτή τη λογική της υπέρβασης λέγοντας «Έχει συρρικνωθεί το καταναλωτικό κοινό της [της διχαστικής λογικής], παρά το ότι στο βρασμό των εκλογικών ημερών ένα τέτοιο σκίτσο θα το αγκαλιάσουν πολλοί από τους οπαδούς της απερχόμενης κυβέρνησης (όπως μπορεί να αγκαλιάσουν και την έκφραση ‘γιος του αποστάτη’ ή άλλες νεκρόφιλες εκφράσεις)».
Αλλά μετά μίλησε και για κάτι πιο ουσιαστικό που το προλόγισε με τη φράση «Ο άλλος λόγος όμως που δεν θέλω να αναρτήσω το σκίτσο είναι πολύ διαφορετικός».
Ο λόγος όμως δεν είναι διαφορετικός αν και φαντάζει διαφορετικός. Η υπέρβαση της διχαστικής – τοξικής λογικής δεν είναι διαφορετική από αυτό που έθιξε ο Σεβαστάκης: «[…] πιστεύω πως ένα σκίτσο σε μια εφημερίδα δεν είναι, σώνει και καλά, η ταυτότητα όλων των συντακτών και των αναγνωστών της. Ο πειρασμός να δούμε τον Τύπο και τους ανθρώπους του σαν απλούς ιμάντες μεταβίβασης συμπαγών ταυτοτήτων είναι μεγάλο λάθος. Το κάνουν κατά σύστημα όσοι δαιμονοποιούν τον ”συστημικό” τύπο (εντάσσοντας σε αυτόν ο,τι δεν πρεσβεύει τα δικά τους προτάγματα). Αν υποκύψουμε όλοι σε αυτή τη λογική, θα μείνουμε στο τέλος χωρίς ίχνος πλουραλισμού. Θα νικήσει το πνεύμα της συνοπτικής καταδίκης. Και όσες γραφές διατηρούν την ετερόδοξη ματιά σε έντυπα, κατά τα άλλα, ‘στρατευμένα’, θα υφίστανται τα αναθέματα γιατί συνυπήρξαν με άθλια σκίτσα ή απαράδεκτα κείμενα».
Θα επανέλθω σε αυτή τη θέση γιατί δείχνει να υπαινίσσεται μια λύση που τείνει προς αυτή την «υπέρβαση».
Μετά λοιπόν ήρθαν οι εκλογές και η αλλαγή κυβέρνησης και μέσα στους πανηγυρισμούς πρόσεξα και τα σχόλια του Διονύση Σαββόπουλου στον ΣΚΑΪ. Ο Σαββόπουλος, κατάτι αποπροσανατολισμένος, υπαινίχθηκε πάλι την υπέρβαση της διχαστικής τοξικότητας, και δικαίως στηλιτεύτηκε από κάποιους. Γράφει η Κλεονίκη Αλεξοπούλου: «να πούμε για δέκατη φορά στη ζωή αυτή ότι το αφήγημα της εθνικής συμφιλίωσης στην ακραία του εκδοχή -όπως εδώ- και τα περί εμμονών στο (μετ)εμφυλιακό κλίμα που πρέπει πάση θυσία να ξεπεραστούν και να προχωρήσει η Ελλάδα ενωμένη δε στέκουν για έναν πολύ απλό λόγο: Δεν είναι ιδεοληψία, είναι ρεαλισμός το να συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν προτεραιότητες και όταν δίνεις κάπου, από κάπου αλλού παίρνεις. Πόση πια διαύγεια χρειάζεται για να καταλάβει κανείς ότι δε γίνεται πολιτική με καρδούλες, φρουφρού κι αρώματα. Γίνονται συνειδητές επιλογές που βασίζονται σε συγκεκριμένα συστήματα αξιών κι έχουν συγκεκριμένο κόστος. Και αυτά τα συστήματα συγκρούονται μεταξύ τους, δε μπορείς να τα έχεις καλά με όλους. Δεν είναι πανηγύρι σαν αυτά που αρέσουν στο Νιόνιο. Ούτε υπαρξιακό μίσος είναι. Είναι κοινωνική πάλη. Τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο».
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διακρίνει εδώ ότι η Αλεξοπούλου, απέναντι στο χαρτί τής υπέρβασης (εθνικής συμφιλίωσης) απαντάει με τον πιο εύλογο τρόπο: για ποιον ακριβώς διχασμό μιλάτε; Εδώ μιλάμε για κοινωνική (ταξική) πάλη.
Επανέρχομαι τώρα στη θέση Σεβαστάκη και σας δίνω τον λόγο γιατί η φιλολογία της «υπέρβασης» και η θέση του αυτή περί «ετερόδοξης ματιάς» σε έντυπα που παραμένουν «στρατευμένα» είναι άρρηκτα δεμένες. Η ταξική – κοινωνική πάλη πάντα θα απεκδύεται αυτή τη ματιά γιατί έχει μόνο μια γενική άποψη προς τα πού πρέπει να πάνε τα πράγματα. Δεν χωράει μέσα στην ταξική πάλη η «ετερόδοξη ματιά» ως φάρος της ατομικής προσωπικότητας που προάγει τον πλουραλισμό. Και δεν χωράει γιατί η ταξική πάλη κατανοεί πολύ καλά ότι η ετερόδοξη ματιά στα πράγματα υποσκάπτει ακριβώς αυτή την καλλιέργεια ταξικής συνείδησης. Και η ταξική συνείδηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να τεθούν (και να παραμείνουν) σε λειτουργία τα γρανάζια της ταξικής πάλης. Όσο η προσωπικότητα θα διατρανώνει την διαφορά της από το σύνολο (την τάξη) στο οποίο ανήκει τόσο θα διαιωνίζεται η κυριαρχία της άρχουσας τάξης. Ο πλουραλισμός δεν είναι φίλος της ταξικής συνείδησης αλλά δηλητήριο που ενισχύει, ύπουλα και παραπλανητικά, τα προνόμια της άρχουσας τάξης. «Ο πλουραλισμός (βλ. Μαρξ και αλλοτρίωση) είναι φίλος και συνοδοιπόρος μόνο της αταξικής κοινωνίας που βρίσκεται καθ’ όδον», διατείνεται η μαρξιστική θεωρία. Η «στράτευση» αυτήν ακριβώς την έννοια έχει: «ας αφήσουμε τώρα τα όποια ειδικά δίκια έχεις ως άτομο (και μπορεί να έχεις πολλά) γιατί τώρα, σύντροφε, πρέπει να επικεντρωθούμε στο γενικό συμφέρον της τάξης μας ως σύνολο και μόνον ως σύνολο». Οι εκδρομές σε άλλα δόγματα (η ετερόδοξη ματιά) σε αποπροσανατολίζουν από το κυρίαρχο δόγμα (αταξική κοινωνία). «Πόση πια διαύγεια χρειάζεται για να καταλάβει κανείς ότι δε γίνεται πολιτική με καρδούλες, φρουφρού κι αρώματα», γράφει η Αλεξοπούλου. Η «ετερόδοξη ματιά», διατείνεται ο Σεβαστάκης, συνιστά, παραδόξως, τη σφήνα (το σαμπό) στο γρανάζι του διχασμού.
Στον αντίποδα του αφηγήματος της «ταξικής πάλης» (ή έστω των θραυσμάτων της που επιβιώνουν σήμερα) βρίσκεται το αφήγημα της «υπέρβασης – εθνικής συμφιλίωσης». Αν κάποιος μπορούσε να κερδίσει εκλογές ή δημοψηφίσματα με όπλο την «ταξική πάλη», τότε σίγουρα κάποιος δικαιούται να κερδίσει εκλογές με όπλο την «εθνική συμφιλίωση». Και όσο κάποιοι θα διατείνονται ότι η «ταξική πάλη» και τα σοσιαλιστικά πειράματά ανήκουν στο παρελθόν, άλλο τόσο κάποιοι θα διατείνονται ότι η μόνη «υπέρβαση» και «εθνική συμφιλίωση» που υπάρχει είναι αυτή της «νάρκωσης» που επιφέρει η οικονομική ευμάρεια της πολυπόθητης ανάπτυξης. Ο Νικόλας Σεβαστάκης, μέσα από τον ενωτικό, συμφιλιωτικό, μετριοπαθή λόγο του δεν παύει να αναπαράγει τον λόγο της άρχουσας τάξης. Όσο αυτό παραμένει στο πίσω μέρος του μυαλού μας, είμαστε ελεύθεροι να φοράμε τα σαμπό μας και να πηγαίνουμε στις παραλίες για να απολαμβάνουμε την επιστροφή στην κανονικότητα.