Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
Της χρωστάω μεγάλη χάρη. Εξαιτίας της αναγκάζομαι να ρωτάω όπως θα ρωτούσα προτού με απολιθώσει η εγκύκλια παιδεία μου και απονεκρώσουν την ικμάδα μου τα κοινωνικά σύνδρομα. Εξαιτίας της αναγκάζομαι να ξαναφυτρώσω από μια καινούργια, άγνωστη ρίζα, ρωτώντας. Να ξεμάθω τη συνήθεια. Να ξαναμαθαίνω τα πράγματα από την αρχή. Να αποκαθιστώ την ποιητική τάξη. Να ξαναμαθαίνω, ή μάλλον να μαθαίνω για πρώτη φορά, να διαβάζω και να ακούω και να κοιτάζω ένα ποίημα. Γιατί όλα τα ποιητικά και δημιουργικά και ποιητολογικά σενάρια ή σεμινάρια, όλα τα διδακτικά εγχειρίδια που απευθύνονται στο «πεινασμένο» δήθεν «για ποίηση» ευρύ αναγνωστικό κοινό—όχι όσα απευθύνονται στο δάσκαλο για να τον προπαιδεύσουν με την ελπίδα να αυτενεργήσει—είναι άχρηστα. Είναι άλλος ένας ορθοπεδικός «κηδεμόνας»—το σιδερένιο κλουβί όπου φυλακίζουν το κορμί σου όταν σπάσεις ή στραβώσεις την σπονδυλική σου στήλη, για να περιορίσουν ασφυκτικά τα περιθώρια να κινηθείς· η σκολίωση παρετυμολογείται λαϊκά από το σκολειό. Αυτή λοιπόν, η εφτάχρονη μικρή, το σκαληνό της βλέμμα, η ατίθαση χλωρή ψυχή της που τριποδίζει χαριτωμένα σαν ανοιξιάτικο πουλαράκι προτού χωθεί στα βελουδένια κουκούλια των λέξεων, είναι ο Βιργίλιος. Από τότε που τη συμβουλεύομαι, η μια συναρπαστική ανακάλυψη ακολουθεί την άλλη. Μια φορά στο μπαλκόνι της κοίταξε σοβαρά το ηλιοβασίλεμα, από κείνα που βασιλεύει ο ήλιος παντού, εγώ ψέλλιζα κάτι για πανδαισία χρωμάτων, για βασίλεια του φωτός και-δεν-ξέρω-τι, κι εκείνη , στρογγυλεύοντας μια μια τις συλλαβές για να τις ζυγίσω με ακρίβεια ώστε να συντεθούν νόημα και σημασία, είπε χαμηλόφωνα: «φω-το-σύν-θε-ση· είναι η τροφή των δέντρων». Τον ανούσιο χαζορομαντικό μου ποιητοπίνακα τον έκανε έργο τέχνης με ακρίβεια επιστημονικής γλώσσας, κοινωνική συνέπεια και όραμα—η διαφορά είναι όση ανάμεσα στον κακαίσθητο αυτοματισμό παραγωγής «ταπετσαρίας» τοπίων για-να-σωθεί-η-οθόνη-σας, σε ένα μετατεχνικολόρ σκρινσέιβερ, και μια συστάδα δέντρων του Γιάκομπ βαν Ράισντελ. Αυτή, μέσα σε μια ραγδαία βροχή φαινομενικά ασύνδετων οικονομικών δηλώσεων-ερωτήσεων, κάτω απ’ τον συννεφιασμένο ουρανό του βλέμματός της, μού έδειξε πώς από καταβολής λέξεων το φως ανάβει και σβήνει, το φως είναι η αρχή, το σκοτάδι το τέλος, ο θάνατος το σκοτάδι, η επιβίωση ανάγκη, καθήκον, μέθοδος και λαχτάρα:
—Τελειώνει το διάστημα; —Υπάρχουν κι άλλα ηλιακά συστήματα; —Τι θα γίνει όταν σβήσει ο ήλιος; —Άστρο δεν είναι ο ήλιος; Δεν σβήνει; —Δεν θέλω να πεθάνω. —Το πρωί ξύπνησα και έκλαψα. —Γιατί χάνεται το φεγγάρι;
Και όταν σιγομουρμούρισα: «σιωπές αγαπημένες της σελήνης», αντέδρασε αμέσως το ευαίσθητο αυτί της που πιάνει αμέσως τους αρμονικούς, και ατάκα με κεραυνοβόλησε με την ερώτηση:
— Πότε μιλάει το φεγγάρι;
…………………………………………………………………………………………………………………………
Κάτι ανάμεσα σε ζώο και σε φυτό οι ποιητές σεληνιάζονται κι αυτοί φτάνοντας κάποτε στην ψυχιατρική ένταση ενός μαλ’ ντι λούνα—και στα οικόπεδα του νυχτερινού ουρανού συνωστίζονται προσπαθώντας να μη συγκρουστούν, σεληνιασμένα ποιήματα. Καμπόσοι απ’ αυτούς έχουν γεννήσει ολόκληρες οικογένειες «σεληνιακών», για ν’ αποφεύγουμε τον νοσηρό στιγματισμό, μα και «ασέληνων» ποιημάτων. Δεν τους πιάνει μόνο η φαντασμαγορία του φεγγαριού, τους πιάνει και η φανταχτερή απουσία του. Στο όλο σχήμα της σεληνιακής κυκλοθυμίας καταφέρνουν να εντάξουν ακόμα και τη φωτορύπανση του άστεος—φωταγωγοί και φωτοσβέστες, ειδικοί στις αστρογραμμοδεσίες και τις αστρονομίες σε δακτυλικά εξάμετρα, κολακεύονται πως έχουν ειδική σχέση με το φως. Ίσως και να έχουν, πράγματι, κάποιο είδος προπατορικής φωτοχυσίας· οι περισσότεροι, και, ας το παραδεχτούμε, αξιότεροι, έζησαν και άκμασαν σε εποχές που δεν είχε καταργηθεί η αναγκαία υποδοχή του φωτός—το λίγο πολύ συγκροτημένο φυσικό τοπίο, σε βαθμό ώστε να χρειάζεται, μαζί με το φως, να επανεφευρεθούν.
………………………………………………………………………………………………………………………..
Ανάμεσα σε ένα πυκνό και θαλερό δάσος διεισδυτικών παρατηρήσεων πρώτος ο Γ. Π. Σαββίδης προσγειώνει και χορδίζει δεξιοτεχνικά το πρώτο φεγγαρόφωτο που στεφανώνει τον Τελευταίο σταθμό του Γιώργου Σεφέρη, στον πρώτο στίχο του ποιήματος (Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν), στην ύπουλη θανατηφόρα θέση του—αντικριστά με τη διάθλασή του στον εμπόλεμο εφιάλτη του 1941, στην αφήγηση ενός νυχτερινού βομβαρδιστικού επεισόδιου, στα Χανιά, που ο Σεφέρης παρεμβάλλει υπαινικτικά για τον επισφαλή μα και ζωτικό ρόλο της ποίησης, στο δοκίμιό του για τον Ερωτόκριτο: «’Οσο δυνάμωνε το φεγγάρι, τ’ αεροπλάνα πληθαίναν· όπως το φως του φεγγαριού, τα σπίτια ήταν θανατηφόρα». Σπάνια δίνεται στην ποίηση η ευκαιρία να είναι τόσο καταστροφικά δραστική—στις 14 Νοεμβρίου του 1940, οι κάτοικοι του Κόβεντρι, στην Κεντρική Αγγλία, πιασμένοι στα ασημένια ή όχι δίχτυα ενός εκτυφλωτικού φεγγαρόφωτου, τόσο προδοτικού ώστε να αχρηστεύει τα φανάρια των αυτοκινήτων, παραδόθηκαν στην 11ωρη επίθεση περίπου 500 βομβαρδιστικών της Λουφτβάφε που το γλέντησε ρίχνοντας 500 τόνους εκρηκτικότατα εκρηκτικά, 30 000 εμπρηστικές και 50 φρικαλέες βόμβες-αλεξιπτωτιστές, σε ένα σεληνοφώτιστο ρέκβιεμ για 550 νεκρούς, δεκάδες αγνοούμενους, όλο το εργοστασιακό κέντρο της πόλης, πάνω από 43 000 σπίτια και τον σεβάσμιο γέροντα Καθεδρικό του Αγίου Μιχαήλ· ρέκβιεμ που η άχαρη τευτονική ράτσα βάφτισε σαρκαστικά «Επιχείρηση “Σονάτα του σεληνόφωτος”» διεκδικώντας παράλληλα, και θανάσιμα για το μέλλον των εχθρικών ευρωπαϊκών πόλεων, την ανατριχιαστική ποιητική πατρότητα του φονικού νεολογισμού Κοβεντρίρεν (Coventrieren): ξεθεμέλιωμα τύπου Κόβεντρι. Το επικίνδυνο σεληνόφωτο απέκτησε και ασπρόμαυρα, διάβροχα μουσικώς, βομβαρδισμένα κινηματογραφικά διαπιστευτήρια το 1941. Για όσους πρόλαβαν το αναγκαστικό μπλακάουτ, έστω και όχι στη χειρότερη μορφή του βομβαρδισμού, παρά στην ηπιότερη, με τις ξεχασμένες μπλε κόλες της σχολικής μνήμης που καθυστερημένα έντυναν ακόμα τα τζάμια των παραθύρων στα σπίτια, το 1948, ας πούμε, να χρωματίζουν απόκοσμα τη νύχτα, αν όχι με χρώμα θλιμμένης Παναγίας (πόσο μα πόσο με προκαλεί αυτός ο στίχος σ’ αυτό το ποίημα—τί θέλει επιτέλους ο ποιητής—να του πούμε μπράβο που παιδεύτηκε μα έπιασε με ακρίβεια την απόχρωση; ή να μην του αμφισβητήσουμε το θρησκευτικό αίσθημα;)—πάντως προκαλώντας στα μικρά παιδιά την έξαψη μιας παραμυθένιας, γεμάτης θεατρική σαγήνη προσδοκίας, ανάμεικτης με τις παράξενες ιστορίες ενός θανάτου που πέφτει φτερωτός από τον ουρανό,— η ευαρέσκεια ή η απαρέσκεια για το σεληνόφως δεν θα μπορούσε να έχει στο ποίημα τούτο παρά έναν μόνο απολύτως συγκεκριμένο και πικρό ιστορικό αντίλαλο. Αυτός σκεπάζει—η βοή του, ή εξουδετερώνει, οποιαδήποτε απόπειρα ερμηνείας· είτε με τη μυθική μέθοδο είτε με τη συμπαθητική μαγεία είτε με την υποβλητικά κριτικοθεωρητική του τύπου: «το ποίημα οφείλει να αντιστέκεται στην διαδικασία της ευφυΐας σχεδόν με επιτυχία», (Ουάλας Στίβενς, Man Carrying Thing), και ο ποιητής έχει όλες τις άδειες.
………………………………………………………………………………………………………………………
Από τους συνολικά 96 στίχους του Τελευταίου σταθμού οι 23 πρώτοι (ένα 22% περίπου) πλέουν σε ένα επικίνδυνο, παραπλανητικό, δόλιο, ναρκωτικό, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μνημονικό φεγγαρόφωτο, δηλωμένα αντιπαθητικό, αφού εμποδίζει τον ποιητή να ασκήσει την αγαπημένη του αστρολογική ασχολία. Να διαβάσει στην ενάργεια μιας ασέληνης αιθρίας ξεκαθαρισμένα τα μελλούμενα. Από το 1927 κιόλας, μόλις εικοσιεφτάχρονος, τα είχε βάλει με το φεγγάρι: «Μην ξεχνάς τη μαλθακότητα του φεγγαρόφωτου» αυτοπροειδοποιούνταν μια Κυριακή του Νοέμβρη του 1927, τότε που πάλευε με τα πεζογραφικά φεγγάρια της Ακρόπολης (Μέρες Α’, 1925-31). Ή, ακόμα νωρίτερα, στο ημερολογιακό Επίμετρο 1925: Στο απέραντο σκάκι της Κονκόρντας, στις ίδιες Μέρες, ακούγεται ένα μελικό, απροσδόκητα αυτογνωστικό, απήχημα της μαλθακότητας: «Δε ζήσαμε με καμιά μουσική, μόνο με καντάδες· πώς είναι δυνατό να γράψουμε ποιήματα;» Ένα σεληνόφωτο, άθυμο, και γεμάτο αβεβαιότητες και υποψίες, φλασμπάκ, μια απόλυτη φεγγαρόλουστη δυστοπία είναι οι πρώτοι 11 στίχοι, προτού, αφού μεσολαβήσει μια μικρή διακοσμητική εκτροπή σεβαστικής χρωματουργίας, και αποκτήσει ηχητική μπάντα το συγχρονισμένο τοπίο, με ένα και μοναδικόν ήχο—το σκληρό μέταλλο νομισμάτων μιας δόλιας συναλλαγής εξαγοράς πατριωτικών υπηρεσιών—σηκωθεί και φανεί ένα τωρινό αδιερεύνητης ροπής διαθέσεων φεγγάρι.
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΟΦΩΤΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΕΜΠΤΗ