Σιωπές αγαπημένες της σελήνης. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
Συνέχεια από το φεγγαρόφωτο της προηγούμενης Πέμπτης
Στην Biographia Literaria ο Κόλεριτζ μιλάει για την ποιητική αξιοπιστία ή, αλλιώς, ποιητική αλήθεια (poetic faith): «όλες μου οι προσπάθειες να κατατείνουν […] και σε μια ομοίωση αλήθειας αρκετή να εξασφαλίσει στα πλάσματα της φαντασίας εκείνη την πρόθυμη αναστολή της δυσπιστίας, που συγκροτεί την ποιητική αξιοπιστία». Με βιβλία εικόνων δουλεύουν οι ποιητές. Οι εικόνες σημαίνουν κατάφορτο από χρώματα και σχήματα παρόν, αστραπιαίες και αποκαλυπτικές ανταποκρίσεις εγρήγορων αισθήσεων σε απεριόριστο ποιητικό πεδίο με την γλωσσική μνήμη σε επιφυλακή—ποιος μπορεί να πει ποια είναι η πιο ποιητικά πειστική σκηνογραφία μιας καταστροφής καταχωσμένης στην καρδιά γραπτών μνημείων που διεκδικούν μυθικά και ιστορικά την αλήθεια της και που ο ποιητής δεν μπορεί να τη φτάσει παρά περνώντας από την πύλη των αισθήσεων; Στον 250 στίχο του Δεύτερου Βιβλίου της Αινειάδας, η νύχτα ορμάει απ΄τον ωκεανό και τυλίγει στο πηχτό σκοτάδι ουρανό και γη—πουθενά φεγγάρι. Τέσσερις στίχους παρακάτω, στον 254, με κοιμισμένους τους Τρώες, παραταγμένα ξεκινούν τα αργείτικα καράβια, στο 255—από την Τένεδο, και tacitae per amica silentia lunae (κατά λέξη: με τις φιλικές σιωπές της ήσυχης, σιωπηλής [μα και κρυφής, υπόρρητης, αποσιωπημένης] σελήνης ) —βγήκε ή δεν βγήκε το φεγγάρι; Ένας λαβύρινθος παρεξηγήσεων ξεκινάει από εδώ—, στον 256, τα καράβια ψάχνουν τις γνώριμες ακτές της Τροίας [μέσα στο σκοτάδι, κρυφά, όπως είναι λογικότερο ή λουσμένοι στο φεγγαρόφωτο που «απάνω σιγηλό και φιλικό τους έλουζε φεγγάρι / καθώς γυρεύαν γνώριμους γιαλούς», όπως επιμένει ο Παπαγγελής; ], όταν, στον 257, το βασιλικό καράβι υψώνοντας φωτιά δίνει το σινιάλο [πώς θα διακρινόταν η φωτιά στην φεγγαρόλουστη νύχτα, αν ήταν φεγγαρόλουστη;] στον Σίνωνα και ξεκλειδώνει εκείνος την ξύλινη γαστέρα του αλόγου ξεκλειδώνοντας και την ραγδαία καταστροφή που ακολουθεί. Ας ακολουθήσουμε το φεγγάρι: στον στίχο 335, οι φρουροί των πυλών της Τροίας προσπαθούν να αντισταθούν στους Δαναούς caecο, στα τυφλά—υπάρχει ή δεν υπάρχει φεγγάρι;—στον 340, το φεγγάρι λάμπει γιατί ο Αινείας συναντάει δυο συντρόφους per lunam, στο φως του φεγγαριού,—αντιθέτως, στο συγκλονιστικό τρίστιχο 358-360, ανάμεσα στους οπλισμένους εχθρούς πορεύονται προς βέβαιο θάνατο ο Αινείας και οι σύντροφοι στην καρδιά της πόλης, καθώς nox atra cava circumvolat umbra, με την κούφια σκιά της σκοτεινής νύχτας είναι τυλιγμένοι, πίσσα σκοτάδι η νύχτα τους έχει καταπιεί («πορεία μες στο ζόφο, σκοτεινή η σήραγγα της νύχτας μας χωνεύει», ο Παπαγγελής· Night was our friend, συμψηφίζει, μέσα στο μυαλό του Βιργίλιου, ο τολμηρός Ντράιντεν)—φεγγάρι δεν υπάρχει, ενώ απηχείται κατά σημαδιακή, ή σατανική, σύμπτωση η Κάβα ντέι Τιρένι του σεφερικού Τελευταίου Σταθμού. Φτάνοντας στον 397, όπου per caecam noctem, τυφλοί μέσα στα σκοτάδια της νύχτας, ο Αινείας και οι σύντροφοι πιάνονται σε απανωτές συμπλοκές—φεγγάρι και πάλι δεν υπάρχει. Τερατώδης σεληνιακή αμφιθυμία μιας ούτως ή άλλως προδοτικής, πανούργας θεάς; Ποιητική αφηρημάδα ή ιλιγγιώδης εμβρίθεια; Κενά της παράδοσης του κειμένου και απροσεξίες αντιγραφέων; Ένα ζουμ στην συμβολική λεξικογραφημένη βιογραφία του φεγγαριού, και σε στοιχειώδεις σχολιασμούς του Δεύτερου Βιβλίου, αναδεικνύει την ενοχή της μουγκής εταίρας – θεάς εντοπισμένη στον στίχο 255: a Tenedo tacitae per amica silentia lunae (=απ’ την Τένεδο [ξεκίνησαν παραταγμένα τα καράβια των Δαναών ψάχνοντας τις γνώριμες ακτές] με τις φιλικές [φίλες, ευνοϊκές] σιωπές της σιωπηλής [βουβής, μουγκής, ήσυχης] σελήνης). Θορυβημένος αγγλοσάξονας μεταφραστής του Βιργίλιου αναθεωρούσε στις αρχές του 19ου αιώνα τη μετάφρασή του καθώς μεθομηρική μετεωρολογία συνηγορούσε όχι μόνον για την πανσέληνη νύχτα που έπαραν οι Δαναοί την Τροία, αλλά εξίσου και, μάλλον πιο πειστικά, για το ασέληνον της νυκτός, την πίσσα σκοτάδι της αφάνειας του φεγγαριού που κάνοντας το ερωτοχτυπημένο με τους Αργείτες για να τους βοηθήσει τάχα στα φριχτά συνωμοτικά τους σχέδια, άδραξε την ευκαιρία να πεταχτεί μέχρι την γνωστή βουνίσια σπηλιά να οργιάσει με τον Ενδυμίωνα, αλλά και άλλοι σχολιαστές πάλι μιλούσαν μεσολαβητικά ανάμεσα στα δυο άκρα για χάση του φεγγαριού, ένα μαραμένο φεγγάρι εν ολίγοις που μισολάμποντας βόλευε διπλωματικά όλα τα σεληνιακά ενδεχόμενα του Δεύτερου Βιβλίου. Δεν είναι βεβαίως εδώ ο τόπος να αποφασιστούν τα αναποφάσιστα προκαλώντας ανατριχίλες φρίκης στη ραχοκοκαλιά της ακαντίμιας. Όμως: τί στην ευχή θέλουν οι ποιητές (και οι τσάτσοι*) και καταπιάνονται με το φεγγάρι, αν δεν είναι ασκραίοι ή, τουλάχιστον, βιργίλιοι; (Αυτό, για τον Σεφέρη.) Ποιητές γεωργοί, και όχι αγροτοτουρίστες; Τα είχε πει ο πολυμαθέστατος γερο-Πλίνιος, στο Δέκατο ‘Εκτο Βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας, για τα δέντρα του δάσους, τη φύση και την ποικιλία τους· την αξία της ξυλείας και των άλλων προϊόντων τους· τη μακροβιότητά τους· τα παρασιτικά φυτά: inter omnes vero convenit utilissime in coitu eius sterni, quem diem alii interlunii, alii silentis lunae appellant (=όλοι όμως συμφωνούν πως [ο καταλληλότερος καιρός να κόβονται τα δέντρα] είναι όταν το φεγγάρι βρίσκεται σε συζυγία με τον ήλιο, την ημερομηνία που άλλοι ονομάζουν interlunium [=μεσοσέληνον, νέα σελήνη] και άλλοι μέρα της σιωπής της σελήνης). Η Τακίτα, εκτός από επιθετική μετοχή του ρήματος taceo(=σωπαίνω, tacitus,a,um) μας πληροφορεί ο δικός μας σοφός Στέφανος Κουμανούδης στο λατινοελληνικό λεξικό του, όπως εξάλλου και η Μούτα, ήταν ρωμαίες θεές της σιωπής. Μα και ενσαρκώσεις προσωποποιημένες του τρόμου που προκαλεί το σκοτάδι, και εξισώσεις της σιωπής με το φοβερό σκοτάδι. Και στα δικά μας βλάχικα-ηπειρώτικα-θεσσαλικά, μούτος (από το λατινικό mutus) είναι ο βουβός και ο μουγκός, και μούτικος, εκτός από μουγκός, είναι και ο κατασκότεινος. Και luna silens—πάλι ο Κουμανούδης—το μεσοσέληνον (interlunium, η σκοτεινή νέα σελήνη). Amica είναι και η ερωμένη. Άλλο φως πέφτει τώρα στο tacitae per amica silentia lunae—η μουγκή θεά ερωτομανής Σελήνη, με το πρόσχημα, και οπωσδήποτε το αποτέλεσμα της εύνοιας προς τους Αργείτες, είχε γίνει άφαντη. Αυτές είναι οι λαβυρινθώδεις ποιητικές συναισθητικές καταστάσεις σε εποχές που έλειπαν οι υπερσύνδεσμοι. Έτσι, ο δύστυχος τυφλός Σαμψών: Σκοτείνιασε ο Ήλιος / σώπασε σαν τη Σελήνη, / όταν τη Νύχτα φεύγει / και κρύβεται στην έρμη μεσοσέληνη σπηλιά (Μίλτον, Σαμψών αγωνιστής, 86-89). Οι καθρέφτες πολλαπλασιάζουν τις συναισθησίες, και το βουβό είδωλο του σκοτεινού φεγγαριού, περνώντας πολλά πολλά φεγγάρια. Σε κορυφαία θέση εποπτείας στον ποιητικό τόπο, στον δεύτερο κύκλο της Κόλασης, παραμονεύει η βουβαμάρα του φωτός: Έφτασα εκεί που κάθε φως σωπαίνει (Δάντης, Κόλαση, 5ο τραγούδι, 28, μτφρ Καζαντζάκη). Όσο για τον Ντράιντεν, παραμερίζει τους ιριδισμούς των άπιαστων για τα αγγλικά γλωσσικά και λοιπά ήθη σημασιών στα λατινικά του Βιργίλιου και χτυπάει κατ’ ευθείαν στο ψαχνό (στ. 254-256 στη μτφρ Ντράιντεν):
The Grecians had embark’ed their naval pow’rs
From Tenedos, and sought out well-known shores,
Safe under covert of the silent night
Το φεγγάρι—αυτό είναι εξάλλου το ζουμί της βιργιλιανής αραμπέσκ, κι ας μη βαυκαλίζονται με φεγγαρίσια, αγαπημένα ή μη, ερωτοχρυσόνειρα βωβά ή ομιλούντα μισοάψητοι ποιητές, για το σκοτάδι της άφεγγης νύχτας, το σκοτάδι της φρίκης πρόκειται—πάει καλιά του.
Το φως είναι μια απάντηση στο σκοτάδι και στον Τελευταίο σταθμό ο Σεφέρης είχε ανάγκη τον φωτισμό του φεγγαριού για ν’ αποκτήσει το ποίημα ουρανό και ενιαίο φωτισμό που συμπληρώνει αισθητηριακά την ψυχική και γλωσσική τονικότητα που ρυθμίζουν το νόημα. Το φεγγάρι είναι σφηνωμένο στον κορμό του ποιήματος, το ποίημα δεν υπάρχει χωρίς το φεγγάρι. Ο κύκλος του ποιήματος ανοίγει και κλείνει με φεγγάρια που ούτε άρεσαν ούτε αρέσουν στον ποιητή, και από εκεί και πέρα το ποίημα δεν είναι παρά αιτιολόγηση αυτής της στάσης προς το φεγγάρι. Από τη δυστυχία και τη φρίκη του πολέμου, την προδοσία, την καπηλεία της ειρήνης, την αβάσταχτη αδικία σε βάρος όσων έδωσαν αδίσταχτα τη ζωή τους από τους διαχειριστές ή τους διαγκωνιζόμενους στους διαδρόμους της εξουσίας, την ενοχή της μειοδοσίας την ώρα που οι άλλοι, πάντα, έδιναν το αίμα τους, ανεβαίνουν δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις που πνίγουν και το τελευταίο ίχνος αθωότητας στην αίσθηση, στο βλέμμα, στα πρόσωπα, στα πράγματα, στη φύση, στο φεγγάρι. Συνωμοτεί κι αυτό. Μια από τις πολλές συνωμοσίες του είναι εκείνη που προσφέρει την αναγκαία μετάβαση στην πιο δύσκολη στιγμή της μορφογένεσης του ποιήματος—στο πέρασμα από το πρώτο μέρος, το πρελούντιο, που αφήνει ακόμα χώρο για κάποιους δύσθυμους απολογισμούς , αν και το διασχίζουν όλο και πυκνότερες αστραπές ανησυχίας και μια ψευδής αρμονική άνωση με τα φεγγαρίσια σμάλτα, στο δεύτερο, το ενοχικό, που βουλιάζει στην άθυμη θυμοσοφία βιβλικών τόνων: σε επίπεδο ποιητικής κατασκευής αυτή είναι η λειτουργία γέφυρας που προσφέρει αριστοτεχνικά το παράθεμα της Αινειάδας. Όχι για τον τρόπο που μεταφράζεται (ο πληθυντικός «σιωπές», εκτός του ότι είναι πληθυντικό το πρωτότυπο silentia, και η λατινομάθεια του Σεφέρη δεν είναι αρκετή ώστε να το ανατρέψει, ταιριάζει και σε θρεμμένους με γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία, όπου τα αφηρημένα ουσιαστικά τείνουν να εξατομικεύονται αγκαλιάζοντας εθιστικά την πληθυντική ταυτότητα· εδώ ταιριάζει να θυμηθεί κανείς, μέσα σε πολλά άλλα, και το Tristesses de la lune του Μποντλέρ. Όσο για το «αγαπημένες»—φιλικές δεν βγαίνει ρυθμικά και άλλες επιλογές δεν υπάρχουν. Παραλείπει βεβαίως και την τροπική πρόθεση per, διά, με. Δεν θα είχε συντακτικό νόημα να την συμπεριλάβει.), αλλά για το δραματικό ιστορικό χρονικό βάθος και το μυθικό ισοδύναμο που προσφέρει στο ποίημα κουβαλώντας μαζί του την εφιαλτική νύχτα καταστροφής της Τροίας με προδοσία, από το Δεύτερο Βιβλίο της Αινειάδας, σε μια συγκλονιστική αντιστοιχία με το παρόν του ποιήματος: στην Κάβα των Τυρρηνικών ακτών, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και ένας συρφετός διπλωματών και πολιτικάντηδων εν αναμονή της επιστροφής τους στην Ελλάδα, μπλεγμένοι στις μηχανορραφίες, έτοιμοι να εμπορευτούν το αίμα των ηρωικώς πεσόντων. Ασφαλώς (και γι’ αυτό εξάλλου ο ίδιος ο ποιητής διάλεξε να σημειώσει την προέλευση και εδραίωση του παραθέματος), για να αισθανθεί αυτόν τον πολυδύναμο κραδασμό του ποιητικού λόγου ο αναγνώστης οφείλει να κατέχει την Αινειάδα· η καινούργια μετάφραση του Παπαγγελή προσφέρει την ευκαιρία. Κλείνοντας το κυνήγι του φεγγαριού θα ήθελα να προσθέσω πως αισθάνομαι ανακούφιση που από όλη αυτήν τη φεγγαρολογία αποκλείστηκε η λέξη διακείμενο. Στον προσωπικό μου Βιργίλιο, τον ώριμα εφτάχρονο, που ξετύλιξε το νήμα αυτής της περιπλάνησης ρωτώντας πότε μιλάει το φεγγάρι, μίλησα για τη χαρά των λαγών που ξετρελαίνονται με την πανσέληνο και με όσα τους λέει φέγγοντας· πηδούν λοιπόν από χαρά όλο και πιο ψηλά, παίζοντας κι αντιπαίζοντας, μπερδεύοντας τα χνάρια τους, ξεφεύγοντας έτσι τον κυνηγετικό θάνατο καθώς προσπαθούν να δώσουν μια κουτουλιά του φεγγαριού.
Σημείωση: Αυτός ο φεγγαροπαιδεμός αμαρτάνει με μια μόνον υποσημείωση, που είναι όμως αδύνατον να την αποφύγω. Άδικη μοίρα με έφερε να διαβάζω τους «Διαλόγους σε μοναστήρι» του Κωνσταντίνου Τσάτσου. Μου φαίνεται αξιοσημείωτο πως είναι δυνατόν να παραληρολογήσει κανείς με παρόμοια αυταρέσκεια μένοντας αργός πολιτικά λόγω δικτατορίας, την ώρα που άλλοι έχαναν το ψωμί τους, φυλακίζονταν ή βασανίζονταν. Για να δρέψει κιόλας στη συνέχεια την πρώτη μεταδικτατορική προεδρία της Δημοκρατίας. Υπήρξε, είναι γνωστό, κομμάτι του περιβάλλοντος και γαμπρός, του Σεφέρη. Κάπου στους «Διαλόγους» (σ. 166, πρώτη έκδοση του 1974), γράφει: «Eίδα τον έναστρο ουρανό—ευτυχώς έλειπε αυτή η λάγνη εταίρα η Σελήνη. Τον νόησα. Νόησα κοιτάζοντάς τον, κάτι που δεν μπορώ να εκφράσω, κάτι που με λόγια δεν εκφράζεται.» Ήταν ζήτημα λοιπόν το καημένο το φεγγάρι για τα «χρυσόνειρα» ποικίλων ρεμβαζόντων αργών πνευμάτων. Φωτίζεται και από αυτήν την κατεύθυνση το πρελούντιο του «Τελευταίου Σταθμού». Και ευτυχώς αυτός ο κολλώδης δήθεν ποιητικός ρεμβασμός, με τον «Σταθμό» λυτρώνεται.