Κι όμως χτες βράδυ εδώ, … στην άκρη / μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι / ξεπέρασε τα σύννεφα…ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
Συνέχεια από το φεγγαρόφωτο της προπροηγούμενης Πέμπτης
Μα στ’ αλήθεια πόσο αδιερεύνητη είναι τούτη η καινούργια «αδιερεύνητη ροπή», τροπή, του φεγγαριού, που, αφού, έξαφνα,
«σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο / πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη / μιας φθινοπωρινής μπόρας [το φεγγάρι] / ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν / τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο /»
μαγνητίζει, τρέπει και μετατρέπει την άμπωτη του ποιήματος και την αρχική σεληνιακή του κακόκεφη ύφεση σε κινητική φωτεινή πλημμυρίδα που ξεσπά στον απορροφητικό κυματοθραύστη του αινιγματικά σιωπηλού στίχου:
«Σιωπές αγαπημένες της σελήνης. [τελεία και παύλα]» ;
………………………………………………………………………………………………………………………..
Έχουν οι εικόνες τη βιογραφία τους, και οι σκέψεις επίσης, και ακόμα περισσότερο τα ποιήματα, που μετέχουν σκέψεων, αισθήσεων, επιθυμιών και ονείρων και, κυρίως, ασφυκτιούν από μνήμες και κρυπτομνησίες: πλησιάζοντάς τα αισθάνεται κανείς σαν να προσπαθεί να καταλάβει αν ο τοίχος σκεπάζει μια κούφια κρύπτη και τι θησαυρό άραγε κρύβει χτυπώντας τον με τον κόμπο του δαχτύλου. Στον τοίχο του Τελευταίου σταθμού δοκίμασαν την ευαισθησία της ακοής τους οξυδερκείς και επιφανείς αναγνώστες—η βιογραφία του ποιήματος περιλαμβάνει πια και τους βιογράφους του που χάραξαν στα ασέληνα διάκενα μιας νυκτοπορίας που συνεχίζεται, τις γραμμοδεσίες του, το ανέδειξαν σε γεωμετρικό λαμπρό αστερισμό. Με πρώτον τον Γ.Π. Σαββίδη (κατά κανόνα πρώτο, όταν πρόκειται για τα σεφερικά—και όχι μόνο τα σεφερικά, βεβαίως), από κοντά τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, και κορύφωση τον Ξ.Α. Κοκκόλη που ωφελείται εντωμεταξύ και από την εργώδη απασχόληση των προηγουμένων συμβάλλοντας όμως με πρωτότυπη σφαιρική εποπτεία όλου του υπάρχοντος υλικού. Ο Γ.Π. Σαββίδης, με τη συμβολή του επ’ ευκαιρία της Περιδιάβασης στον επετειακό τόμο για τα τριαντάχρονα της Στροφής, το 1961, και εν συνεχεία με την πρωτοποριακή ανακοίνωση σε επιφυλλίδα του Βήματος, το 1974, του στιχουργήματος Το απομεσήμερο ενός φαύλου—ανεπίσημο σατιρικό δίδυμο γέννημα του ζοφερού πολιτικού τραγέλαφου που υπόκειται στον Τελευταίο σταθμό. Ο Δ.Ν. Μαρωνίτης, με την παθολογοανατομική ιχνηλασία της «δοκιμής ανάγνωσης» του ποιήματος, στο 9ο τεύχος του περιοδικού «Φιλόλογος», το 1976. Ο Ξ.Κ. Κοκκόλης, στους αντίποδες της μαρωνίτειας μεθόδου, με το προκλητικά και εποικοδομητικά ασύνθετο Υλικό για την επεξεργασία του «Τελευταίου σταθμού» αναπαράγοντας με επιλεκτική πρωτοβουλία το προγεννητικό στάδιο ζωής του έργου για τις ανάγκες ενός τετραήμερου για την «Διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στη μέση εκπαίδευση» που οργάνωσαν τα Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη το 1978.
………………………………………………………………………………………………………………………..
Ξαναγυρνώντας στην απρόκλητη άνωση του αισθήματος και της εικόνας, καθώς το φεγγάρι αντιθετικά προς την ναρκωμένη ακινησία του παλιού φεγγαρόφωτου όπου κολυμπά το ποίημα μέχρι τότε, «ξεπερνάει τα σύννεφα» και, στην «άκρη μιας φθινοπωρινής μπόρας», κάνει «τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο»: ο Κοκκόλης, στο Υλικό του υπ’ αριθμόν 40, σημαδεύει την αρχή της γενεαλογίας του ποιήματος στην ημερολογιακή καταγραφή (Μέρες Δ’, 1 Γενάρη 1941-31 Δεκέμβρη 1944) της «Κυριακής, 1η Οκτώβρη [1944]: […] Φεγγάρι σήμερα το βράδυ· το χωριό στην αντικρινή πλαγιά σαν από σμάλτο». Σημειώνει στο Υλικό 3 την κρίσιμη πληροφορία για την ημερολογιακή χρονολόγησή του: «Η χρονολογία στην α’ δημοσίευση του «Τ[ελευταίου] Σ[ταθμού]» είναι 15 και όχι 5 Οκτ. ‘44»: απολύτως κρίσιμη σημείωση που συνεπικουρείται από το Υλικό 41, απόσπασμα από την ημερολογιακή καταγραφή της Δευτέρας, 16 Οκτώβρη [1944]: «Χτες όλο το απόγεμα δοκίμασα να συνεχίσω ένα ποίημα που άρχισα εδώ και λίγες μέρες («Τελευταίος σταθμός»). Αναγκάστηκα να το αφήσω· βαρύς το βράδυ». Με αυτά τα στοιχεία η γένεση του ποιήματος αποκτά ιστορία με χρονολογίες κρίσιμες που δεν στάθηκαν ωστόσο αρκετές να υπαγορεύσουν σχετική σημείωση ούτε στην καινούργια συγκεντρωτική έκδοση των Ποιημάτων από τον Ίκαρο, το 2014.
………………………………………………………………………………………………………………………..
Το σημείωμα τούτο δεν έχει φιλολογικές ή ακαδημαϊκές αξιώσεις· έτσι έχει ασφαλίσει την άδεια να εκτροχιάζεται με την πεποίθηση πως κάποιοι εκτροχιασμοί φέρνουν κοντύτερα σε άπιαστες, αλλιώς, (πάντα ποιητικές) αλήθειες: σημειώνω λοιπόν εκτροχιαστικά και παρενθετικά τη χρήση της λέξης άκρη στη φράση «στην άκρη της μπόρας», όπως σε άλλο ποίημα του ΓΣ «στου πόνου την άκρη» («μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη» στο Παντούμ του Τετραδίου γυμνασμάτων ) που μου φαίνεται διδακτικά και ιδιαζόντως σεφερική, ιδιαζόντως εργαλειακή ποιητικά—η μπόρα, και ο πόνος, πράγματα άσχετα μεταξύ τους, αποκτούν τρισδιάστατα αιχμηρή παρουσία σε έναν κόσμο οικείας, ιδιωτικής σχεδόν, ποιητικής στερεομετρίας όπου χωνεύονται η αρχαία σημασία της λέξης (κορυφή, απόκρημνη εσχατιά, ύψιστο σημείο, παροξυσμός) με την νεότερη (πέρας, ακρωτήριο, απόμερο σημείο, λιγοστός τόπος).
Μα ούτε και ο Κοκκόλης περικυκλώνει τις κρίσιμες στιγμές γένεσης του ποιήματος με περισσότερο Υλικό από τις Μέρες Δ’ (είχαν ήδη κυκλοφορήσει κανονικά, το 1977 και τις πρόλαβε)—από την Κάβα ντέι Τιρένι, από τον Σεπτέμβρη του ’44 μέχρι και το τέλος του Οκτώβρη, οπωσδήποτε:
«Κυριακή, 8 Οκτώβρη. Σήμερα ανηφορίσαμε με τη Μαρώ στην κορυφή του βουνού που βλέπουμε από το παράθυρό μας κάθε πρωί. Μια ώρα κι ένα τέταρτο δρόμος, κάποτε ψιλο-ψιχάλιζε. Όγκοι οικοδομών στα τριγυρινά χωριά που μ’ αναγαλλιάζουν· στέγες, καμάρες, χρώματα. Μαζέψαμε κυκλάμινα μέσα στ’ αγκάθια. Δε σκέφτηκα ούτε μια στιγμή την αθλιότητά μας. Γυρίζοντας ήμουν καλύτερος άνθρωπος. […] Δευτέρα, 9 Οκτώβρη. Σύννεφα και μικρές μπόρες αδιάκοπα. Κάποτε λίμνες έντονα γαλάζιου ουρανού που θυμίζουν προοπτικές, μέσα από αίθουσες και παράθυρα, παλιών Ιταλών ζωγράφων—καταπληκτικά. Είναι ένας φωτισμός κι ένα γαλάζιο που δεν έχουμε στην Αττική. […] Παρασκευή, 13 Οκτώβρη. Τ’ απόγεμα, καθώς γυρίζαμε από τη Νάπολη, ακούω από αμερικάνικη πηγή, ότι λευτερώθηκε η Αθήνα από τους αντάρτες. Το βράδυ τα μαντάτα έρχουνται κι από το ραδιόφωνο. Συζήτηση κάτω στο γραφείο αν είπε το ράδιο αντάρτες ή πατριώτες, και αν η λέξη πατριώτες σημαίνει όλους τους αντάρτες. Παράξενο, στο άκουσμα μιας τέτοιας είδησης δεν ξεσπάς, δεν ξαλαφρώνεις, δε σε τινάζει η χαρά. Αισθάνεσαι πως σε φόρτωσαν ακόμα περισσότερο ίσως. […]».
Σκέφτομαι πως μόνο στη μουσική, ίσως και στη ζωγραφική, μπορεί κανείς να καταφέρει άρραφες τονικές μεταβάσεις γιατί μόνο η μουσική γλώσσα έχει την συμβολική λακωνική πυκνότητα που εκτελεί άλματα άπιαστα ακόμα και για το ποιητικό νόημα κι επιπλέον δεν συγκρίνονται οι αρμονικοί των ποιητικών υλικών με τους μουσικούς. Όλο το αντιφατικό, διιστάμενο υλικό συμβάντων και διαθέσεων που προσφέρεται στις ημερολογιακές Μέρες Δ ‘ ακόντισε ξαφνικά το φως του φεγγαριού, το ύψωσε σαν χαρταετό στο ποίημα κορωνίζοντας και μεταδίνοντας τώρα τον παλμό του στην άνεργη ύλη των σπιτιών, βάζοντας σε κίνηση έναν ξεχασμένο υπερβατικό καρποφόρο μηχανισμό αποκαλυπτικής εμπειρίας πρωτεϊκών μεταμορφώσεων. Μήπως όμως πρόκειται τελικά για μία «συμβατικού τύπου» «κάπως διακοσμητική έκσταση», μήπως τούτη η κάποια «κινητικότητα» της νέας φεγγαρίσιας εικόνας, είναι μια παραλλαγή σε σχέση με την «κανονική», «ρομαντική», «ναρκωτική» λειτουργία του φεγγαρόφωτου, είναι και τούτο το φεγγάρι «σύμβολο αισθηματολογίας, ηδονικής έστω και μελαγχολικής θέας, που στην καλύτερη περίπτωση οδηγεί στην “αγαπημένη σιωπή της σελήνης”» όπως το διαβάζει ο Δ.Ν. Μαρωνίτης, στην 13η παράγραφο της «δοκιμής ανάγνωσης» την τιτλοφορημένη Το φεγγάρι και τ’ άστρα; Θεωρώ πως όχι, πρώτα γιατί αυτή η αναγνωστική εκδοχή μου φαίνεται πως σκοντάφτει στην συντακτική σύνδεση των περιόδων του ποιήματος όπου το νέο, τωρινό «φεγγάρι που ξεπέρασε τα σύννεφα», και αλλάζει σε σμάλτα τα σπίτια της αντικρινής πλαγιάς, συνδέεται αντιθετικά με τα παλιά αντιπαθητικά μνημονικά φεγγάρια του πλαδαρού, ναρκωτικού φεγγαρόφωτου της αρχικής ποιητικής περιόδου. Έπειτα γιατί μου φαίνεται βιαστική, και μεροληπτική, η επιχειρηματολογία του Μαρωνίτη προκειμένου να οδηγηθεί το ποίημα σε μια θετική, αν όχι ακριβώς «αισιόδοξη», διδακτική έξοδο. Πουθενά στο ποίημα αυτό δεν βλέπω να σχηματίζεται διδακτισμός, και αν υπάρχει θετική έξοδος, αυτή είναι το ίδιο το ποίημα όπου καταλήγει και εκβάλλει ο αγωνιώδης ζόφος των ημερών της ιστορικής σύλληψης και εκτέλεσής του ξεπληρώνοντας ένα ποιητικό «χρέος» και μόνο. Τέλος, επ’ ουδενί λόγω δεν μπορώ να δω την ερμητική, «εις εαυτόν», απαγγελία του στίχου «Σιωπές αγαπημένες της σελήνης»,—το φινάλε του πρώτου (μουσικού) μέρους του έργου—, σαν ειδυλλιακή συγχορδιακή πτώση συμβατικής αισθηματολογικής φεγγαρολογίας από την οποία ο ποιητής παίρνει σχεδόν ειρωνική απόσταση. Ο στίχος αυτός αναδεικνύει περισσότερο από κάθε άλλον την ουσιώδη μουσική πολυπλοκότητα του ποιήματος—έχει πολυφωνική μουσική υφή με άπατο χρονικό βάθος. Εκτροχιάζει επ’ αγαθώ και τον ποιητή του και τον αναγνώστη του. Και πάντως οδηγεί, φοβάμαι, σε τρίτη συνέχεια του φεγγαρόφωτου.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΕΜΠΤΗ