Μετά το αποτρόπαιο συμβάν στα Γλυκά Νερά, και ύστερα από τα ρεπορτάζ που το παρουσιάζουν με τις γλαφυρότερες των περιγραφών, πολλοί είναι αυτοί που θα αποκτήσουν φοβίες που δεν είχαν, όπως πολλοί είναι και αυτοί που θα αισθανθούν δικαιωμένοι καθότι οι φοβίες τους επιβεβαιώθηκαν για ακόμα μία φορά. Κι όμως, μια ματιά στον διεθνή και ελληνικό τύπο αποκαλύπτει ότι κάθε άλλο παρά πρωτάκουστο είναι. Οι επιθέσεις σε βρέφη και παιδιά είναι λίαν συνηθισμένες. Διαβάζοντας τα ρεπορτάζ δεν μπόρεσα να διακρίνω αν ο σκύλος από τα Γλυκά Νερά ήταν ένα ζώο ενταγμένο στην ιεραρχία του συγκεκριμένου σπιτιού ή, ήταν ένα ζώο παραγκωνισμένο και παραμελημένο σε ένα μπαλκόνι με την επιθετικότητά του εκτός ελέγχου. Δεν έχει όμως και τόση σημασία γι αυτό που θέλω να θίξω. Στη δεύτερη περίπτωση θα μπορούσε κάποιος να καταλογίσει ευθύνες στην οικογένεια, αλλά δεν θα μπω σε αυτή τη συζήτηση. Εγώ θα πάρω το καλό σενάριο. Αυτό στο οποίο, κάθε γνήσιος ζωόφιλος, κάνει τον σκύλο του ισότιμο μέλος της οικογένειάς του. Και παίρνω αυτό γιατί αυτή είναι η δική μου εμπειρία.
Ο σκύλος είναι ζώο που οι συναισθηματικές του εξάρσεις εύκολα μας ξεγελούν στο να πιστεύουμε ότι το συμπαθές τετράποδό μας βιώνει αγάπη με τη σημασία που της δίνουμε εμείς ως έλλογα όντα. Αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η αγάπη που βιώνουμε εμείς, όσο κι αν ενέχει μέσα της σε μεγάλο βαθμό μια έξη, μια συνήθεια, παραμένει πάντα ένα συναίσθημα υπό αίρεση. «Θα σε αγαπώ για πάντα», ξεστομίζουν οι ερωτευμένοι αλλά, φευ, όλοι ξέρουμε ότι αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια. Ο σκύλος, από την άλλη, που φυσικά δεν ξεστομίζει τέτοιες ή άλλες κουβέντες καθότι δεν κουβαλάει το βαρίδι του λόγου, μας αγαπά με τον τρόπο του για πάντα. Αλλά με ένα «για πάντα» που εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε, τουλάχιστον συνειδητά, γιατί έχουμε την τάση να του προσδίδουμε ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Και όσο κι αν ακούγεται περίεργο, ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά έχει να κάνει με τις δικές μας ανθρώπινες ανασφάλειες και ανοχές και αντοχές, και άρα, ο σκύλος, αντιμετωπίζεται ως υποκείμενο η αγάπη τού οποίου προς εμάς τελεί υπό αίρεση. Βλέπετε το παράδοξο; Επειδή αγαπάμε τον σκύλο μας ως άνθρωπο πιστεύουμε κάπως ότι κι εκείνος κρατάει μια πισινή και η αγάπη του δεν είναι απόλυτη. Έτσι, ο άμοιρος σκύλος, απολαμβάνοντας το προνόμιο να εισέρχεται στον στενό κύκλο της οικογένειάς μας, αυτομάτως, στολίζεται και με ανθρώπινα κουσούρια.
Ο σκύλος, εικάζω, απολαμβάνει τη συμβιωτική σχέση που απολαμβάνει με τον άνθρωπο, περισσότερο λόγω ομοιότητας με εμάς παρά λόγω κάποιας θαυμαστής προσαρμοστικότητας από μέρους του. Όποιος έχει συμβιώσει με σκύλο θα γνωρίζει καλά ότι το κούνημα της ουράς και το γάβγισμα δεν εξαντλούν την ευγλωττία τού σκύλου στην έκφραση των συναισθημάτων του. Ο σκύλος αναστενάζει, συνοφρυώνεται, θυμώνει, δυσανασχετεί, απογοητεύεται, αγχώνεται, βαριέται, ζηλεύει, και όλα αυτά τα βιώνει όχι συγκυριακά, ευκαιριακά ή σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι εμείς. Ο σκύλος, και εδώ βρίσκεται η μεγάλη διαφορά, όλα αυτά τα συναισθήματα τα βιώνει πιο έντονα από εμάς γιατί τα βιώνει αφιλτράριστα. Τα βιώνει χωρίς το διαρκές φίλτρο της λογικής που διαφεντεύει και νερώνει τα δικά μας συναισθήματα. Ο σκύλος, βλέπετε, ενδημεί σε αυτό το ιδιοσυγκρασιακό κενό ανάμεσα στο ζωικό και το ανθρώπινο. Όπως έλεγε και ο Κωστής Παπαγιώργης, αναφερόμενος στον σκύλο, «από τη μια μεριά το ζώο είναι ανθρώπινο πείραμα που έμεινε στη μέση, ενώ από την άλλη είναι ζωικό πείραμα που έδωσε αποτελέσματα ανώτερα του αναμενόμενου». Ο σκύλος βιώνει μια ζωή εδεμικής πληρότητας και αμεσότητας των συναισθημάτων του και, τελικά, αυτό ακριβώς είναι που μας κάνει να νιώθουμε την αγάπη που νιώθουμε για εκείνον. Η ανόθευτη αυτή καθαρότητα των συναισθημάτων του σκύλου τον κάνει να στέκεται πολλές φορές ως δάσκαλος σε αυτό που θα θέλαμε να ήμαστε εμείς. Από εδώ εξάλλου πηγάζει και το «γίνε ο άνθρωπος που νομίζει ο σκύλος σου ότι είσαι». Ακόμη λοιπόν και αν τελικά γνωρίζουμε ότι η αφοσίωση του είναι άνευ όρων – παρότι όπως είπα παριστάνουμε ότι δεν είναι έτσι γιατί η δική του μάς γίνεται φορτική και τη δηλητηριάζουμε με ανθρώπινα κουσούρια – λίγο αντιλαμβανόμαστε τι ακριβώς σημαίνει αυτό το «άνευ όρων» για ένα ζωντανό που ενδημεί στις παρυφές του χώρου της λογικής (the logical space of reasons) και της ηθικής. Ο σκύλος θα κάνει τα πάντα για να μπορεί απρόσκοπτα να βιώνει την προσκόλληση στο αφεντικό του ως μοναδική, αδιαπραγμάτευτη, και, κυρίως, ως μη ανταγωνιστική. Και φτάνουμε στο μέγα παράδοξο: η συγκεκριμένη επιθετικότητά του, αυτή που τον κάνει να φτάνει να κατασπαράξει ένα βρέφος, δεν πρέπει να διαβάζεται ως προδοσία τού σκύλου στην αγάπη του προς εμάς αλλά ως η ύψιστη μετουσίωσή της. Η αποτρόπαιη αυτή πράξη του σκύλου πρέπει να διαβάζεται ως η απόλυτη επιβεβαίωση των συναισθημάτων του. Των ανόθευτων και αφιλτράριστων από τη λογική και ηθική συναισθημάτων του. Η αποτρόπαιη αυτή πράξη του σκύλου πρέπει να διαβάζεται ως το τίμημα που πληρώνει για να βρίσκεται με τα δύο πόδια στο ζωώδες και τα άλλα δύο στο έλλογο.
Όλα αυτά λίγη απήχηση έχουν στη μάνα που έχασε το βρέφος της, όπως λίγη απήχηση έχουν και σε κάθε περίπτωση θύματος (της αγάπης του) σκύλου. Εγώ όμως απευθύνομαι σε όλους τους υπόλοιπους που δύνανται να οδηγηθούν σε βεβιασμένα συμπεράσματα για αυτόν τον «καλύτερο φίλο του ανθρώπου».